Δικηγορικό Γραφείο
Η αξίωση αποζημίωσης μετά την αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης

Σύμφωνα με το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ: «Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε Αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα». Ειδικότερα:

Α. Προϋποθέσεις της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ
, είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ, δ) ζημία του καθ` ου η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως (ΑΠ 1437/2012, ΑΠ 1457/2006, ΑΠ 219/2003).

Συνεπώς, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μόνο η αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς τη, σωρευτική, συνδρομή και των λοιπών, ως άνω, προϋποθέσεων, δεν συνεπάγεται την κατάφαση της αποζημιωτικής ευθύνης εκείνου που την επέσπευσε, ούτε καθιστά, άνευ ετέρου, αδικοπρακτική τη συμπεριφορά του έναντι του καθ` ου, η οποία, συνακόλουθα, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο τη αμετάκλητης ακυρωτικής της εκτελέσεως αποφάσεως. Τούτο δε διότι αν το δεδικασμένο της ακυρωτικής αποφάσεως της εκτελέσεως κάλυπτε και την αδικοπρακτική συμπεριφορά του επισπεύδοντος δεν θα υπήρχε δικαιολογητικός λόγος να τεθεί ως προϋπόθεση της εφαρμογής της υπόψη διατάξεως, πέραν της αμετάκλητης ακύρωσης της εκτέλεσης και η συνδρομή της αδικοπρακτικής ευθύνης του επισπεύδοντος (ΑΠ 887/2019 ΝΟΜΟΣ).

Β. Το άρθρο 914 του Α.Κ. ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 914 του Α.Κ. για τη θεμελίωση αξίωσης από αδικοπραξία για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία (αρθρ. 299 και 932 του Α.Κ.) απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη ή παράλειψη του δράστη που είναι παράνομη δηλαδή να αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, β) η πράξη ή παράλειψη να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του δράστη, ακόμη και ελαφρά, γ) ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του Α.Κ., και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Αμέλεια υπάρχει κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 708/2004, 1084/2008). Όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, υποχρέωση αποζημίωσης υφίσταται μόνο αν υπήρχε υποχρέωση του υπαιτίου, προς ενέργεια της παραληφθείσης πράξης, από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδίως η προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, που επιβάλλει λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου (ΑΠ 1187/2009, ΑΠ 604/2009). Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) που στη συγκεκριμένη αδικοπραξία αρκεί να είναι και ελαφρά και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι` αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 1085/2013, ΑΠ 418/2013, ΝΟΜΟΣ)

Γ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1470/2011), αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, παρέχεται στον ζημιωθέντα γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημίωσης, αναγνωριστική ή καταψηφιστική, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΟλΑΠ 9/2010, ΑΠ 475/2017, ΑΠ 1468/2010).

Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, το άδικο, ως στοιχείο της καθιερούμενης αδικοπραξίας, εντοπίζεται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει οποιουδήποτε άλλου τίτλου εκτελεστού, εκτός από τελεσίδικη απόφαση ή προσωρινά εκτελεστή και μπορεί να συνίσταται σε λόγους ακυρότητας τόσο ουσιαστικούς, όπως η έλλειψη δικαιώματος, όσο και τυπικούς, όπως η αοριστία της επιταγής του ν.δ. 17-7/13-8-1923, συνεπεία των οποίων κρίθηκε αμετακλήτως παράνομη η αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 955/2019, ΑΠ 418/2013, ΑΠ 273/2008).

Επίσης, η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση αμετάκλητης ακύρωσης όχι μόνο του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επιμέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών, που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές (ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 955/2019, ΑΠ 206/2015, ΑΠ 792/2015).

Περαιτέρω, η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, ως διαδικαστική πράξη, έχει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση της επίδοσης άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται εκτός αν ακυρωθούν από το Δικαστήριο. Επομένως, ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωση ελαττωματικής επιταγής προς εκτέλεση και μπορεί, μετά την αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης να ζητήσει αποζημίωση από τον επισπεύδοντα για τις ζημιές που προκλήθηκαν από την εκτέλεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ και κυρίως αν μετά την επιταγή προς εκτέλεση επακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, που έχουν ως βάση την επιταγή αυτή και από τις οποίες δεν παραιτήθηκε ο επισπεύδων δανειστής (ΑΠ 955/2019, ΑΠ 1559/2009).

Και ναι μεν η ακυρότητα της επιταγής δεν επιφέρει αυτομάτως την ακυρότητα των υπόλοιπων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που στηρίχθηκαν σε αυτήν, ώστε να μην ανατρέπονται οι μεταβιβάσεις κυριότητας των εκπλειστηριασθέντων ακινήτων, πλην, όμως, θεμελιώνεται εκ της ακυρότητας αυτής δικαίωμα αποζημίωσης της ενάγουσας κατ` άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδ. με τα άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ (ΑΠ 755/2022 ( ΝΟΜΟΣ).

