Δικηγορικό Γραφείο
Σχέση διακριτικού γνωρίσματος και εμπορικού σήματος

Από τις διατάξεις των άρθρων 121, 122, 124, 125, 134, 135, 139, 145 παρ. 1, 147 παρ. 1 και 2, 148 παρ. 1 και 2 και 150 του Ν. 4072/2012 "Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος - Νέα εταιρική μορφή - Σήματα - Μεσίτες ακινήτων - Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις", καθώς και εκείνες των άρθρων 1, 3, 4, 6, 8 παρ. 1, 14, 15, 18 και 26 του προϊσχύσαντος Ν. 2239/1994 "περί σημάτων", ερμηνευόμενες σύμφωνα με την οδηγία 89/104/Ε.Κ της 21-12-1988, προκύπτουν τα εξής :

  1. Σήμα θεωρείται κάθε σημείο επιδεκτικό παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης, από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, τέτοιο δε σημείο είναι και η απεικόνιση του σχήματος του προϊόντος ή της συσκευασίας αυτού, ιδίως όταν πρόκειται για εντελώς πρωτότυπη και ιδιόμορφη συσκευασία ή σχήμα.
  2. Με την καταχώριση του σήματος στο μητρώο σημάτων (άρθρα 122, 147 Ν. 4072/2012 και άρθρα 6, 8, 14 και 15 του Ν. 2239/1994) παρέχεται στον καταθέτη, που κατέθεσε νόμιμα σήμα και το σήμα αυτό έγινε δεκτό με αμετάκλητη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, το απόλυτο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του σήματος (μέχρι να διαγραφεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, και δη από την ημέρα που υπέβαλε τη σχετική δήλωση (ΑΠ 1092/2020, ΑΠ 1604/2003, ΑΠ 1131/1995) στα προϊόντα ή εμπορεύματα, για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, όποιος δε χρησιμοποιεί, χωρίς τη θέληση του δικαιούχου και κατά τρόπο που προσήκει μόνο στον τελευταίο, διακριτικό γνώρισμα ή σημείο το οποίο προσβάλλει το σήμα του δικαιούχου, μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο.
  3.  Η απαγόρευση προσβολής προγενέστερου σήματος διαβαθμίζεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία το μεταγενέστερο σημείο ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που επίσης ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα (ταύτιση σήματος - σημείου και προϊόντων). Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία, είτε το μεταγενέστερο σημείο ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα όμοια με εκείνα που διακρίνει το τελευταίο είτε το μεταγενέστερο σημείο ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που ταυτίζονται με εκείνα που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα σήματος - σημείου και ομοιότητα προϊόντων ή ταυτότητα προϊόντων και ομοιότητα σήματος - σημείου). Στην πρώτη περίπτωση της ταυτότητας σήματος - σημείου και προϊόντων η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης κινδύνου σύγχυσης, ο οποίος θεωρείται κατ` αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, που είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση. Στη δεύτερη περίπτωση η προστασία του προγενεστέρου σήματος είναι σχετική και απαιτείται ως πρόσθετο στοιχείο κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης του σήματος και του σημείου.
  4. Εκείνος που έχει καταθέσει νομίμως για ορισμένο προϊόν ή αντικείμενο εμπορίας σήμα, εγκεκριμένο τελεσίδικα από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, δικαιούται από την κατάθεση αυτού και εφεξής για όσο χρόνο δεν διαγράφεται νομίμως, να ζητήσει από κάθε τρίτο, που χρησιμοποιεί σε όμοια προϊόντα ή αντικείμενα εμπορίας του αυτούσιο το σήμα, ή που χρησιμοποιεί σε όμοια ή παρόμοια προϊόντα ή αντικείμενα εμπορίας του το σήμα κατά παραποίηση ή απομίμηση, να παραλείπει τη χρήση ή να αποκαταστήσει τη σχετική ζημιά, ή και τα δύο. Η συνδρομή ή όχι του κινδύνου σύγχυσης υπόκειται ως αόριστη νομική έννοια στον αναιρετικό έλεγχο για την εξειδίκευσή της (ΑΠ 249/2021, ΑΠ 1092/2020, ΑΠ 966/2019, ΑΠ 62/2013).Όμως, η πιο πάνω προστασία του δικαιούχου του σήματος παρέχεται με τους περιορισμούς του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, περιορισμούς που αποδίδουν τη σύγκρουση ανάμεσα στο γενικό συμφέρον του ελεύθερου ανταγωνισμού και στην ύπαρξη απόλυτων και αποκλειστικών δικαιωμάτων σε άυλα αγαθά και η οποία (σύγκρουση) αίρεται με υποχώρηση του απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος υπό προϋποθέσεις. Έτσι το δικαίωμα του σηματούχου περιορίζεται τόσο με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2239/1994, που ορίζει ότι "το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνσή τους..... Η χρήση αυτή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο