Σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».
Από τη ρητή διάταξη του νόμου προκύπτει ότι ευθύνη του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ προς αποζημίωση γεννάται, όταν η ζημία οφείλεται όχι μόνο σε μη νόμιμες εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων τους ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και σε μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή παραλείψεις τέτοιων ενεργειών, οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους. Η παραπάνω δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά τις ίδιες αυτές διατάξεις, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τυχόν υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) των οργάνων του και εις ολόκληρον, καθώς ο παθών μπορεί να στραφεί είτε κατά του Δημοσίου, είτε κατά του δράστη.
Στην περίπτωση ζημίας από τρομοκρατική ενέργεια ως όργανα του Δημοσίου θεωρούνται τα Αστυνομικά όργανα, τα οποία εκτός άλλων, έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2800/2000 ως ειδικότερη αποστολή τους την «απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών», την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, την τήρηση της δημόσιας τάξης στους δημόσιους χώρους και τις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις, καθώς και την «προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη», όπως είναι τα συνταγματικά δικαιώματα στη ζωή, την σωματική ακεραιότητα και την ιδιοκτησία. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν να επέμβουν καταλλήλως για να προστατεύσουν τον πολίτη, πρόκειται για παράνομη παράλειψη και συντρέχει Αστική Ευθύνη του Δημοσίου. Σύμφωνα, δε με το άρθρο 92 του π.δ. 141/1991 η προληπτική ενέργεια αποτελεί το πρώτιστο καθήκον της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ στο άρθρο 70 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ορίζονται και οι ευπαθείς στόχοι, καθώς και η σύσταση σχετικής επιτροπής στην έδρα των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων, όπου τα μέτρα προστασίας εξετάζονται ανά τρίμηνο και καταρτίζονται Εκθέσεις Εκτίμησης Κινδύνου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 70 του π.δ. 141/1991 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ευπαθείς στόχοι είναι κτίρια και εγκαταστάσεις οι οποίες λόγω του προορισμού τους ή των προσώπων που εργάζονται ή κατοικούν σ` αυτές, είναι πιθανόν να αποτελέσουν στόχο εγκληματικής ενέργειας. 2.Ως ευπαθείς στόχοι θεωρούνται ιδίως κτίρια και εγκαταστάσεις δημοσίων Υπηρεσιών, δικαστικών αρχών, οργανισμών κοινής ωφέλειας, διπλωματικών αντιπροσωπειών, μέσων μαζικής ενημέρωσης, γραφεία και κατοικίες διπλωματικών αντιπροσώπων, κυβερνητικών αξιωματούχων ή άλλων ανωτάτων κρατικών Λειτουργών, καθώς και προσώπων που λόγω της θέσεως που κατείχαν ή κατέχουν και της φύσεως του επαγγέλματός τους διαδραματίζουν ή διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας».
Αν, λοιπόν, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝακ, το δικαστήριο της ουσίας δύναται, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, να επιδικάσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή σε περίπτωση θανάτου προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης. Η ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΡΙΝΕΤΑΙ AD HOC και αποσκοπεί στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση του ίδιου του παθόντος ή των μελών του θανόντος. Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι για την παροχή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από το Δημόσιο, δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί η δημοσιονομική του κατάσταση, καθώς το Δημόσιο οφείλει να παράσχει την αποζημίωση αυτή βάσει των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών.
Οι διατάξεις περί Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχρονικά αποζημιώνονται τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών και , σε περίπτωση θανάτου τους, τα οικία τους πρόσωπα. Ωστόσο, κατά την ίδια διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Έτσι, η απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου είναι ένας από τους κύριους λόγους απόρριψης σχετικών αγωγών αποζημίωσης. Κατά τα διδάγματα, δε, της κοινής πείρας και τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, η πράξη ή η παράλειψη των δημόσιων οργάνων είναι ικανεί και μπορεί κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει ζημία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ζημίωση που προκαλείται από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποδιδόμενη στο εναγόμενο Δημόσιο παράνομη πράξη ή παράλειψη.
Αυτό αποτελεί την δεύτερη δυσκολία στον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, καθώς η ανωτέρα βία «ανακόπτει» τον αιτιώδη σύνδεση μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας. Ειδικότερα, η ανωτέρα βία αποτελεί απαλλακτικό από την αντικειμενική ευθύνη του Δημοσίου. Με άλλα λόγια, το εναγόμενο Δημόσιο για να απαλλαγεί από την ευθύνη οφείλει να αποδείξει ότι η ζημία προήλθε από ορισμένο περιστατικό ανωτέρας βίας, το οποίο τα όργανα του δεν μπορούσαν να προβλέψουν και να αποτρέψουν οποιαδήποτε μέτρα και αν λάμβαναν, εξαιτίας του αιφνίδιου χαρακτήρα του!