Δ. Προσέτι κατά την αληθή έννοια της ίδιας πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. δεν αποκλείεται η έγερση, πέραν της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή αγωγής αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτελέσεως καθώς και η παρεμπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημιώσεως του καθ` ου η εκτέλεση (Ολ. Α.Π. 9/2010).

Ε. Επιπλέον από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 940 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. και κατ` αντιδιαστολή προς εκείνες των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου, με τις οποίες αναγνωρίζεται (στις περιπτώσεις εξαφανίσεως αντίστοιχα της προσωρινώς εκτελεστής και της τελεσίδικης αποφάσεως με βάση την οποία έγινε η εκτέλεση) παράλληλα με το δικαίωμα αποζημιώσεως και δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, προκύπτει ότι επί ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως (σε άλλες, πλην των ανωτέρω, περιπτώσεις) δεν υφίσταται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση (Α.Π. 1119/2011) ευθέως αλλά μόνο κατά τους όρους των διατάξεων του Ουσιαστικού Δικαίου, δηλονότι της διατάξεως του άρθρου 904 Α.Κ., του οποίου συντρέχουν οι όροι εφαρμογής, αφού μετά την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως εκλείπει η αιτία της γενόμενης προς τον εκτελούντα περιουσιακής επιδόσεως. Η συνδρομή των όρων εφαρμογής της διατάξεως αυτής του ουσιαστικού δικαίου μόνο στην περίπτωση της ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, όχι δε και στην περίπτωση της εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της εκτελεσθείσης αποφάσεως, όπου δεν ακυρώνεται η εκτέλεση που αποτελεί την αιτία της περιουσιακής επιδόσεως του καθ` ου αλλά ανατρέπεται η αποτελούσα τον τίτλο αυτής δικαστική απόφαση, δικαιολογεί νομοθετικά την παραπάνω διαφορετική ρύθμιση της παραγράφου 3 σε σχέση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 940 Κ.Πολ.Δ. (AΠ 1437/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2000).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 ΑΚ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, η υποχρέωση δε αυτή γεννιέται ιδίως σε περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε. Παροχή για αιτία που έληξε είναι και η καταβολή σε εκτέλεση απόφασης Πολιτικού ή Ποινικού Δικαστηρίου, αν η απόφαση αυτή εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει με νέα απόφαση (συνήθως ανώτερου) Δικαστηρίου συνεπεία άσκησης ενδίκου μέσου (ΑΠ 286/2005), ή αν η βασιζόμενη σε αυτή εκτέλεση ακυρωθεί. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη τρίτη περιουσία, όταν δηλαδή η περιουσιακή μετακίνηση δεν πραγματοποιείται αμέσως από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτίσαντος, αλλά πραγματοποιείται με την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό (ΑΠ 279/2013, 1773/2007). Όταν, όμως το παρεμβαλλόμενο τρίτο πρόσωπο ενέργησε την παροχή όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά εξαιτίας της ιδιότητας του, από την περιουσία άλλου, την από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγή έχει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί νόμιμοι όροι, εκείνος για λογαριασμό του οποίου ενεργήθηκε και από την περιουσία του οποίου έγινε η καταβολή (ΑΠ 1440/2000). Παρέπεται, ότι κρίσιμο κριτήριο για τον προσδιορισμό του δικαιούχου της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είναι το ουσιαστικό κριτήριο της ζημίας, το οποίο επιβάλλει το αδικαιολόγητο όφελος να αποδοθεί σ’ αυτόν που πράγματι έχει πληγεί (ΑΠ 1524/2017, ΑΠ 338/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕΦΔΩΔ 190/2019, ΝΟΜΟΣ).

ΣΤ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί και η διά της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή. Η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη.

Επομένως:

  1. εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί δικαιοπραξία ή επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση, αυτή, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, εφόσον δεν συνάγεται τίποτε άλλο, είναι άκυρη,
  2. εάν η άσκηση γίνεται με υλική ενέργεια, δικαιούται ο εντεύθεν βλαπτόμενος να ζητήσει την παύση της άσκησης και την παράλειψη αυτής στο μέλλον και
  3. εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, σε αποζημίωση.

Από τα παραπάνω εκτεθέντα συνάγονται και τα μέσα αμύνης κατά της καταχρήσεως δικαιώματος. Έτσι ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται:

  1. να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία ή η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη ως καταχρηστική,
  2. να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και
  3. να προβάλει ένσταση, αντένσταση κ.λπ., εφόσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα.

