Δικηγορικό Γραφείο
Σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, μίσθωσης έργου ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών;

Είναι αναμφισβήτητο ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δικαιοδοτική κρίση, ως προς το εάν ορισμένη βιοτική σχέση εντάσσεται  ή μη στο πεδίο της εξαρτημένης εργασίας, προκειμένου για την εφαρμογή του πλέγματος των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου. Τα κριτήρια υπέρ της ένταξης ή μη στο ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα, αποκρυσταλλώνονται από  τη νομολογία, η οποία καλείται κάθε φορά αυθεντικά θα αποφασίσει, ως εξής:

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 953/2020).

Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (ΑΠ 968/2020, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 1928/2013). Αντικείμενο της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια (ΑΠ 1469/2018, ΑΠ 44/2017). Σε κάθε όμως περίπτωση, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχο του (ΑΠ 2186/2014).

 Ακόμη, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία επίσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου (ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 849/2020), υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια (ΑΠ 953/2020). Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ ΑΠ 28/2005, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 133/2014).

Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 522/2022, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 1110/2017). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017).

Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ή μίσθωσης έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ ΑΠ 13/2017, Ολ ΑΠ 8/2011).

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2639/1998 (Α 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (A 66), ορίζεται ότι "Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες" και με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (ΑΠ 522/2022, ΑΠ 9/2023, ΝΟΜΟΣ).

* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News