Από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 π.δ./ 34/1995 και 13 παρ. 1 εδ. β’ ν. 4242/2014 συνάγεται ότι το έγγραφο λύσης της εμπορικής μίσθωσης πρέπει να είναι μεταγενέστερο από τη σύμβαση σύναψης της μίσθωσης (νεότερη συμφωνία) και να έχει βέβαιη χρονολογία.
Σκοπός της βέβαιης χρονολογίας είναι να αποδεικνύεται ότι πράγματι το έγγραφο αυτό έχει συνταχθεί μετά τη σύναψη της μίσθωσης.
Η απόκτηση της βέβαιης χρονολογίας επέρχεται με τους τρόπους που ορίζει το άρθρο 446 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και σύμφωνα με το οποίο: «το ιδιωτικό έγγραφο αποκτά βέβαιη χρονολογία ως προς τους τρίτους μόνο όταν το θεωρήσει συμβολαιογράφος ή άλλος δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος κατά το νόμο ή όταν πεθάνει ένας από εκείνους που το υπέγραψαν ή όταν το ουσιώδες περιεχόμενό του αναφερθεί σε δημόσιο έγγραφο ή όταν υπάρξει άλλο γεγονός που κάνει με ανάλογο τρόπο βέβαιη τη χρονολογία. Η θεώρηση γίνεται με τη σημείωση επάνω στο έγγραφο της λέξης ‘θεωρήθηκε’ και της χρονολογίας».
Εξάλλου, για να εκπληρωθεί ο σκοπός των άρθρων 5 παρ. 1 π.δ. 34/1995 και 13 παρ. 1 εδ. β’ ν. 4242/2014, θα πρέπει στο έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, εκτός από τη θεώρηση και τη χρονολογία, να βεβαιώνεται ότι οι συμβαλλόμενοι υπέγραψαν ενώπιον του βεβαιούντος υπαλλήλου. Οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 π.δ. 34/1995 και 13 παρ. 1 εδ. β’ ν. 4242/2014 που, για την απόδειξη της αντίθετης μεταγενέστερης συμφωνίας των συμβαλλομένων για λύση της μίσθωσης, απαιτούν έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (η δυνατότητα κατάρτισης της οποίας πηγάζει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ), έχουν ως δικαιολογητικό λόγο την αποφυγή της καταστρατήγησης, σε βάρος ενός των συμβαλλομένων, της ίδιας διάταξης, σε σχέση με τη χρονική διάρκεια της μίσθωσης, με την ταυτόχρονη κατάρτιση μεταχρονολογημένης συμφωνίας, με την οποία εμφανίζεται ότι συμφωνήθηκε, μετά την κατάρτιση της σύμβασης της μίσθωσης, η λύση της.
Από τον σκοπό της θέσπισης της διάταξης προκύπτει ότι ο περιορισμός που θεσμοθετείται με αυτήν, ως προς τον τρόπο απόδειξης της αντισυμφωνίας για πρόωρη λύση της μίσθωσης, έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση και μόνο που η ανάγκη της απόδειξης της αντισυμφωνίας ανακύπτει χωρίς να έχουν επέλθει τα αποτελέσματα της λύσης. Αντιθέτως, η οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο και η απόδοση αυτού, προς το σκοπό να λυθεί η μίσθωση, στον εκμισθωτή, ο οποίος δεν αρνείται την παραλαβή του, συνεπάγεται την άμεση λύση της μίσθωσης. Η απόδειξη της λύσης της μίσθωσης που επέρχεται με τον τρόπο αυτό συντελείται με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, διότι η λύση αυτή της μίσθωσης δεν απορρέει από τη συμφωνία των μερών, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του π.δ. 34/1995, κατά την οποία η μίσθωση μπορεί να λυθεί με νεότερη συμφωνία, που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής σύμβασης. Έτσι, η εκούσια επιστροφή των κλειδιών του μισθίου, δηλαδή η απόδοση της χρήσης τούτου στον εκμισθωτή και η εκ μέρους αυτού παραλαβή τους χωρίς καμία επιφύλαξη ενέχει σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής συμβάσεως. (ΑΠ 971/2022, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 526/2017, ΝΟΜΟΣ)
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σα