Συνακόλουθα ο βλαπτόμενος από την καταχρηστική εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να αξιώσει με αγωγή, ακόμη και αν δεν επιδίωξε για το λόγο αυτό την ακύρωση της εκτέλεσης, δηλαδή ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του άρθρ. 940 § 3 ΚΠολΔ, την αναγνώριση ως καταχρηστικής και άκυρης της συμπεριφοράς του δανειστή του, που κατατείνει με πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης στην ικανοποίηση απαίτησής του ουσιαστικά αποδυναμωμένης μετά τη νέα ρύθμισή της και επομένως να ζητήσει την αναγνώριση ή αναλόγως και την καταψήφιση υπέρ αυτού αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας (Ολ.ΑΠ 49/2005, 16/2006, ΑΠ 1664/2013, ΑΠ 1459/2009, ΑΠ 1379/2018 ΝΟΜΟΣ).

Δηλαδή, κατά την αληθή έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, ερμηνευομένης και από το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ αξίωση αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημίωσης του καθ` ου η εκτέλεση (πρβλ. ΟλΑΠ 49/2005).

Ειδικότερα, εκείνος, κατά του οποίου έγινε η αναγκαστική εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον επισπεύσαντα, ανεξάρτητα από την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, αποζημίωση για τις ζημίες, που υπέστη απ` αυτήν καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914, 919 και 932 του ΑΚ (ΟλΑΠ 9/2010).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από την οποία προσβάλλεται ιδιωτικό δικαίωμα ή βλάπτεται άλλο ατομικό συμφέρον του προσώπου, που δεν αποτελεί περιεχόμενο ιδιωτικού δικαιώματος, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ 1462/2013). Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ` ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 933/2014).

Περαιτέρω, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την πραγμάτωση απαίτησης εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 243/2001). Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξεως και εφαρμόζεται και επί αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η παραβίαση των καθιερουμένων από αυτήν αρχών είναι τέτοια, ώστε προς αποφυγή αφόρητων συνεπειών, επιβάλλεται να ισχύει ο επιτασσόμενος περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/1991, ΑΠ 1077/2015).

Έτσι, και η αναγκαστική εκτέλεση που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού με αυτόν απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αποτελεί παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση (ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1291/2019, ΝΟΜΟΣ).

Ζ. Ως ζημία αποκαταστατέα στο πλαίσιο της ανωτέρω αποζημιωτικής αγωγής του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ νοείται, τόσο η θετική, όσο και η αποθετική ζημία, δηλαδή το διαφυγόν κέρδος (ΑΠ 1470/2011).

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο καθ` ου η εκτέλεση και ήδη ενάγων ως οφειλέτης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και εναγόμενο αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις της αδικοπραξίας, εξαιτίας άδικης εκτέλεσης. Η θετική ζημία που υπέστη ο ενάγων από την ανωτέρω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου συνίσταται στην πραγματική αξία του εκπλειστηριασθέντος αντικειμένου κατά το χρόνο της πρώτης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, συζήτησης της αγωγής, μείον το ποσό της οφειλής του προς το δανειστή, το οποίο εξοφλήθηκε από το εκπλειστηρίασμα προς ικανοποίηση της απαίτησής του τελευταίου. Επιπλέον, εξαιτίας του ψυχικού πόνου που βίωσε ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε από τη στέρηση της περιουσίας του και της μείωσης της προσωπικότητάς του τόσο από την πραγματοποίηση του πλειστηριασμού όσο και τη δημοσιότητα, που έλαβε το γεγονός αυτό, υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, λαμβανομένων υπόψη σε κάθε περίπτωση των συνθηκών που έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός, του βαθμού του πταίσματος και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών καθώς και των κανόνων της κοινής πείρας (ΑΠ 9/2015, ΝΟΜΟΣ).Επιπλέον, ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, δύναται να έχει ζημιωθεί και κατά τα μισθώματα που θα εισέπραττε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών συνθηκών (της κατάστασης του εκπλειστηρισθέντος ακινήτου, της καλής κατασκευής του, της επιφάνειάς τους, της τοποθεσίας του, των συναλλακτικών ηθών κ.ο.κ.