και πάντως όχι εν είδει σήματος" και αναφέρεται στη σύγκρουση του ονοματικού σήματος δηλαδή σήματος που αποτελείται από όνομα ή επωνυμία με το παρεμφερές όνομα ή επωνυμία άλλου προσώπου, όσο και με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, που έχει ως πρότυπο το άρθρο 6 παρ. 2 της Οδηγίας 89/104 και το άρθρο 107 Καν. 40/94 και η οποία ορίζει ότι "το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές ένα προγενέστερο δικαίωμα τοπικής ισχύος, αν το δικαίωμα αυτό ασκείται στα εδαφικά όρια στα οποία αναγνωρίζεται" και αφορά σύγκρουση σήματος με οποιοδήποτε διακριτικό γνώρισμα του ουσιαστικού συστήματος που έχει τοπική ισχύ, διακριτικό γνώρισμα που έχει τοπικά καθιερωθεί. Με την τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 20 παρ. 2), εισάγεται συνύπαρξη μεταξύ ουσιαστικού και τυπικού συστήματος κτήσης δικαιώματος σε διακριτικό γνώρισμα, περιορίζοντας τις αρνητικές εξουσίες του σηματούχου. Έτσι ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί τη χρήση του διακριτικού γνωρίσματος μέσα στα εδαφικά όρια ισχύος του, ο δε σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου από τον σηματούχο δικαιούχου τέτοιου διακριτικού γνωρίσματος συνιστά ένσταση (ΑΠ 183/2013, ΑΠ 371/2012, ΑΠ 330/2007). Εξ άλλου, ιδιαίτερη κατηγορία σημάτων αποτελούν τα σήματα "φήμης" (αρθ. 4 παρ. 1γ του προϊσχύσαντος ν. 2239/1994 και 124 παρ. 1γ του ν. 4072/2012). Για να χαρακτηριστεί ένα σήμα φημισμένο, απαιτείται επαρκής βαθμός γνώσης του από το κοινό, στο οποίο αυτό αφορά, δηλαδή ανάλογα με το διατιθέμενο στο εμπόριο προϊόν ή υπηρεσία, είτε το ευρύ κοινό, είτε ένα πλέον εξειδικευμένο κοινό, π.χ. συγκεκριμένος επαγγελματικός κλάδος, χωρίς παράλληλα να απαιτείται να είναι γνωστό σε συγκεκριμένο ποσοστό του κατ` αυτόν τον τρόπο προσδιορισμένου κοινού. Στα σήματα αυτά, ο νομοθέτης παρέχει διευρυμένη νομική προστασία, πέραν της για τα κοινά διακριτικά γνωρίσματα προβλεπόμενης, προς τον σκοπό αφενός της αποτροπής του παρασιτικού ανταγωνισμού από τρίτους, πλην του δικαιούχου, συνισταμένου στην εμπορική αξιοποίηση της φήμης του σήματος προς ίδιο, αθέμιτο όφελος και αφετέρου του κινδύνου υπονόμευσης της ιδιαίτερης των σημάτων αυτών διακριτικής δύναμης. Η έννοια του "σήματος φήμης", μη προσδιοριζόμενη από το νομοθέτη, δύναται να καθορισθεί με βάση ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, όπως: α) ο αυξημένος βαθμός καθιέρωσης του σήματος στις συναλλαγές, υπό την έννοια ότι η ανταγωνιστική δύναμη της ένδειξης να εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, να έγινε δηλαδή γνωστή πέραν από τον σχετικό κύκλο των καταναλωτών, β) η μοναδικότητα του σήματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί, χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους, σε ανόμοια προϊόντα, γ) η ιδιοτυπία στην εν γένει εμφάνιση και την εκφραστική του δύναμη, δ) η ύπαρξη ιδιαιτέρας θετικής εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού, αναφορικώς με τα προϊόντα που διακρίνει,
  5. το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς και η χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησής του, στ) το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προβολή του και
  6. η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το σήμα χαίρει φήμης. Εάν πρόκειται περί σήματος φήμης, η χρησιμοποίηση του μεταγενεστέρου σήματος είναι απαγορευμένη, εάν θα προσπόριζε στον χρήση αυτού, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Επί ενός τέτοιου σήματος, δεν είναι απαραίτητο να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης. Αρκεί ότι, η χρήση του θα βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος φήμης ή θα προσπορίσει, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος στον μεταγενέστερο μη δικαιούχο. (ΑΠ 966/2019, ΑΠ 249/2014 ΑΠ 371/2012, ΑΠ 1030/2008). Τέλος, για να υπάρχει σήμα φήμης και επομένως, ανάγκη διευρυμένης προστασίας, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
    1. αυξημένος βαθμός καθιέρωσής του στις σχετικές συναλλαγές
    2. μοναδικότητα του σήματος, με την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα
    3. να εμφανίζει ορισμένο βαθμό ιδιοτυπίας (στην εμφάνισή του, στην εκφραστική του δύναμη κ.α.) και
    4. να υπάρχει μία θετική εκτίμηση του κοινού (παραστάσεις ποιότητας σχετικά με τα προϊόντα που διακρίνει (ΑΠ 1609/2014, ΣτΕ 2812/1998).

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News