Κατά το άρθρο 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας, που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ κατά τη λειτουργία της σύμβασης έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους, που συμφωνήθηκε να τον βαρύνουν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 325 του ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή προς την οφειλή του, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Το δικαίωμα επίσχεσης, που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή, μπορεί να προταθεί και στη σύμβαση εργασίας, αν ο εργοδότης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργαζομένου, που απορρέουν από τη σύμβαση ή το νόμο. Έτσι, ο εργαζόμενος δικαιούται να ασκήσει επίσχεση της παροχής της εργασίας του, αρνούμενος να εργαστεί, εωσότου ικανοποιηθούν οι ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του, μέχρι της καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών (ΑΠ 1303/2005 ΔΕΕ 2005. 1333, ΑΠ 1209/1999 ΔΕΝ 2001. 227, ΑΠ 197/1995 ΕΕργΔ 1996. 170).
Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκήσει ο μισθωτός και προκειμένου ο εργοδότης να εκπληρώσει άλλο (πλην της καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών) ουσιώδη όρο της εργασιακής σύμβασης, από την παράβαση του οποίου έχει δημιουργηθεί ενδεχομένως ληξιπρόθεσμη αξίωση του εργαζομένου (ΕφΘεσ 611/1995 ΔΕΝ 1996, σελ. 1165). Ο εργαζόμενος ασκεί το δικαίωμά του με δήλωση προς τον εργοδότη, ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του πληρώσει τις καθυστερούμενες αποδοχές του ή ενδεχομένως να εκπληρώσει άλλο ουσιώδη όρο της σύμβασης.
Η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ, κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014).
Αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, εφόσον δηλαδή δεν καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές και δεν εκπληρώσει άλλο, ουσιώδη πάντως, όρο της σύμβασης ή δεν προβαίνει ο ίδιος σε νόμιμη και μη παραβιάζουσα τα αξιολογικά όρια που θέτει το άρθρο 281 του ΑΚ καταγγελία της εργασιακής σύμβασης (ΑΠ 1412/1986 ΕΕργΔ 1987. 817)], να πληρώνει στον εργαζόμενο (που έχει ασκήσει νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του) τις αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά (άρθρο 656 του ΑΚ, ΑΠ 1209/1999 ό.π., ΑΠ 197/1995 ό.π., ΑΠ 1412/1986 ΕΕργΔ 1987. 817, ΕφΘεσ 611/1995, ό.π.) και δεν έχει (ο εργοδότης) το δικαίωμα, να Θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας ως εκ της μη παροχής των υπηρεσιών του εργαζομένου και εφόσον αποκρούει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (καταβολή αποζημίωσης και έγγραφη καταγγελία), καθίσταται υπερήμερος (ΑΠ 1412/1986 ΕλΔ 1987, σελ. 1030).
Η υπερημερία του εργοδότη παύει είτε με την προσήκουσα καταβολή των οφειλομένων ή την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της σύμβασης, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο (ΕφΘεσ 611/1995 ό.π.]. Επίσης, παύει, όπως προαναφέρθηκε, και με τη νόμιμη καταγγελία της εργασιακής σχέσης εκ μέρους του εργοδότη, εκτός αν η καταγγελία προκλήθηκε από την επίσχεση εργασίας και γίνεται από λόγους εκδίκησης του εργοδότη λόγω της άσκησής της, οπότε και είναι άκυρη ως προφανώς καταχρηστική (ΕφΑΘ 11510/1989 ΝοΒ 38. 651).
Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση της αξιώσεως του εργαζομένου και εν γένει του ασκούντος τούτο, αλλά μόνον προς εξασφάλιση της, ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλομένης αντιπαροχής (ΑΠ 1096/2018, ΑΠ 114/2017). Κατά το χρονικό διάστημα ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος, ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικώς της υποχρεώσεως παροχής της εργασίας, μη υποχρεούμενος μετά την άρση της επισχέσεως στην παροχή της εργασίας κατ` άλλον χρόνο, ενώ ο εργοδότης είναι υπερήμερος- και οφείλει αποδοχές υπερημερίας.
Κατά το χρόνο υπερημερίας του εργοδότη, ο μισθωτός όχι μόνο δεν υποχρεούται να προσφέρει εργασία, αλλά δικαιούται και να απασχοληθεί αλλού για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι πρέπει παράλληλα να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμος προς εργασία στη διάθεση του εργοδότη, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο αρθεί η υπερημερία του ( ΕφΑθ 3210/2023, ΝΟΜΟΣ].
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.