Δικηγορικό Γραφείο
Ποινική καταδίκη λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών και η δυνατότητα παραγραφής επιμέρους πράξεων

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α' και παρ. 2 του Ν. 3996/2011, "1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α' 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α' του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, "1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις (ΑΠ 232/2022, ΑΠ 1157/2020).

Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του ΑΝ 690/1945 στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιμα για την θεμελίωση του αναφερομένου εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Επίσης, επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και εάν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης (ΑΠ 249/2021, ΑΠ 948/2020, ΑΠ 231/2019, ΑΠ 1372/2019 ΑΠ 135/2019, ΑΠ 994/2019, ΑΠ 443/2018, ΑΠ 337/2018).

Σε περιπτώσεις, συνεπώς, ενδεικτικώς όπου: α) παρότι η φερόμενη ως εργοδότρια επιχείρηση είναι ανώνυμη εταιρεία, δεν διαλαμβάνονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο (ΦΕΚ διορισμού κλπ), ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων της, αφού η ανώνυμη εταιρεία κατά νόμο (άρθ.18 παρ.1 του ν.2190/1920, ήδη αρθρ.77 παρ.1 ν.4548/2018) εκπροσωπείται από το Δ.Σ της που ενεργεί συλλογικά, αλλά αναφέρεται απλώς ότι ο κατηγορούμενος είναι Πρόεδρος της εταιρείας, χωρίς όμως να μνημονεύεται το χρονικό διάστημα που κατείχε τη θέση αυτή, πως απέκτησε την ιδιότητα αυτή, πόθεν προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας εκ μέρους του και εντεύθεν η ευθύνη του για την καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων στην εν λόγω εταιρεία, β) δεν αναφέρονται τα στοιχεία της εργασιακής σχέσης εκάστου των εργαζομένων στην οποία εδράζονται οι μηνιαίες και οφειλόμενες αποδοχές τους (ήτοι, ατομική, συλλογική, διαιτητική σύμβαση εργασίας κλπ), γ) δεν μνημονεύεται πότε κατέστη ληξιπρόθεσμη η κάθε επί μέρους οφειλή, ούτε ο χρόνος που ο κατηγορούμενος όφειλε να καταβάλει τις καθυστερούμενες επί μέρους αποδοχές σε έκαστο εργαζόμενο (δεδουλευμένες αποδοχές, υπερωρίες κλπ), η καταδικαστική απόφαση στερείται, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νομίμου βάσεως ενόψει του ότι καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προμνημονευμένων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

Τέλος, η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασής του (ΑΠ 5/2020), οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν ένας, τουλάχιστον, παραδεκτός λόγος αναίρεσης από αυτούς που αναφέρονται, περιοριστικά, στο άρθρο 510 του ΚΠΔ και αυτός θα κριθεί βάσιμος (ΑΠ 395/2022).

Τέλος, στην περίπτωση της κατ’ εξακολούθηση (άρθρο 98 ΠΚ)τέλεσης του αδικήματος της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών άρθ. 28 παρ.1 ν.3996/2011), οι μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους ( ΑΠ 774/2023, www.areiospagos.gr) και δύναται να υποπέσουν, έστω μερικώς σε παραγραφή.

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News