Σύμφωνα με το άρθρο 1388 ΑΚ: «1. Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις τους. 2. Στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ' αυτό συμφωνεί και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του. 3. Με συμφωνία των συζύγων ο καθένας από αυτούς μπορεί να προσθέτει στο επώνυμό του το επώνυμο του άλλου. Η προσθήκη γίνεται με κοινή δήλωση ενώπιον του ληξιάρχου και ισχύει μέχρι να ανακληθεί ενώπιον του ληξιάρχου με κοινή δήλωση των συζύγων ή με μονομερή δήλωση οποιουδήποτε των συζύγων, η οποία κοινοποιείται στον άλλο σύζυγο. Αν ο γάμος λυθεί με διαζύγιο, η δήλωση θεωρείται ότι ανακλήθηκε. Αν ο γάμος λυθεί λόγω θανάτου, η προσθήκη εξακολουθεί να ισχύει, εκτός εάν ο επιζών σύζυγος συνάψει νέο γάμο ή προβεί σε ανακλητική δήλωση ενώπιον του ληξιάρχου».
Από την ανωτέρω διάταξη γίνεται αντιληπτή η επιθυμία του νομοθέτη να εναρμονίσει το δίκαιο όχι μόνο με τις σύγχρονες αντιλήψεις, αλλά και το ίδιο το ελληνικό σύνταγμα και την αρχή ισότητας των φύλων, η οποία, καίτοι για δεκαετίες αποτελούσε έναν «ήπιο κανόνα δικαίου» (solf law), χαράσσοντας αδρές γραμμές και πλαίσια δράσης, κατά τη δεκαετία του ’80 μπήκε στο επίκεντρο, ανατρέποντας μια σειρά χρόνιων αδικιών εις βάρος των γυναικών και υλοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα κοινωνικά αιτήματα της εποχής του. Πράγματι, μέχρι και την έκδοση του Ν. 1329/1983 είναι γνωστό ότι οι γυναίκες λάμβαναν το επώνυμο του συζύγου τους, ενώ σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 1649/1986 «γυναίκες που έχουν τελέσει γάμο πριν αρχίσει να ισχύει ο ν. 1329/1983, μπορούν να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο σύμφωνα με το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1329/1983, αφού υποβάλουν σχετική δήλωση στον αρμόδιο ληξίαρχο. Η δήλωση αυτή καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης».
Το ίδιο το άρθρο 15 του Ν. 1329/1983, δε, αποκρυσταλλώνοντας το γνωστό σύνθημα «δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, είμαι ο εαυτός μου», είχε την εξής μορφή: ««Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις τους. Στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ' αυτό συμφωνεί και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του», περιορίζοντας την λήψη του επωνύμου του συζύγου μόνο στη σφαίρα των κοινωνικών, εξωδικαιικών, βιοτικών σχέσεων. Ως εκ τούτου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η τρίτη παράγραφος του σημερινού άρθρου 1388 ΑΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 3719/21-11-08, με την οποία επιτρέπεται η προσθήκη του επωνύμου του ενός συζύγου στο επώνυμο του άλλου. Δικλείδα, δε, ασφαλείας, προκειμένου να μην διαταράσσεται η αρχής της ισότητας των φύλων, αλλά και για να μην αποτελεί η τροποποίηση αυτή πρόδηλη οπισθοδρόμηση τίθεται η «συμφωνία των μερών» καθιστώντας το 1388 παρ. 3 ΑΚ ενδοτικό και όχι αναγκαστικό κανόνα δικαίου. Παρά, ωστόσο, τις εγγυήσεις του νομοθέτη και την πρόθεσή του να παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία στη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των συζύγων, δεν θα ήταν ψέμα αν λέγαμε ότι η εν λόγω τρίτη παράγραφος δημιουργεί εύλογη απορία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια τροποποίηση που έλαβε χώρα 25 ολόκληρα χρόνια μετά τον εμβληματικό Ν. 1329/1983.
Νομοθετική αντιμεταρρύθμιση; Μια αλλαγή που αποκρυσταλλώνει τα κοινωνικά αιτήματα ενός είδους οικιακού φεμινισμού; Μια πραγματική ώθηση στην ελευθερία αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού; Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται όχι μόνο ότι το δίκαιο αποτελεί μια έμφυλη κατασκευή με αρσενικό πρόσημο, αλλά και ότι η γυναίκα χωρεί σε αυτό μόνο υπό τη μορφή της «νομοθετικής εξαίρεσης» ή «παραχώρησης».