Με τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ΑΝ 539/1945, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 § 15 του Ν. 4504/1966, ορίζεται ότι «Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεούμενου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δεύτερου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της άδειας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους ( και ήδη ως την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, κατ’ άρθρο 61 του Ν. 4808/2021, παράσχει την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού».
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 § 1 του Συντάγματος, 1 § 1 και 5 § 1 του ΑΝ 539/1945, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/1957, 1 § 1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως «Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2081/1952, 7 του ΠΔ 88/1999 (ΦΕΚ A 94) με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετά αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας, προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη και άκυρη κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (ΑΠ 1180/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1240/2014, 1683/2012, ΜΕφΑΘ 1440/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη στην § 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω ΑΝ 539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 § 15 του Ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του, το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματος του λήψης αυτής (ΑΠ 1180/2017, 1174/2014, 1683/2012, ΜΕφΑΘ 1440/2023 ό.π.).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 εδ. β’ του ΑΝ 539/1945, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/1955 ορίζεται ότι «επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 του ΑΚ, προκύπτει ότι ναι, μεν για την θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφρός αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΟλΑΠ 32/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1030, ΑΠ 1180/2017, 1174/2014, 1240/2014, 434/2011, 455/2010, 1658/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑΘ 1440/2023 ό.π.).
Για να είναι δε ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η καταβολή στον μισθωτό προσαύξησης των αποδοχών άδειας κατά 100%, λόγω μη χορήγησης της άδειας εντός του έτους κατά την οποία την εδικαιούτο, απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφό της, εκτός των άλλων, ότι αυτός υπέβαλε αίτημα προς τον εργοδότη για τη χορήγηση της άδειάς του και ο τελευταίος, από υπαιτιότητά του, δεν την χορήγησε ( ΑΠ 581/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 92 ΜΕφΑΘ 1440/2023 ό.π.).
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.