Δικηγορικό Γραφείο
Street art: Ποινικό αδίκημα ή παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας;

Η τέχνη του δρόμου ή street art είναι εικαστική τέχνη που δημιουργείται σε δημόσιους χώρους για δημόσια προβολή. Διαφέρει από τα graffiti, τα οποία από την πρώιμη εμφάνισή τους θεωρήθηκαν βανδαλισμός και παραβατική συμπεριφορά. Ωστόσο, πλέον έχουν μετουσιωθεί σε μία σεβαστή μορφή τέχνης, αφού οι καλλιτέχνες graffiti χρησιμοποιούν τις δεξιότητές τους με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν τέχνη, η οποία κάνει τον κόσμο που περνάει να σταματά, να παρατηρεί το εκάστοτε περίτεχνο δημιούργημα, να εντυπωσιάζεται και να το διαδίδει ακόμα και μέσω διαδικτύου. Καλλιτέχνες γκράφιτι όπως ο Banksy, ο Shepard Fairey, ο Zephyr και άλλοι έχουν ασκήσει απίστευτη επιρροή για την απήχηση αυτού του είδους τέχνης.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.1 του Συντάγματος της χώρας μας και το άρθρο 13 του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρητά προβλέπεται ότι η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Όμως, στην προσπάθεια διαμόρφωσης του νομικού πλαισίου της street art, το δικαίωμα στην ελευθερία της τέχνης έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, όπως και με τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα και συγκεκριμένα με το άρθρο 378 παρ.1 («φθορά ξένης ιδιοκτησίας»), όπου προβλέπεται ότι «Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι τα graffiti και η τέχνη του δρόμου (street art) είναι εκείνες οι κοινωνικώς αποκλίνουσες συμπεριφορές που συμπεριλαμβάνονται στην παραπάνω διάταξη του ελληνικού ποινικού κώδικα όταν λαμβάνουν χώρα και απαγορεύονται. Δεν μπορούμε να αναφερόμαστε, βέβαια, σε κυριολεκτικό βανδαλισμό με την έννοια της κατακρεούργησης – σοβαρής βλάβης ξένης ιδιοκτησίας, ωστόσο, δεν παύει να ελλείπει η σχετική άδεια του ιδιοκτήτη του εκάστοτε κτιρίου που χρησιμοποιείται ως ‘καμβάς’.

Παράλληλα, τίθενται τα εξής ζητήματα που άπτονται του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας: μπορεί να προστατευτεί η τέχνη του δρόμου και ο καλλιτέχνης αυτός από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας; Μπορεί κάποιος να αναπαράγει ελεύθερα το εικαστικό περιεχόμενο; Έχει το δικαίωμα ο εκάστοτε ιδιοκτήτης να καταστρέψει το εικαστικό δημιούργημα;

Κατά γενική ομολογία, από πλευράς πνευματικής ιδιοκτησίας, το έργο πρέπει να χαίρει προστασίας με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει το εκάστοτε εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και σε συμφωνία με το ελάχιστο περιεχόμενο προστασίας που επιτάσσει η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης-Παρισίων. Η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων προκύπτει αυτόματα από τη στιγμή της δημιουργίας και δεν απαιτεί εγγραφή για να προστατευτεί. Είναι γνωστή, άλλωστε, η διττή προστασία που παρέχει το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, τόσο ως προς το ηθικό δικαίωμα που συνδέεται στενά με τον δημιουργό και από το οποίο δεν μπορεί να παραιτηθεί (το δικαίωμα αναγνώρισης ως δημιουργού και το δικαίωμα υπεράσπισης της ακεραιότητας του έργου), όσο ως προς το δικαίωμα αποκλειστικής εμπορικής εκμετάλλευσης του έργου (αναπαραγωγή, διανομή, επικοινωνία στο κοινό και δικαίωμα εξουσιοδότησης παράγωγων έργων).