Συνοψίζοντας, από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 298 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρανόμως και υπαιτίως καταστρέφει ολοσχερώς ξένο κινητό πράγμα υποχρεούται να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει:

  1. την αξία του ολοσχερώς καταστραφέντος ή απολεσθέντος πράγματος (θετική ζημία),
  2. το διαφυγόν κέρδος, από τη στέρηση της εκμεταλλεύσεώς του, τόσο για το διάστημα που μεσολάβησε από την καταστροφή ή απώλεια μέχρι την πρώτη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όσο και για τον μεταγενέστερο χρόνο μέχρι την πληρωμή της αξίας του καταστραφέντος ή απολεσθέντος πράγματος.
  3. Δικαιούται επίσης, κατά το άρθρο 346 ΑΚ, να απαιτήσει τόκους επί του ποσού του διαφυγόντος κέρδους, από την επίδοση μεν της αγωγής για το διαφυγόν κέρδος, που ανάγεται στο πριν από την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα, από την ημέρα δε που ακολούθως ανακύπτει για το μετά την επίδοσή της χρονικό διάστημα. Δεν δικαιούται, όμως, να ζητήσει και τόκους επί της αξίας του καταστραφέντος ή απολεσθέντος πράγματος (θετικής ζημίας) για όσο χρόνο, μέχρι την πληρωμή της, ζητεί και διαφυγόν κέρδος. Τούτο διότι ο τόκος αποτελεί το εκ του νόμου κατ` αποκοπήν οφειλόμενο, επί καθυστερήσεως χρηματικής παροχής, ποσό διαφυγόντος κέρδους, το οποίο υπό την αντίθετη εκδοχή θα επιδικαζόταν για την ίδια αιτία δύο φορές και θα ήταν αντίθετο προς την έννοια και τον σκοπό της αποζημίωσης. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο ζημιωθείς να ζητήσει τόκους και επί της αξίας του καταστραφέντος ή απολεσθέντος πράγματος από την όχληση του oφειλέτη ή από την επίδοση της αγωγής (ΑΚ 345, 346), για όσο χρονικό διάστημα δεν ζητεί διαφυγόντα κέρδη (ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 909/2009, ΑΠ 1528/2007, ΑΠ 645/2004 ΑΠ 755/2022, ΝΟΜΟΣ).
  4. Η ζημία του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως του πλειστηριασμού δυνατό να συνίσταται όχι μόνο στην αξία του καταβληθέντος πλειστηριάσματος, αλλά και στην τυχόν αυξημένη αξία που θα είχε το αποκτηθέν από τον υπερθεματιστή ακίνητο. Οπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της ζημίας του ενάγοντος είναι ο χρόνος εκδόσεως της αποφάσεως επί της αποζημιωτικής αγωγής, νοουμένου ως τοιούτου, κατά τους δικονομικούς κανόνες, εκείνου της πρώτης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζητήσεως της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική απόφαση ( ΑΠ 1401/2005, Ολ.ΑΠ 38/1996, Ολ.ΑΠ 1/1997, Ολ.ΑΠ 44/1996,ΑΠ 1085/2013, ΝΟΜΟΣ).
  5. Χρηματική ικανοποίηση λόγω της επελθούσης ηθικής βλάβης, υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ.

Η. Από το συνδυασμό των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ. Α.Π. 24/2003, 100/2005, ΑΠ 2143/2007, ΑΠ 475/2017, ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στην περίπτωση της ειδικής αδικοπραξίας του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ πρέπει πρώτα να ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση και μετέπειτα να εγερθεί η αγωγή για τις ζημιές που επήλθαν από την εκτέλεση, με την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση της συνδρομής των όρων της 914 ΑΚ. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της παραγραφής της σχετικής αξίωσης αρχίζει από την αμετάκλητη ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, από την οποία και μόνο είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΟλΑΠ 15/2011, ΑΠ 475/2017) ΑΠ 755/2022 ( ΝΟΜΟΣ)

Θ. Τέλος, η αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ εισάγεται στο καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις Και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, αφού εισάγεται αίτηση πρω¬τογενούς δικαστικής προστασίας (βλ. Μπέη Κ. Επανα¬φορά στην προηγούμενη κατάσταση και περαιτέρω χρηματική αποζημίωση, όταν αποδυναμώνεται, η εκτέ¬λεση, Δ 2004, 498, 1502, 3503, 1505, Απαλαγάκη X. ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ` άρθρο, σελ, 2466, Μιχαηλίδου X., Η άμυνα κατά της εκτέλεσης (β. ως προς τον τρόπο άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής, 1η έκδοση 2017, σελ. 599¬600, Sakkoulas-Online.gr). Τούτο προκύπτει και από το κείμενο των ως άνω ΟλΑΠ 9/2010, 12/2009, 49/2005, στις οποίες, μεταξύ άλλων αναφέρεται «Ο ανωτέρω περιο¬ρισμός δεν θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβα¬σης στην δικαιοσύνη για τον λόγο ότι η ελληνική νο¬μοθεσία παρέχει τη δυνατότητα άσκησης και άλλων ένδικων βοηθημάτων κατά την τακτική διαδικασία και ειδικότερα εκτός από την αγωγή κατά το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ και αγωγή αποζημίωσης κατά τις διατά¬ξεις περί αδικοπραξιών ή επιβοηθητικά αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά το άρθρο 904 ΑΚ» (ΜΟΝΠΡΘΕΣΣΑΛ 2262/2018).


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News