Σύμφωνα με το άρθρο 66§1 του ν. 4808/2021 (ΦΕΚ τ. A 101/19.06.2021) «Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον : α)..... ή β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως….».
Περαιτέρω, από τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας ως δικαιοπραξίας προκύπτει ότι μια καταγγελία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική εξαιτίας έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης των λόγων για τους οποίους ο εργοδότης προέβη σε αυτήν. Δικονομική συνέπεια της παραδοχής αυτής αποτελεί η παράγραφος 1 του άρθρου 338 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος φέρει το βάρος της απόδειξης, προκειμένου να υποστηρίξει μια αίτηση ή ανταίτησή του.
Ο νομοθέτης με το άρθρο 2 του Ν. 4808/2021 επιδίωξε να ενισχύσει την ουσιαστική προστασία του εργαζομένου από την απόλυση εισάγοντας μια μερική εξαίρεση από την παράγραφο 1 του άρθρου 338 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, λοιπόν με την παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Ν 4808/2021: «Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την ..πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους της παρ. 1, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο». Η εν λόγω διάταξη αναπτύσσει ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική του διάταξη του άρθρου 80 αυτού, στις καταγγελίες που λαμβάνουν χώρα μετά την θέση του τελευταίου νόμου σε ισχύ, ενώ δεν καταργεί την προειρημένη διάταξη του άρθρου 5§6 ΑΝ 539/45, αφού δεν περιλαμβάνεται στις καταργούμενες με αυτόν διατάξεις. Από την διατύπωση του άρθρου προκύπτει ότι αν στα Δικαστήριο ο εργαζόμενος ενάγων επικαλεστεί γεγονότα που αποδεικνύουν ότι η απόλυση πραγματοποιήθηκε για έναν από τους οριζόμενους, στην παράγραφο 1 του άρθρου 66 του ίδιου νόμου λόγους, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον λόγο αυτό. Επομένως, υφίσταται μερική αντιστροφή του βάρους της απόδειξης από τον εργαζόμενο στον εργοδότη. Ο εργοδότης δεν καλείται να αποδείξει ένα θετικό γεγονός όπως λ.χ. ότι η απόλυση πραγματοποιήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, αντιθέτως οφείλει να αποδείξει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν πραγματοποιήθηκε για έναν από τους λόγους της παρ. 1. του άρθρου 66, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται ο αιτιώδης χαρακτήρας της καταγγελίας, και ταυτόχρονα να διευκολύνεται η συναγωγή της δικανικής κρίσης ως προς την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στα ιστορικό της υπόθεσης και του λόγου της καταγγελίας.
Από την ρητή αναφορά της λέξης «πεποίθηση» στη διάταξη αναφύεται ένα ερμηνευτικό ζήτημα, το οποίο απαντάται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4808/201 η οποία ορίζει ότι· «Εάν αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόλυση είναι απαγορευμένη, ο εργοδότης φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο». Σε κανένα σημείο, στην αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται η λέξη πεποίθηση και ούτε από το γράμμα αυτής προκύπτει ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να απαλλάξει πλήρως τον ενάγοντα μισθωτό από την απόδειξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν τα πραγματικά γεγονότα της νομικής βάσης στην οποία θεμελιώνει το αίτημά του.
Η ευχέρεια που παρέχει η λέξη «πεποίθηση» αφορά μόνο τον αιτιώδη σύνδεσμο των περιστατικών που έχουν ήδη αποδειχθεί και του λόγου της απόλυσης και έγκειται στο ότι για να ανατραπεί αυτή αιτιώδης σχέση αρκεί και πιθανότητα και όχι μόνο βεβαιότητα. Η απόκλιση συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος δεν απαιτείται να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το ότι η απόλυσή του έγινε για κάποιον από τους μη επιτρεπόμενους λόγους της παρ.1 του άρθρου 66 Ν.4808/2021. Αρκεί να αποδείξει περιστατικά ικανά να στηρίξουν ως μάλλον πιθανό το συμπέρασμα ότι υφίσταται τέτοια αιτιώδης συνάφεια Συνεπώς, προβλέπεται οιονεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης κατά μερική απόκλιση απότον κανόνα του άρθρου 338 ΚΠολΔ.
Η αντιστροφή δεν βρίσκει εφαρμογή σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις άκυρης απόλυσης, πλην δηλαδή των απαριθμούμενων στον νόμο. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι ο ενάγων αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι στο πρόσωπό του συντρέχει προστατευόμενη κατάσταση ή ιδιότητα [εκτός αν αυτό αρκεί εξ αντικειμένου για την απαγόρευση της καταγγελίας, π.χ. κατά τη διάρκεια της άδειας] ή ότι άσκησε συγκεκριμένο δικαίωμα · θα πρέπει να επικαλεστεί και περιστατικά [ενδείξεις] που καθιστούν ως μάλλον πιθανό το συμπέρασμα ότι τα ανωτέρω συνδέονται, ως μόνο ή κρίσιμο κινήσαν αίτιο, με την απόλυση. Βασική τέτοια ένδειξη είναι η ύπαρξη χρονικής συνάφειας μεταξύ των δικών του ενεργειών και της απόλυσης. Εφόσον ο εργαζόμενος ανταποκριθεί στις δικές του δικονομικές υποχρεώσεις, κατά τα άνω, μετατίθεται στον εργοδότη το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει δημιουργώντας πλήρη δικανική πεποίθησή ότι η απόλυση δεν έγινε για το λόγο αυτό.
Η τυπική μετακύλιση του βάρους απόδειξης στον εργοδότη επαναπροσδιορίζει τον κανόνα του άρθρου 621 παρ.2 εδ: β ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο ερημοδικίας του άρθρου 271 παρ.3 ΚΠολΔ και δεν επέρχονται οι δυσμενείς συνέπειες της ομολογίας ή της παραίτησης για τον ερημοδικασθέντα διάδικο.
Η εφαρμογή της παρ.2 του άρθρου 66 οφείλει να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση να αποδείξει πλήρως τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του και της καταγγελίας, που είναι, το αδύναμο αποδεικτικά σημείο, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι, έως τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις-που εξετάζονταν υπό το πρίσμα της ΑΚ 281 ερευνάτο αν η απόλυση ήταν αποτέλεσμα εμπάθειας του εργοδότη λόγω της προηγηθείσας συμπεριφοράς του εργαζομένου, αλλά και, έτι μάλλον, αν το μη αρεστό της συμπεριφοράς του εργαζομένου στον εργοδότη ήταν το αποφασιστικό κίνητρο και όχι κάποιος άλλος, αντικειμενικός, λόγος που πιθανώς παράλληλα συνέτρεχε ( ΜΠΑ 1189/2023).
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.