Σύμφωνα με το άρθρο 93 του Συντάγματος οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Επιπλέον, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση, ενώ παράλληλα, νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του άρθρου 93. Το ίδιο το Σύνταγμα, λοιπόν, καθιστά τη δημοσιότητα θεμελιώδη αρχή της δίκης, μέσα από τον δημόσιο χαρακτήρα των συνεδριάσεων και την δημόσια απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων, έτσι ώστε το έργο της δικαστικής εξουσίας να ελέγχεται από τον κυρίαρχο λαό.
Πράγματι, η αξία και η αναγκαιότητα της αρχής της δημοσιότητας ανατρέχει στην εποχή του εξεταστή –Δικαστή και την μυστικότητα του εκτελεστικού συστήματος, όταν όχι μόνο ο κατηγορούμενος δεν είχε καν επίγνωση των στοιχείων που υπήρχαν εις βάρος του, προκειμένου να οργανώσει καλύτερα την υπεράσπισή του, αλλά και οι λοιποί συντελεστές της δίκης και κατ’ επέκταση ο ίδιος ο λαός βρίσκονταν σε πλήρη άγνοια σχετικά με την πορεία της δίκης και όσων διαδραματίζονταν σε αυτή μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Στα χρόνια, δε, που ακολούθησαν και στο δρόμο που χάραξαν οι αρχές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης επιβλήθηκε ένα νέο πλέγμα δικονομικών κανόνων, στα πλαίσια του οποίου καθιερώθηκε θεσμικά και η δημοσιότητα της δίκης και ως εκ τούτου ο κοινωνικός και πολιτικός έλεγχος της δικαστικής εξουσίας, θέτοντας ένα σαφές και ισχυρό ανάχωμα σε τυχόν αυθαιρεσίες της. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι η αρχή της δημοσιότητας καθιερώνεται στην ελληνική έννομη τάξη ήδη με το Σύνταγμα της Τροιζήνας.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 1 του ΚΠολΔ «οι συνεδριάσεις όλων των πολιτικών δικαστηρίων γίνονται δημόσια. Η διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης γίνεται μυστικά. Όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων, εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με τρόπο ανάρμοστο και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 329 του ΚΠΔ «η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Απαγορεύεται όμως η παρουσία στο ακροατήριο προσώπων που κατά την ελεύθερη κρίση εκείνου που διευθύνει την συζήτηση δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας τους. Αν πρόκειται για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών απ’ το συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται η δίκη να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς διάκριση η είσοδος στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί ο αριθμός αυτός».
Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι το ελάχιστο δυνατό περιεχόμενο της έννοιας της δημοσιότητας είναι η δυνατότητα ακώλυτης φυσικής παρουσίας του λαού στα ακροατήρια των δικαστηρίων. Πρόκειται για τη λεγόμενη άμεση δημοσιότητα ή «λαϊκή δημοσιότητα», την δυνατότητα δηλαδή όποιος το επιθυμεί να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη της διαδικασίας με τις δικές του αισθήσεις, μέσα από την αυτούσια παρουσία στο ακροατήριο. Παράλληλα, γίνεται λόγος και για την έμμεση δημοσιότητα, την κάλυψη των δικών δηλαδή από δημοσιογράφους. Τέλος, υπάρχει και μια Τρίτη άποψη, η οποία διασπά την έμμεση δημοσιότητα, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 93 του Συντάγματος προστατεύει την κάλυψη των δικών από τα έντυπα μέσα, ενώ αποκλείει τα ηλεκτρονικά, την μετάδοση δηλαδή της δίκης από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και την κινηματογράφηση και την μαγνητοσκόπησή της. Αυτή την τελευταία άποψη υιοθετεί και η ελληνική έννομη τάξη, αφού σε αντίθεση με άλλες, όπως λόγου χάριν το αμερικανικό παράδειγμα, απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση δίκης (άρθρο 8/ Ν. 3090/2002). Η διαφοροποίηση αυτή βασίζεται στην, έτσι κι αλλιώς, συνταγματικά διαφορετική αντιμετώπιση του Τύπου και της ραδιοτηλεόρασης από τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος αντίστοιχα. Ειδοποιός διαφορά των μέσων αυτών είναι η διαφορετική δύναμη που έχουν από τη φύση τους να επιβάλλουν ότι μεταδίδουν ως πραγματικό, απευθύνοντας στην όραση των δεκτών αυτούσιες εικόνες.
Από την ως άνω περιγραφεί προκύπτει ότι η αρχή της δημοσιότητας αποτελεί θεσμική εγγύηση για την ίδια την λαϊκή κυριαρχία και ως εκ τούτου εκδήλωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, μέσα από την ανεπηρέαστη απονομή της δικαιοσύνης και την ενίσχυση του αισθήματος της ευθύνης και της αμεροληψίας των δικαστικών λειτουργούν. Παράλληλα, ωστόσο, η ελληνική έννομη τάξη θεσπίζει ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή της δημοσιότητας των δικαστηρίων, η οποία καταρχήν οριοθετείται από τα χρηστά ήθη, αλλά και την διακριτική ευχέρεια που δίνεται στον Πρόεδρο του δικαστηρίου να μπορεί να διατάσσει περιορισμό των παρευρισκόμενων προσώπων, προκειμένου να εξυπηρετείται καλύτερα η λειτουργικότητα της διαδικασίας. Επιπλέον, βασικοί περιορισμοί, όταν η αρχή της δημοσιότητας συναρτάται με την λειτουργία των ΜΜΕ και την ελευθερία του Τύπου, μία ακόμα συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή, είναι αυτοί της προστασίας της προσωπικότητας των εμπλεκόμενων σε μια δίκη μερών, αλλά και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Πολύ περισσότερο, το άρθρο 93 του Συντάγματος θα πρέπει να εξετάζεται μέσα από την τριπλή του υπόσταση, ήτοι την προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος, το δικαίωμα της πληροφόρησης του κάθε πολίτη και το δικαίωμα του κατηγορουμένου για σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης!

