Δικηγορικό Γραφείο
«Βία και παρενόχληση στον χώρο εργασίας υπό τον νέο ν. Ν.4808/2021-Μια ποινική προσέγγιση των νεοπαγών διατάξεων» (Μέρος Α΄)

Υπό το βάρος των εκτεταμένων φαινομένων βίας και επιθετικότητας σε βάρος προσώπων λόγω φύλου, εθνικότητας, κατάχρησης σχέσης εξάρτησης, σεξουαλικού προσανατολισμού, οπαδικών προτιμήσεων κλπ., που δυστυχώς αυξάνονται εκθετικά στην σύγχρονη εποχή εντός των χώρων συλλογικής συνύπαρξης (σχολεία, εργασιακοί χώροι, γήπεδα κτλ.), και μετά την ψήφιση του ν. 4692/2020 που, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, η πολιτεία κλήθηκε να ενισχύσει περαιτέρω το πλέγμα προστασίας των θυμάτων της κάθε είδους επιθετικότητας εντός τέτοιου χώρου.

Εκεί στοχεύει, λοιπόν, η θέση σε ισχύ του ν. 4808/2021 για το «mobbing» (εκφοβισμός/παρενόχληση) στον χώρο εργασίας (γνωστός και ως «νόμος Χατζηδάκη», κυρίως για τις λοιπές διατάξεις της που αφορούν σε πιο stricto sensu εργασιακά ζητήματα). Κατ’ ουσίαν αποτελεί κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του Ο.Η.Ε (ειδικευμένη οργάνωση του Ο.Η.Ε που επιδιώκει την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων[1]) για την εξάλειψη των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας. Ο νέος νόμος αποτελεί, ουσιαστικά, και συνέχεια του ν. 3896/10 (περί της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης), ως και του ν. 4443/2016 (περί της ίσης μεταχείρισης προσώπων στην απασχόληση, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής). Σήμερα, μάλιστα, οι επίμαχες προβλέψεις του ν. 4808/2021 (Μέρος ΙΙ αυτού) έχουν ενσωματωθεί αυτούσιες και στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (π.δ. 80/2022).

Διατρέχοντας, λοιπόν, τις εν λόγω διατάξεις θα επιχειρήσουμε, με την παρούσα δημοσίευση, να κάνουμε μια prima facie αποκωδικοποίησή τους, με γνώμονα, όχι τόσο την αστική/διοικητική διευθέτησή των διαφορών που ρυθμίζει, όσο, κυρίως, την αντιμετώπισή τους από πλευράς ποινικού δικαίου.

Έτσι, στο άρθρο 2 διαπιστώνουμε, καταρχάς, ότι σκοπός του νέου νόμου είναι η κατοχύρωση ενός πλαισίου «για την πρόληψη, την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση των μορφών συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης», προς δημιουργία ενός ασφαλούς, από κάθε άποψη, περιβάλλοντος εργασίας.

Στο άρθρο 3 παρατηρούμε ότι η εφαρμογή του νόμου αφορά στους εργαζομένους εν ευρεία εννοία (όχι μόνον τους εργαζόμενους ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, υπό μορφή μισθωτής, εξαρτημένης ή παροχής έργου, απασχόλησης, αλλά και τους ασκούμενους, τους μαθητευόμενους, τους εθελοντές, τους αιτούντες εργασία και τους ανασφάλιστους). Κάτι που, ασφαλώς, διευρύνει τους αποδέκτες της προστασίας, αφού δεν προϋποτίθεται λ.χ. η ύπαρξη σύμβασης εργασίας, ή η διαρκής παρουσία του θιγόμενου ατόμου στον χώρο εργασίας. Ενδεικτικά, λοιπόν, ως κολάσιμη συμπεριφορά υπό τον νέο νόμο μπορεί να νοηθεί και γεγονός που έλαβε χώρα σε συνέντευξη υποψηφίου για θέση εργασίας από τον εργοδότη ή τον υπεύθυνο διενέργειας της εν λόγω συνέντευξης. Το τελευταίο, άλλωστε, ότι δηλ. δεν απαιτείται η παρουσία του θύματος στο χώρο εργασίας, συνάγεται και εκ του ότι οι συμπεριφορές που εμπίπτουν στις παραβιάσεις του νόμου μπορούν να λάβουν χώρα και κατά την απομακρυσμένη επικοινωνία μέσω τεχνολογίας ή ακόμη και κατά την μετακίνηση από και προς την εργασία όπως και σε κάθε τυχόν μετακίνηση που σχετίζεται με αυτήν (άρθρο 4 νόμου).

