Δικηγορικό Γραφείο
Η αυτοδίκαιη παύση ισχύος της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων επί προσωρινής επιδίκασης απαίτησης

Επί προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων (728 ΚΠολΔ), η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά τη σχετική απόφαση, παύει αυτοδικαίως να ισχύει, (α) αν μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευσή της, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση δεν ασκήσει αγωγή για την απαίτηση που επιδικάσθηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης (729 παρ. 5 ΚΠολΔ) και β) αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης (730 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Συνεπώς, η τυχόν καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, που έγινε από τον οφειλέτη στο δανειστή, σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία επιδικάστηκε προσωρινή απαίτηση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 728 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να προταθεί από αυτόν (οφειλέτη) στη δίκη που αφορά στην κύρια υπόθεση, ως αποσβεστικός λόγος της οφειλής του, διότι η διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί οικειοθελούς παροχής του οφειλέτη (βλ. I. Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 2010, σελ. 291, πρβλ. Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Ατυχήματα, εκδ. 1998, παρ. 2744, σελ. 909). Εάν δε ο αϊτών κερδίσει ακολούθως την κύρια δίκη, τυχόν καταβολές που έχουν γίνει προς αυτόν από τον καθ’ ου (και στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης) θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης απαίτησης και πρέπει, κατά την μία γνώμη, να προαφαιρούνται μόνο κατά την εκτέλεση [βλ. π.χ. ΕφΑΘ 3854/2009 ΕλλΔνη 50(2009). 196, ΕφΔωδ 329/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 8240/2003 ΕλλΔνη 45(2004), 1459, ΕφΑΘ 7548/02 ΕλλΔνη 44(2003).800, ΕφΑΘ 5949/2001 ΕλλΔνη 43(2002).1442], ενώ το σχετικό αίτημα μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο της κύριας δίκης (βλ. Τριανταφυλλίδης, Ασφαλιστικά Μέτρα, Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως, ΕλλΔνη 1983. 934 επ.).

Συμπερασματικά, στην περίπτωση που επιδικάζεται προσωρινά απαίτηση με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και επακολουθήσει έγερση τακτικής αγωγής για την υπόθεση και γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, αν τυχόν έχει καταβληθεί ποσό στον αιτούντα, σε εκτέλεση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων περί προσωρινής επιδικάσεως, είναι φανερό ότι το ποσό που καταβλήθηκε προσωρινά, αποτελεί προκαταβολή της οριστικής διατροφής, η οποία ακολούθως του επιδικάζεται και ότι το ποσό που καταβλήθηκε δεν συμψηφίζεται με το επιδικαζόμενο στην κυρία δίκη, αλλά καταλογίζεται στην εκτέλεση.

Ειδικότερα, στις διατάξεις της § 1 του άρθρου 730 ΚΠολΔ ορίζεται ρητά ότι παύει αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης που επιδίκασε προσωρινά απαίτηση, αν δημοσιευτεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης, ενώ στην § 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν απορριφθεί τελεσίδικα κατ’ ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι εάν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης, αυτοδικαίως παύει η ισχύς της απόφασης, που επιδίκασε προσωρινά απαίτηση ή μεταρρύθμισε προσωρινά απόφαση περιοδικών παροχών. Η απόφαση αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος ακόμη και για οφειλόμενες δόσεις του χρονικού διαστήματος που αυτή ίσχυε, δηλαδή στην ουσία αίρεται και πάλι αυτοδικαίως το αντίστοιχο ασφαλιστικό μέτρο. Τα ποσά που καταβλήθηκαν ενώ η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων έχει ήδη αποδυναμωθεί, αναζητούνται αμέσως κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 730 ΚΠολΔ κατά την άποψη που ασπάζεται το παρόν Δικαστήριο. Αν η τακτική αγωγή γίνει δεκτή και επιδικαστεί οριστικά η απαίτηση, οι Προσωρινές καταβολές ισχύουν ως αποσβεστικές προκαταβολές, καταλογιζόμενες κατά την εκτέλεση, εφόσον δεν έχουν προαφαιρεθεί. Σε περίπτωση που έχει καταβληθεί μεγαλύτερο ποσό στο πλαίσιο της προσωρινής επιδίκασης, γεννάται αξίωση προς απόδοση αυτού. Για την επιδίκαση της αξίωσης αυτής δεν απαιτείται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής, αλλά αίτηση, η οποία υποβάλλεται είτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το δικόγραφο της έφεσης ή και ακόμα και με τις προτάσεις είτε στο δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση (βλ. ΕφΑΘ 7517/1986 ΕλλΔνη 1987.1080, ΕφΑΘ 5432/1979 ΝοΒ 1979.1638, ΕφΑΘ 6337/1976 ΝοΒ 1976.1110, ΕφΑθ 5355/2022 ΝΟΜΟΣ).