Με βάση τα παραπάνω, δεν συνιστούν περιπτώσεις ανωτέρας βίας:
- Επεισόδια ιδιαιτέρως μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και τη μείωση της αποτελεσματικότητάς τους, αν αυτά μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας πριν καταστούν ανεξέλεγκτα. Πχ. Επεισόδια κατά την 6 Δεκεμβρίου ή κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου ή κατά τη διάρκεια απεργιών, κινητοποιήσεων κλπ.
- Αν για την πρόκληση βίαιων επεισοδίων υπάρχουν, βάσει των κρατουσών κοινωνικών συνθηκών, σοβαρές ενδείξεις ή πληροφορίες για μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων.
- Αν οι τρομοκρατικές ενέργειες επέλθουν μετά από γεγονός ικανό να δημιουργήσει οξεία αντίδραση και μεγάλη κοινωνική έκρηξη (πχ. Ψήφιση κάποιου αντιδραστικού νομοσχεδίου, η είδηση θανάτου ανηλίκου
- Βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας, όταν για το ίδιο γεγονός που πυροδότησε τη διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και εκτεταμένες φθορές ή καταστροφές στην ίδια ή σε άλλη περιοχή.
Επίσης, λαμβάνεται υπόψη αν τα περιστατικά ανομίας έχουν λάβει χώρα σε κάποιους από τους ευπαθείς στόχους του άρθρου 70 του π.δ. 141/1991. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της υπ’ αριθμ. 15568/2019 απόφασης του 5ου Τμήματος Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι επίθεση σε γραφεία εισπρακτικής εταιρείας έχει αιφνίδιο χαρακτήρα και συνιστά ανωτέρα βία που απαλλάσσει το Δημόσιο από την ευθύνη του, αφού τα γραφεία εισπρακτικών δεν θεωρούνται «ευπαθή στόχοι».
Γίνεται φανερό ότι εν τέλει τα θύματα εγκληματικών πράξεων μπορούν να αξιώσουν και να λάβουν αποζημίωση μόνο στο τέλος μιας πολύ μακράς διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή διέρχεται από τα διάφορα στάδια της ποινικής και αστικής –διοικητικής διαδικασίας. Προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης έχουν γίνει κατά καιρούς μέσα από συτάσεις και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι:
- Αποζημίωση από τον ίδιο το δράστη. Άλλωστε, το Δημόσιο και ο δράστης ευθύνονται εις ολόκληρον, με την έννοια ότι το θύμα μπορεί να αξιώσει αποζημίωση είτε από τον έναν είτε από τον άλλον.
- Η καταβολή συνδρομής έκτακτης ανάγκης για τα θύματα τρομοκρατίας, που στοχεύει στην κάλυψη αρχικών εξόδων, εντός 15 -30 ημερών από την ημέρα που διαπράττεται η εκ προθέσεων βίαιη πράξη.
- Η ψηφιοποίηση της εθνικής διαδικασίας αποζημίωσης, μέσω της διευκόλυνσης των διαδικτυακών συστημάτων αξίωσης αποζημίωσης, της καθιέρωσης ψηφιακού φακέλου αποζημίωσης κλπ
- Η θέσπιση εθνικών συστημάτων εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης, σε περίπτωση αιφνίδιας εισροής αιτημάτων μετά από μαζική θυματοποίηση.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμοστεί σε διάφορες χώρες, όπως είναι η Γαλλία, το Βέλγιο ή η Ισπανία, χώρες, οι πολίτες των οποίων, δυστυχώς, πληρώνουν το τίμημα της αποικιοκρατίας και των ιμπεριαλιστικών τους τάσεων κατά το παρελθόν. Για χώρες, όπως η Ελλάδα, το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στην αντιπαραβολή μεταξύ συχνών και μικρών επεισοδίων, τον λεγόμενων «μπάχαλων» και του ήδη αναφερόμενου δαιδαλώδους συστήματος αποκατάστασης των θυμάτων των επεισοδίων αυτών. Έτσι, για την προστασία των θυμάτων τέτοιων περιστατικών, συνηθισμένη λύση είναι η σχετική πρόβλεψη σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι ο ασφαλιστής που αποζημίωσε τον ασφαλισμένο υποκαθίσταται έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση, στην έκταση που τον ικανοποίησε. Έτσι, συχνά, αυτές που νομιμοποιούνται ενεργητικά ενώπιον των Διοικητικών δικαστηρίων και ασκούν αγωγές κατά του Δημοσίου είναι οι Ασφαλιστικές εταιρείας, οι οποίες υποκαθιστούν τους παθόντες. Το Δημόσιο, δε, φέρει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και επομένως η αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς!
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.