Δικηγορικό Γραφείο
«Βία και παρενόχληση στον χώρο εργασίας υπό τον νέο  Ν.4808/2021-Μια ποινική προσέγγιση των νεοπαγών διατάξεων» (Μέρος Β΄)

Συνεχίζοντας την μελέτη του νέου νόμου, διαπιστώνουμε ότι στα επόμενα άρθρα του Μέρους ΙΙ (άρθρα 5-11) αναφέρονται οι υποχρεώσεις του εργοδότη για την πρόληψη, άλλως την αντιμετώπιση, των εν λόγω παρενοχλήσεων, όπως ενδεικτικώς η λήψη μέτρων πρόληψης, ελέγχου και περιορισμού των κινδύνων και των περιστατικών, η πλήρης ενημέρωση αλλά και η ευαισθητοποίηση του προσωπικού, η δημόσια ανάρτηση εντός του χώρου εργασίας των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά των επίμαχων συμπεριφορών και ο ορισμός ενός προσώπου αναφοράς («συνδέσμου») που θα καθοδηγεί και θα ενημερώνει τους εργαζομένους σχετικά με τις συμπεριφορές παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Περαιτέρω, για τις άνω των είκοσι (20) ατόμων επιχειρήσεις, εισάγονται υποχρεωτικά πολιτικές για τη διαδικασία υποδοχής, εξέτασης και διαχείρισης εσωτερικών καταγγελιών, μέσω της αμεροληψίας και της εμπιστευτικότητας κατά την εξέταση των καταγγελιών, της απαγόρευσης αντιποίνων και περαιτέρω θυματοποίησης του θιγόμενου, της περιγραφής των συνεπειών επί διαπίστωσης παραβιάσεων, ως και της συνεργασίας και παροχής των απαραίτητων πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές. Μάλιστα, όλα τούτα πρέπει, κατά το άρθρο 11 του νόμου, να αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων, άλλως να καταρτίζονται από τον εργοδότη, ύστερα από ενημέρωση και λήψη των απόψεων των εργαζομένων, με υποχρεωτική μνεία των σχετικών πειθαρχικών παραπτωμάτων, διαδικασιών και ποινών.

Περαιτέρω, επιπρόσθετες υποχρεώσεις του εργοδότη προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 3 του νόμου, όπου ορίζεται ότι, εφόσον πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ή την ασφάλεια εργαζομένου από περιστατικό ή τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης, και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση προς τον καταγγελλόμενο για παροχή εξηγήσεων αμελλητί, εκδίδεται εντολή με άμεση ισχύ προς τον εργοδότη να λάβει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω προσωρινά μέτρα διάρκειας έως ότου παύσει αποδεδειγμένα να υφίσταται ο επικείμενος κίνδυνος και ειδικότερα: α) απομάκρυνση του καταγγέλλοντος από τον χώρο εργασίας με καταβολή πλήρων των αποδοχών, β) αλλαγή βαρδιών του προσωπικού, γ) μετακίνηση του καταγγελλόμενου σε άλλο τμήμα εργασίας, δ) απασχόληση του καταγγελλόμενου με τηλεργασία ή εξ αποστάσεως εργασία αναλόγως προς τη φύση των καθηκόντων. Τα παραπάνω προσωρινά μέτρα μπορούν να επιβληθούν από τον διεξάγοντα τη διαδικασία Επιθεωρητή Εργασίας. Η εν λόγω πρόβλεψη αφορά, όπως διαπιστώνουμε, σε πράξεις σοβαρότερης απαξίας, όπως λ.χ. επί απόπειρας βιασμού, σωματικών βλαβών ή σοβαρών και επαναλαμβανόμενων απειλών κατά της ζωής και της ακεραιότητας του θύματος, ή δημιουργίας κλίματος συστηματικού εκφοβισμού του.

