Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγό του ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή.
Από την πιο πάνω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι για την ανάκληση της δωρεάς απαιτείται παράπτωμα του δωρεοδόχου, το οποίο να είναι βαρύ και να συνιστά αχαριστία αυτού.
Ως αχαριστία, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που κρατούν στην κοινωνία, η οποία πρέπει να οφείλεται σε υπαιτιότητά του και είναι δυνατόν να του καταλογιστεί. Πρέπει, δηλαδή, ο δωρεοδόχος να εξέλθει από την παθητική απλώς κατάσταση της αγνωμοσύνης και να προβεί έναντι του δωρητή σε ενέργειες ένοχες, που συνιστούν βαρύ παράπτωμα έναντι αυτού και των λοιπών ως άνω προσώπων, η αντικοινωνική δε συμπεριφορά ή διαγωγή του να προσβάλλει άμεσα αγαθά αυτών, ώστε να μαρτυρεί έναντι αυτού αχαριστία.
Έτσι αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη, λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει λόγω γήρατος συνοδευόμενης από ασθένεια. Η αδιαφορία αυτή, λόγω των συνθηκών κάτω από τις οποίες ευρίσκεται ο δωρητής, είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, εις τρόπον ώστε, όταν συντρέχει να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε με τη σύμβαση της δωρεάς τέτοια υποχρέωση. Το ζήτημα δε, αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσης του, εκτιμά την εν λόγω συμπεριφορά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, και λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή του στενού συγγενούς του, αποφαίνεται αν η υπ` αυτού γενομένη δεκτή, ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας συμπεριφορά του δωρεοδόχου, συνιστά και στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία.
Εξάλλου, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ, ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς το δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και συνεπώς μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή, πρέπει δε να αναφέρεται σε αυτή και ο λόγος της ανάκλησης της δωρεάς για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, τα οποία, βεβαίως, μπορεί να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν το αντικείμενο της απόδειξης, ενώ η μη αναφορά στη δήλωση του λόγου ανάκλησης, καθιστά ανίσχυρη την ανάκληση, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της ανάκλησης. Επιφέρει δε η δήλωση περί ανάκλησης της δωρεάς τα νόμιμα αποτελέσματά της, από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της απόδειξης της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανακλήσεως (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011). Κατά συνέπεια, για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανάκλησης της δωρεάς, πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 35/2020, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014). (ΑΠ 402/2023, Ιστοσελίδα ΑΠ).
Τέλος, κατά το άρθρο 512 ΑΚ «δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν μπορούν να ανακληθούν». Δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, μη υποκείμενες σε ανάκληση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που αντικειμενικά, κατά τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, όπως οι σχέσεις συγγένειας ή φιλίας, ασχέτως προς τα ελατήρια της βούλησής του, ενώ δωρεές από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνες που ανταποκρίνονται στις κοινωνικές συνήθειες ή απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνονται από κοινωνική υποχρέωση. Το ηθικό καθήκον πρέπει να είναι ιδιαίτερο. Δεν αρκεί, δηλαδή, το κοινό ηθικό καθήκον το οποίο έχει κάθε άνθρωπος προς τους συνανθρώπους του, αλλά πρέπει να συνιστά επιπλέον ηθική επιταγή, θεμελιωμένη στην ιδιαίτερη σχέση του δωρητή προς τον δωρεοδόχο. Στις δωρεές αυτές εμπίπτει, κατά την έννοια της προηγουμένης διάταξης και η ανταποδοτική δωρεά, δηλαδή αυτή με την οποία ο δωρητής σκοπεί να ανταμείψει υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν από τον δωρεοδόχο, ο οποίος δεν μπορούσε να αξιώσει εκ του νόμου αμοιβή από τον δωρητή για την παροχή τους. Η φύση της συναπτόμενης σύμβασης δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνεται σ’ αυτήν από τους συμβαλλόμενους, αλλά ο χαρακτηρισμός της αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του από το περιεχόμενο όσων έχουν συμφωνηθεί και καθορίζει τους προσιδιάζοντες στη σχέση κανόνες δικαίου, προσφεύγοντας, αν υπάρχει ανάγκη, και σε στοιχεία ευρισκόμενα έξω από τη σύμβαση, όταν αυτά συνδέονται με τα συμφωνηθέντα κατά τρόπο που επηρεάζει το αποτέλεσμα. Έτσι μόνες οι δηλώσεις στο συμβόλαιο της δωρεάς για παραίτηση του δωρητή από το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς και αναγνώριση ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον δεν είναι ικανές να αποτυπώσουν το νομικό χαρακτήρα της δωρεάς ή να παράσχουν πλήρη ως προς αυτόν τον χαρακτήρα απόδειξη, ώστε να αποκλείεται να διαταχθεί εμμάρτυρη απόδειξη, ως τάχα αντίθετη με το περιεχόμενο δημόσιου εγγράφου (ΑΠ 39/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 85/2020). (ΑΠ 1736/2022, ΤΝΠ Νόμος).
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.