Η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα έχει μεν προσωρινή ισχύ με την έννοια ότι δεσμεύει και μπορεί να εκτελεστεί ενόσω δεν έχει καταλυθεί, όμως και μετά την κατάλυσή της καλύπτει μόνιμα με τον μανδύα της νομιμότητας τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε σε συμμόρφωση μ` αυτή, αφού κατά την κρατούσα γνώμη η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ακριβώς δεν είναι αποτέλεσμα ένδικου μέσου (παρά μόνο στην περίπτωση του άρθρ. 734§3 ΚΠολΔ), δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά την νομιμότητα της διατήρησής τους και συνεπώς δεν οδηγεί σε αναδρομική άρση των συνεπειών τους, προπάντων αν πρόκειται να θιγεί η ασφάλεια του δικαίου (ΟλΑΠ 497/ 1978).

Έτσι η κατάλυση γενικώς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, μόνον κατ` εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν αφορά προσημείωση υποθήκης (άρθρ. 1277 σε συνδυασμό με άρθρ. 1331 και 1280 εδ.β ΑΚ) ή στην περίπτωση του άρθρ. 730§2 ΚΠολΔ και βέβαια όταν πρόκειται για απόφαση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής που εξαφανίσθηκε ύστερα από έφεση. Αντίστοιχα δεν ανατρέπεται αναδρομικά, αλλά μόνον για το μέλλον και το δεδικασμένο, που απορρέει από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καλύπτει αυθεντικά το αντικείμενο της σχετικής δίκης. Με την ειδικότερη αυτή έννοια η προσωρινή ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζει ως προσωρινό και το δεδικασμένο της, το οποίο πάντως κάμπτεται έμμεσα όταν εκτοπισθεί από το δεδικασμένο της απόφασης για την κύρια δίκη.

Ως κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νοούνται συστηματικά οι περιπτώσεις της αυτοδίκαιης αποδυνάμωσής της κατά τα άρθρ. 693§2, 694§2, 715§5, 727, 729§5, 730§1 ΚΠολΔ και της ανάκλησης ή μεταρρύθμισής της με δικαστική απόφαση κατά τα άρθρ. 696-698, 702§2εδ.β ΚΠολΔ, όπως επίσης και η εξαφάνιση ειδικά της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ύστερα από έφεση κατά το άρθρ. 734§3 ΚΠολΔ, ενώ υπό ευρεία έννοια κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων συνιστά και η ανάλωσή της κατά το περιεχόμενό της με εκούσια προς αυτή συμμόρφωση, αναγκαστική εκτέλεσή της ή και εκ των πραγμάτων (βλ. και ΟλΑΠ 497/1978, ΑΠ 75/2014 ΝΟΜΟΣ. ΜονΠρΧανίων (ΑσφΜ) 1/2022, ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 730 παρ. 1 του ΚΠολΔ η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση παύει αυτοδικαίως να ισχύει, αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης. Με την εν λόγω διάταξη η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση παύει αυτοδικαίως (αναγκαστικώς) να ισχύει, δηλαδή χωρίς καμία πρόσθετη δικαιοπρακτική δήλωση των διαδίκων ή διαδικαστική ενέργεια του δικαστηρίου, με τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την ουσία της κύριας υπόθεσης.

Συνεπώς, δεν απαιτείται αίτηση ανάκλησης, κατ` απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 698 παρ.1 εδ. α`και β` ΚΠολΔ. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 730 παρ. 1 ΚΠολΔ εναρμονίζεται προς την αρχή ότι τα ασφαλιστικά μέτρα συνδέονται τελολογικά με την κύρια δίκη και έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η διασφάλιση κατά τρόπο αποτελεσματικό του προσωρινού χαρακτήρα της προσωρινής επιδίκασης της απαίτησης.

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 730 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ` ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί. Η αίτηση υποβάλλεται με τις προτάσεις ή με την έφεση και δεν απαιτείται η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου, εισάγει δε στην ουσία δίκη περί την εκτέλεση ασφαλιστικού μέτρου και αποτελεί περίπτωση επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση και ειδική ρύθμιση έναντι αυτής του άρθρου 914 ΚΠολΔ. ( ΑΠ 957/2021, ΝΟΜΟΣ).

Η διάταξη του άρθρου 730 παρ 1 ΚΠολΔ υπερισχύει εκείνης του άρθρου 698 παρ 1 ΚΠολΔ ( Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ 730 σελ 2442, ΜΠΑ 2134/1980 Δ 1980, 295, Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, Ασφαλιστικά Μέτρα τ. Α’ 2000,293).

Η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου της κύριας δίκης, είτε δέχεται είτε απορρίπτει την αγωγή, επιφέρει απλώς και μόνο με τη δημοσίευσή της την παύση αυτοδικαίως της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Η διάταξη, ως ειδική, υπερισχύει εκείνης του άρθρου 698 παρ 1. Έτσι, μετά τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την ουσία της κύριας υπόθεσης, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος, ακόμη και για οφειλόμενες δόσεις του χρονικού διαστήματος που αυτή ίσχυε, οι μέχρι τότε όμως καταβολές δεν ανατρέπονται πριν από την τελεσίδικη επιδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος. Ποσά, όμως, που καταβλήθηκαν, ενώ η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων είχε ήδη αποδυναμωθεί, αναζητούνται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 730 παρ 2 ΚΠολΔ. Δε μπορεί, βέβαια, να δικαιολογηθεί απόδοση των ήδη καταβληθέντων με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Χαμηλοθώρης, ΑσφΜέτρα, 2016).

* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News