Τυχόν παραβίαση, δε, των ανωτέρω υποχρεώσεων του εργοδότη οδηγεί στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε βάρος του (πρόστιμο από την Επιθεώρηση Εργασίας). Έτσι, με τις ανωτέρω διατάξεις ιδρύεται, κατ’ ουσίαν, η υποχρέωση του εργοδότη να προστατεύσει περαιτέρω το θύμα, τουτέστιν μια  αυτοτελής ευθύνη του να δημιουργήσει και να διατηρήσει για το προσωπικό ένα περιβάλλον ασφαλές από τυχόν παρενοχλήσεις (βίαιες, σεξουαλικές, έμφυλες), ευθύνη που, ωστόσο, σίγουρα δεν είναι ποινική[1]. Τέτοια ευθύνη του εργοδότη, συνεπεία μη συμμόρφωσής του με τα παραπάνω, δεν τυποποιείται ρητώς στον παρόντα νόμο. Ομολογουμένως κάτι τέτοιο θα ήταν αδόκιμο και δυσχερές, αφού το εύρος και η γενικότητα των εν λόγω υποχρεώσεων δεν επιτρέπει τέτοια πρόβλεψη και, ταυτοχρόνως, στο ποινικό δίκαιο η εκάστοτε πράξη ή παράλειψη που τυποποιείται ως ποινικό αδίκημα πρέπει να είναι αυστηρώς και συγκεκριμένως προσδιορισμένη στο νόμο, κατ’ άρθρο 1 και 14 ΠΚ[2].

Τούτη, ωστόσο (η τυχόν ποινική ευθύνη του εργοδότη), θα μπορούσε να αναζητηθεί σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, όπως ενδεικτικά στο άρθρο 231 ΠΚ περί υπόθαλψης εγκληματία, ή στο άρθρο 306 ΠΚ περί έκθεσης. Ερευνητέο, ακόμη, το εάν μπορεί να συμβεί το ίδιο και με το άρθρο 259 ΠΚ περί παράβασης καθήκοντος, εφόσον προκύπτει σκοπός παροχής ωφέλειας στον δράστη της παρενόχλησης ή βλάβης στο θύμα, έννοιες οι οποίες, κατά πάγια νομολογία, δεν απαιτείται να είναι υποχρεωτικά περιουσιακής φύσεως, αλλά μπορεί να τυγχάνουν και ηθικής φύσεως[3].  

Ποιες είναι όμως οι νόμιμες διέξοδοι για το θύμα της εκάστοτε πράξης εργασιακής βίας ή παρενόχλησης; Κατά το άρθρο 12, το θιγόμενο άτομο έχει δικαίωμα, πέραν της δικαστικής προστασίας, να προσφύγει και ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας και του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και να υποβάλει καταγγελία εντός της επιχείρησης κατά την πολιτική του άρθρου 10. Εκεί ορίζεται ότι η επιχείρηση πρέπει να μεριμνεί διαρκώς για την υποδοχή των καταγγελιών, τον προσδιορισμό των αρμοδίων προσώπων εντός της επιχείρησης για την παραλαβή και την εξέταση τους, ως και την αποτελεσματική έρευνα και εξέταση τους με αμεροληψία και, ταυτόχρονα, προστασία της εμπιστευτικότητας και των προσωπικών δεδομένων των θυμάτων και των καταγγελλόμενων, άλλως ευχερώς συνάγεται ότι ο εργοδότης ή/και ο DPO της επιχείρησης μπορούν να καταστούν ποινικώς υπαίτιοι παράνομης επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων, κατ’ άρθρο 38 ν.4624/2019.

Παρεκτός τούτων, κάθε θιγόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να αποχωρήσει από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο, χωρίς στέρηση μισθού ή άλλη δυσμενή συνέπεια, εφόσον κατά την εύλογη πεποίθησή του υφίσταται επικείμενος σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του, ιδίως, όταν ο εργοδότης είναι ο δράστης τέτοιας συμπεριφοράς ή όταν δεν λαμβάνει τα απαραίτητα πρόσφορα μέτρα κατά την παρ. 2 του άρθρου 12 (αλλαγή θέσης, ωραρίου, απομάκρυνση, καταγγελία σύμβασης σε βάρος του παρενοχλούντος κτλ.), ώστε να αποκαταστήσει την εργασιακή ειρήνη, ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά για να σταματήσουν τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης. Στην περίπτωση αυτήν, ο αποχωρών υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εργοδότη εγγράφως, αναφέροντας το περιστατικό βίας και παρενόχλησης και τα περιστατικά που αιτιολογούν την πεποίθησή του, ότι υφίσταται τον κατά τα άνω σοβαρό κίνδυνο.

Ενώ, εξάλλου, όταν ο εργοδότης, ή εκπρόσωπός του, παραβιάζει την απαγόρευση βίας και παρενόχλησης κατά τη διάρκεια και τη λύση της έννομης σχέσης με το θιγόμενο πρόσωπο, τεκμαίρεται ότι παραβιάζει την εργατική νομοθεσία και επιβάλλονται σε βάρος του οι διοικητικές κυρώσεις της παρ. 2 περ. α! του άρθρου 19. Σε κάθε περίπτωση, η παραβίαση της εν λόγω απαγόρευσης γεννά, πέραν των προεκτεθέντων, και αξίωση για πλήρη αποζημίωση του θιγόμενου προσώπου, η οποία καλύπτει τη θετική και αποθετική του ζημία, καθώς και την ηθική βλάβη. Δικαίωμα που, κατά την ποινική διαδικασία, του χορηγεί ασφαλώς την αναβαθμισμένη δικονομική ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία.

            Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο άρθρο 16 του νόμου προβλέπεται, για πρώτη φορά, η σύσταση αυτοτελούς τμήματος του Σ.ΕΠ.Ε. επιφορτισμένου με την υποχρέωση παρακολούθησης φαινομένων βίας και παρενόχλησης και την πορεία των σχετικών καταγγελιών ενώπιον της ανωτέρω Αρχής. Προβλέπεται, επίσης, στενή συνεργασία με το Συνήγορο του Πολίτη και τήρηση μητρώου εργοδοτών κατά των οποίων έχουν επιβληθεί διοικητικές κυρώσεις για απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία.

Σημαντική κρίνεται και η πρόβλεψη του άρθρου 13 του νόμου περί απαγόρευσης καταγγελίας, ή με όποιον άλλο τρόπο, λύσης της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η απασχόληση, καθώς και κάθε άλλης δυσμενούς μεταχείρισης προσώπου του άρθρου 3 (θύμα mobbing), εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά ή αντίμετρο για περιστατικό βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4 του νόμου.

Επανερχόμενοι, τώρα, στο άρθρο 15 του νόμου, ευχερώς διακρίνουμε ότι με την εν λόγω διάταξη ιδρύεται αντιστροφή της αρχής in dubio pro reo που ισχύει επί ποινικής κατηγορίας δεδομένου ότι, σε περίπτωση σχετικής καταγγελίας, είναι ο καταγγελλόμενος εκείνος που βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει ότι η επίμαχη πράξη παρενόχλησης δεν έχει λάβει χώρα. Έτσι, εφόσον υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την βασιμότητα της καταγγελίας, τούτες δεν αρκούν προς άρση της ευθύνης του καταγγέλλοντος. Η ρύθμιση αυτή, μάλιστα, ισχύει ενώπιον όλων των αρμόδιων αρχών (όχι μόνον των δικαστικών αλλά και των λοιπών αρχών που επιλαμβάνονται τέτοιων καταγγελιών, όπως η Επιθεώρηση Εργασίας και ο Συνήγορος του Πολίτη). Πάντως, επί ποινικής διαδικασίας η ανωτέρω αρχή δεν ισχύει, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (και, ειδικότερα, του άρθρου 24 ν.3896/2010, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 15 του παρόντος νόμου).

Υποστηρίζεται, εντούτοις, ότι η ανωτέρω ρύθμιση δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά, ορθότερα, επιμερισμό αυτού μεταξύ των αντίδικων μερών, ενόψει του ότι απαιτείται εξαρχής η επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του θύματος, από τα οποία να τεκμαίρεται prima facie η ύπαρξη παρενόχλησης[4]. Σε κάθε περίπτωση, εάν η πράξη δεν αποδειχτεί, τότε θα κριθεί με τους κανόνες πιθανολόγησης[5] (όπως συμβαίνει ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων).

Προσοχή πρέπει να δοθεί, τέλος, στο ότι θα πρέπει να διακρίνεται η ανάγκη απόδειξης (ή έστω πιθανολόγησης) τέλεσης της πράξης παρενόχλησης, με την βλάβη που προκαλεί αυτή στο θύμα, η οποία δεν απαιτείται να αποδειχθεί ενώπιον των αρμόδιων αρχών που θα κρίνουν την καταγγελία, αντιθέτως αρκεί να ενδέχεται η δυνατότητα πρόκλησής της από τη διερευνώμενη πράξη, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 4 παρ. 2 του νόμου[6].

Καταληκτικώς, οδηγούμαστε στα εξής συμπεράσματα: ασφαλώς, η δημοσίευση ενός νόμου δεν συνιστά, αυτομάτως και άνευ ετέρου, ασφαλές (ή επαρκές) καταφύγιο των θυμάτων βίαιων, παρενοχλητικών ή εκφοβιστικών συμπεριφορών. Ιδίως όταν τούτο λαμβάνει χώρα εντός επαγγελματικών χώρων, όπως εν προκειμένω, όπου η σχέση εξάρτησης, ο φόβος απόλυσης και, συνακόλουθα, περαιτέρω επαγγελματικής περιθωριοποίησης ή στιγματισμού αποτρέπει συχνά την παθούσα/τον παθόντα από την αναγκαία καταγγελία. Ούτε και επαρκεί για την ουσιώδη αναμόρφωση της εργασιακής κουλτούρας που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, δυστυχώς, να φέρει έντονο αποτύπωμα έμφυλης παρενόχλησης και διακρίσεων σε βάρος, κατά κανόνα, των γυναικών.