Προκειμένου να προστατευθεί ένα εικαστικό δημιούργημα εκτεθειμένο σε δημόσια προβολή και πάνω σε ξένη ιδιοκτησία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.2121/1993, όπως ισχύει, ορίζεται ότι: «Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή». Επομένως, ένα έργο πρέπει πρωτίστως να είναι πρωτότυπο, να αποτελεί αποκύημα έμπνευσης του δημιουργού και να μην συγχέεται στο μυαλό του δέκτη με άλλο προϋπάρχον έργο. Παράλληλα, πρέπει να στερεωθεί σε μια απτή, υλική μορφή –λόγου χάριν, δεν προστατεύεται η τέχνη του μακιγιάζ, διότι μόλις ξεπλυθεί εξαφανίζεται. Αυτό σημαίνει ότι μόλις δημιουργηθεί ένα πρωτότυπο graffiti, θα χρειαστεί άδεια για την αναπαραγωγή του έργου σε άλλο μέσο. Ως εκ τούτου, τα graffiti δεν μπορούν να αναπαραχθούν σε βιβλία, ρούχα, διαφημίσεις και ούτω καθεξής χωρίς την άδεια του καλλιτέχνη. Η λήψη μιας φωτογραφίας ολόκληρου ή ενός σημαντικού μέρους ενός έργου τέχνης graffiti θεωρείται επίσης ως αναπαραγωγή σύμφωνα με τη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη, μάλιστα, ότι, προκειμένου οι καλλιτέχνες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να απολαύσουν την προστασία που τους παρέχεται από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, χρειάζεται να βγουν από την ανωνυμία τους, εκθέτοντας την ταυτότητά τους και θέτοντας ενδεχομένως τους ίδιους σε κίνδυνο δίωξης για τη δημιουργία του έργου εξαρχής. Ο ‘βανδαλισμός’ της ξένης ιδιοκτησίας δεν παύει να υπόκειται σε ποινική μεταχείριση, ανεξαρτήτως του πόσο όμορφο, καλαίσθητο και περίτεχνο μπορεί να είναι ένα έργο, ιδίως λόγω έλλειψης της απαιτούμενης άδειας από τον ιδιοκτήτη. Ως εκ τούτου, οι καλλιτέχνες αυτοί κινούνται σε μία λεπτή γραμμή, η οποία είναι δυνατό να τους αποτρέψει από την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους ή, κατ’ επέκταση, από την περαιτέρω εξωτερίκευση της δημιουργικής τους υπόστασης.

Ωστόσο, αμφισβητείται και δεν είναι ξεκάθαρο μέχρι και σήμερα ποιος είναι ο πραγματικός δικαιούχος του έργου που έχει αναρτηθεί στους τοίχους ενός κτιρίου, ο καλλιτέχνης ή ο ιδιοκτήτης του οικοδομήματος. Η νομολογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ανεπαρκής και τα νομικά αυτά ζητήματα δεν έχουν επιλυθεί. Μοναδική πηγή αποτελούν τα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση γνωστή ως ‘5Pointz’.

Ο Gerald Wolkoff, ως προστάτης των καλλιτεχνών αυτών, κάποτε τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν τα εγκαταλειμμένα κτίριά του στο Long Island City, Queens (γνωστό ως 5Pointz) ως καμβά. Για 20 χρόνια, καλλιτέχνες ζωγράφιζαν και επισκέπτες έρχονταν από όλο τον κόσμο για να απολαύσουν αυτό το μοναδικό έκθεμα σε ένα κατά τα άλλα ξεχασμένο σημείο της πόλης. Η περιοχή γύρω από το 5Pointz σταδιακά αναβαθμίστηκε λόγω αυτού και οι αξίες των ακινήτων αυξήθηκαν. Τότε ο Wolkoff αποφάσισε να μετατρέψει τις αποθήκες του σε διαμερίσματα και το 2013 προς μεγάλη απογοήτευση και απόγνωση των καλλιτεχνών graffiti προχώρησε σε ασβέστωμα των κτιρίων και ολική καταστροφή των έργων τέχνης. Ύστερα από πολλούς δικαστικούς αγώνες, τον Φεβρουάριο του 2020, ένα περιφερειακό ομοσπονδιακό δικαστήριο δικαίωσε τους καλλιτέχνες κι επιδίκασε λόγω κακής πίστης του Wolkoff το ποσό των 6,75 εκατομμυρίων δολαρίων ως νόμιμη αποζημίωση, χορηγώντας 150.000 δολάρια σε καθένα από τα 45 αναρτηθέντα graffiti. Βέβαια, εάν τα έργα είχαν δημιουργηθεί παράνομα χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη γίνεται δεκτό ότι το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας του Wolkoff θα υπερίσχυε του δικαιώματος πάνω στο δημιούργημα.

Η δικαστική αυτή απόφαση θεωρείται ορόσημο και αποτέλεσε μεγάλη νίκη των καλλιτεχνών graffiti, αφού έκτοτε αυξήθηκε η κοινωνική εκτίμηση της τέχνης του δρόμου και οι καλλιτέχνες graffiti έγιναν συνομήλικοι των παραδοσιακών ομολόγων τους, αγαπητοί στα μουσεία, τις γκαλερί, τους οίκους δημοπρασιών και τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα, είναι εμφανές ότι η ελληνική Πολιτεία έχει αρχίσει να παίρνει σοβαρά την υπόθεση «τέχνη του δρόμου» στην Αθήνα, υλοποιώντας προγράμματα ανάθεσης σε καλλιτέχνες την ανανέωση των γκρίζων και
ξεφτισμένων σοβάδων της πρωτεύουσας με έργα graffiti.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News