Την 31-08-2024 εισήχθη στην Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά στην εναρμόνιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών με τις αλλαγές που ορίστηκαν στον Νόμο 5108/2024 (ΦΕΚ Α’ 65/02-05-2024), και αφορούν την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της χώρας μας, όπως και την χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.
Ουσιαστικά, επέρχεται μια ριζική αναδιαμόρφωση των δικαστηρίων, με κατάργηση ήδη υπάρχοντων (Ειρηνοδικεία), την εισαγωγή των όρων Περιφερειακά Πρωτοδικεία και Παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου και τον καταμερισμό των υποθέσεων που θα δικάζουν οι νέοι δικαστικοί σχηματισμοί. Όλες οι αλλαγές είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάσουν την υπομονή και την επιμονή όλων των συμμετεχόντων στην απονομή της δικαιοσύνης, (δικηγόρων, δικαστών, υπαλλήλων), με τελικό αποδέκτη όλων αυτών τον πολίτη, ο οποίος θα αναζητήσει την δικαίωσή του στις νέες δικαστικές αίθουσες.
Ο νέος αυτός νόμος, που έρχεται να προστεθεί σε σωρεία νομοθετικών παρεμβάσεων στο χώρο της δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια, αποσκοπεί στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μέσω της αναδιάρθρωσης των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και του καθορισμού της έδρας και της περιφέρειάς τους με σκοπό την επιτάχυνση και την ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης, στην ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στη δικαιοσύνη με αναλογική κατανομή ανθρώπινων πόρων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δικαστικών υπηρεσιών, στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, στην απαλλαγή των διευθυνόντων τα δικαστήρια από τα διαχειριστικά τους καθήκοντα (εκτός των δικαστικών - δικαιοδοτικών τους καθηκόντων), όπως προμήθειες, επισκευές/συντήρηση δικαστικών κτιρίων.
Όλα τα παραπάνω ηχούν πολύ ουσιώδη, αλλά μένει να αποδειχθεί στην πράξη αν όντως θα βοηθήσουν στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης και την παραγωγή αξιόλογου έργου από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης ή θα καταστούν τροχοπέδη στην εξομάλυνση της παροχής ποιοτικότερων υπηρεσιών στο χώρο της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, σκοπός είναι να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και της καθυστέρησης στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων στην Ελλάδα. Είναι κοινώς γνωστό ότι η απονομή της δικαιοσύνης στην χώρα μας ουκ ολίγες φορές κινείται σε ρυθμούς χελώνας και δοκιμάζει τα όρια της υπομονής και της αξιοπιστίας όλων των πολιτών. Ο νόμος 5108/2024, μεταξύ άλλων, αποτυπώνει ως βασικό ανασχετικό παράγοντα του ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης την άνιση κατανομή εργασίας στους δικαστές του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (ειρηνοδίκες - πρωτοδίκες).
Γι’ αυτό, και προκρίθηκε ως λύση η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, με την κατάργηση των ειρηνοδικείων ως θεσμού του δικαστικού μας συστήματος.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, ο συγκεκριμένος τρόπος ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας επιλέχθηκε, καθώς, σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice, CEPEJ), των σχετικών επιτροπών και ομάδων εργασίας, αλλά και της πρακτικής, δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα σε δικαστήρια με λιγότερο από 15 υπηρετούντες δικαστές, τα οποία στην Ελλάδα αποτελούν την πλειοψηφία των δικαστικών σχηματισμών.
Με τις προωθούμενες αλλαγές βέβαια, μόνο στο Πρωτοδικείο Αθηνών, το μεγαλύτερο Πρωτοδικείο στην επικράτεια, θα υπηρετούν συνολικά 740 δικαστές, επιφορτισμένοι με όλα το φάσμα των πολιτικών και ποινικών υποθέσεων.
Επιπροσθέτως, κρίθηκε αναγκαίο να εναρμονιστεί το σύστημα πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με το ισχύον σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης, ήτοι με ένα μόνο δικαστήριο στον πρώτο βαθμό (πρωτοδικείο). Βέβαια, υπάρχουν φαινόμενα ακραίας καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης και στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, γεγονός που έχει οδηγήσει στην καταδίκη της χώρας μας πολλάκις από τους αρμόδιους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Επιπλέον, κρίθηκε αναγκαίο να τερματιστεί η ανορθολογικότητα της εκδίκασης, από ξεχωριστά δικαστήρια και δικαστές, υποθέσεων με μόνο κριτήριο το χρηματικό όριο των 20.000 ευρώ, μολονότι εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, προκρίθηκε, ως λύση στο πρόβλημα, η ενοποίηση των ειρηνοδικείων με τα πρωτοδικεία, με στόχο την ύπαρξη δικαστηρίων με σωστή κατανομή δικαστών και υποθέσεων αναλογικά με τον πληθυσμό.
Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του νόμου προβλέπεται η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των εδρών των πρωτοδικείων. Οι κεντρικές και οι παράλληλες έδρες των πρωτοδικείων διατηρούν πλήρη καθ’ ύλη αρμοδιότητα πρωτοδικείου, ενώ οι περιφερειακές έδρες, δηλαδή τα τέως ειρηνοδικεία, εκδικάζουν υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και μονομελούς πλημμελειοδικείου, πλην των αυτόφωρων.
Προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, διενεργούνται σε ειδικά προανακριτικά τμήματα, που συστήνονται στις έδρες πρωτοδικείων και στις παράλληλες έδρες αυτών, όπου λειτουργούσαν πταισματοδικεία, και με αρμοδιότητα αντίστοιχη των πταισματοδικείων που λειτουργούσαν στα καταργούμενα ειρηνοδικεία. Προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση δύναται, επίσης, να διενεργούνται στις έδρες πρωτοδικείων, όπου δεν λειτουργούσαν πταισματοδικεία, καθώς και σε περιφερειακές έδρες.
Εν συνεχεία, στο άρθρο 6 καταγράφονται αναλυτικά όλες οι έδρες και οι περιφέρειες των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων πρώτου βαθμού.
Μένει λοιπόν να αποδειχθεί στην πράξη αν οι επερχόμενες αλλαγές θα βελτιώσουν την απονομή της δικαιοσύνης στην χώρα μας ή εν τέλει θα δημιουργήσουν περισσότερες ανορθογραφίες, που με τη σειρά τους θα γεννήσουν περισσότερες αδικίες και την ανάγκη διόρθωσης αυτών με νέες νομοθετικές παρεμβάσεις.
*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.