Ωστόσο, σε μια κοινωνία απρόθυμη να αποβάλει τις σεξιστικές παθογένειές της, κάθε ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας των θυμάτων έμφυλης και σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης τυγχάνει ευπρόσδεκτη. Νομοθετήματα όπως το παρόν είναι αυτονόητες προσθήκες στην εθνική έννομη τάξη κρατών-μελών της Ε.Ε. και της Ε.Σ.Δ.Α., ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι το Ευρωκοινοβούλιο έχει ήδη υποβάλει ψήφισμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συμπεριλάβει τη βία λόγω φύλου ως νέο τομέα εγκληματικότητας βάσει του άρθρου 83 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Στην ίδια κατηγορία δηλαδή με σοβαρά εγκλήματα που καταπολεμούνται σε κοινή βάση, όπως το εμπόριο ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων, το ηλεκτρονικό έγκλημα και η τρομοκρατία.

Κατά συνέπεια, η ορθή, αυστηρή και γενναιόψυχη εφαρμογή των νεοπαγών διατάξεων (από εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, αλλά και την Επιθεώρηση Εργασίας), ως και η αντίστοιχη αξιοποίησή τους από τους νομικούς παραστάτες των θυμάτων-εργαζομένων, μπορεί ίσως να αποτελέσει μια ανθεκτική ασπίδα προστασίας τους. Μόνον με την αδιαπραγμάτευτη αξιοποίηση του νέου αυτού οπλοστασίου από τους αρμόδιους θεσμούς που υποδέχονται, διερευνούν και κρίνουν τις σχετικές καταγγελίες, αλλά και την παραδειγματική τιμωρία των δραστών, μπορεί ο ν.4808/2021 να κομίσει πραγματικό αποτέλεσμα και να αποτελέσει μια επάξια κατάκτηση των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνικών αγώνων.

Και πάντως, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα ληφθεί ταυτοχρόνως μέριμνα και για την απαραίτητη ενημέρωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους σχετικά με τις δυνατότητες που παρέχει το νέο νομοθέτημα επί του συγκεκριμένου φαινομένου (με τις τεράστιες και, συχνά, μακροχρόνιες ή και μοιραίες συνέπειες για τα θύματα). Ενημέρωση στην πράξη, ουσιώδης και ωφέλιμη, όχι στη θεωρία, τις αιτιολογικές εκθέσεις και τα νομικά συνέδρια. Μόνον έτσι θα καμφθούν αποτελεσματικά οι ανωτέρω αποτρεπτικοί (της καταγγελίας) παράγοντες στον ψυχισμό των θυμάτων και θα οπλιστούν με το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που απαιτείται ώστε να εκθέτουν τέτοιες νοσηρές συμπεριφορές εργοδοτών ή συναδέλφων στις αρμόδιες αρχές.

 

[1] Έτσι Χ.Χιόνη-Χότουμαν, Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας και ο ρόλος του Ποινικού Δικαίου, σε ΕπΕργατΔικ , Τόμος 81, Τευχ. 7, Ιούλιος-Αύγουστος 2022, σελ. 966-967

[2] Έτσι και Ε.Καμπέρου σε Α.Χαραλαμπάκη, Ερμηνεία νέου ΠΚ, ΝομΒιβλ, 2020, σελ. 6

[3] Ένδεικτικώς ΑΠ 1495/2012 ΠΧρ 2013/191 και ΑΠ 217/2012 ΠΧρ 2012/666 

[4] Έτσι Π.Πετρόγλου «Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία-Η μεταφορά του βάρους απόδειξης, άλλες εγγυήσεις  του ενωσιακού δικαίου και οι εφαρμοστικές της Δ.Σ.Ε. 190 διατάξεις (ν.4808/2021)», σε ΕπΕργατΔικ , Τόμος 81, Τευχ. 7, Ιούλιος-Αύγουστος 2022, σελ. 742-743 

[5] Έτσι Π.Πετρόγλου, ως άνω, σελ. 750

[6] Έτσι Π.Πετρόγλου, ως άνω, σελ.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News