Ποινικώς, τώρα, η έννοια της βίας και της παρενόχλησης, ως συστατικό στοιχείο της παράνομης συμπεριφοράς, και ως τυποποιείται στο άρθρο 4 του νόμου («μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη…μορφές συμπεριφοράς που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος…»), εκ πρώτης όψεως αποδίδει στην πράξη όχι μόνον μορφή αδικήματος βλάβης, αλλά και διακινδύνευσης. Διαπιστώνουμε, μάλιστα, ότι στην ανωτέρω έννοια περιλαμβάνεται και εκείνη που είναι πρόσφορη να προξενήσει και ψυχολογική βλάβη (εκτός από οικονομική ή σεξουαλική). Και με την εν λόγω πρόβλεψη εισάγεται ένα διευρυμένο πλαίσιο προστασίας, με τη ρητή αναφορά περί ψυχολογικής βλάβης, τουτέστιν μίας πιο αόριστης όσο και «συμπεριληπτικής» μορφής βλάβης που δεν συγκεκριμενοποιείται στα προαναφερθέντα συναφή νομοθετήματα περί ίσης μεταχείρισης. Συνεπώς, δεν απαιτείται πάντα απτή, βεβαία και αποδεδειγμένη βλάβη του θύματος, όπως λ.χ. στα αδικήματα σωματικής βλάβης του ΠΚ που τούτη πρέπει να αποδεικνύεται και μάλιστα, κατά κανόνα, εξ εγγράφου.

Τούτο, πάντως, είναι εύλογο ότι θα προκαλέσει δυσχέρειες και στον αποδέκτη της καταγγελίας (φερόμενο δράστη της παρενοχλητικής ή κακοποιητικής συμπεριφοράς), δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου, το βάρος απόδειξης ότι δεν προκλήθηκε η όποια καταγγελλόμενη βλάβη το φέρει ο ίδιος (επί αυτού, θα επανέλθουμε). Στο ίδιο άρθρο, πάντως, διαπιστώνουμε ότι ο ορισμός της έμφυλης παρενόχλησης τίθεται και διακριτώς, σε σχέση με την σεξουαλική παρενόχληση (άρθρο 4 παρ. 1). Επιλογή με την οποία η προσβλητική συμπεριφορά με αποκλειστικό κριτήριο το φύλο του αποδέκτη τους, καταχωρούνται και ως πράξεις ξεχωριστής απαξίας, τουλάχιστον ως αντικείμενο εργατικής/αστικής καταγγελίας ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας ή του Συνηγόρου του Πολίτη με βάση τον παρόντα νόμο. Από την άλλη, βέβαια, η παρενόχληση λόγω φύλου περιλαμβάνει, κατά την παρ. 2 περ. γ΄ του ίδιου άρθρου, και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010 (βλ. άρθρο 2 περ. δ΄ ν. 3896/2010). Στο εν λόγω ζήτημα θα επανέλθουμε.

Βεβαίως, είναι πρόδηλο ότι στο ν. 4808/2021 δεν περιλαμβάνονται ειδικές ποινικές διατάξεις για καμία εκ των οριζόμενων ως παράνομων συμπεριφορών. Όπως λ.χ. σε έτερους νόμους που διαλαμβάνουν άρθρα με τον γνωστό τίτλο «ποινικές κυρώσεις» ή σε αμιγώς ειδικούς ποινικούς νόμους (ενδεικτικά ν.3500/06 περί ενδοοικογενειακής βίας, ν. 4624/2019 περί Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ν. 2121/93 περί προστασίας της πνευμ. ιδιοκτησίας, ν. 4285/2014 περί ποινικοποίησης πράξεων ρατσισμού και ξενοφοβίας κλπ.). Συνακόλουθα, δεν τυποποιούνται διακριτά αδικήματα ούτε για τους παρενοχλούντες, ούτε για τους εργοδότες, σε σχέση με τον Ποινικό Κώδικα. Ούτε ιδιώνυμα αυτών, με επαχθέστερη ποινική αντιμετώπιση. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι συμπεριφορές που εμπίπτουν στους ορισμούς του παρόντος νόμου δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν, ταυτοχρόνως, και γνωστά ποινικά αδικήματα που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. 

Ειδικότερα, με τις σχετικές διατάξεις του ν. 4808/2021 φαίνεται ότι διαμορφώνονται δύο (grosso modo) κατηγορίες αξιόποινης συμπεριφοράς ποινικού ενδιαφέροντος: αυτή της ηθικής παρενόχλησης (οι πράξεις που κατά το ν.4808/2021 άγουν σε προσβολή αξιοπρέπειας ή ψυχολογική βλάβη ή δημιουργία εκφοβιστικού ή εξευτελιστικού κλίματος) και εκείνη της σεξουαλικής παρενόχλησης (άγουν κατά τον ορισμό του ίδιου νόμου σε σεξουαλική ή σωματική βλάβη ή, και εδώ, σε δημιουργία επιθετικού ή εξευτελιστικού περιβάλλοντος).

Υπάγοντας, τώρα, τις ως άνω συμπεριφορές στο πλαίσιο εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα, στην «ομπρέλα» της ηθικής παρενόχλησης θα μπορούσαμε να εντάξουμε, όχι περιοριστικώς, τα αδικήματα της εξύβρισης (361 ΠΚ), απειλής (333 ΠΚ), παράνομης βίας (330 ΠΚ), συκοφαντικής δυσφήμησης (362-363 ΠΚ), παράβασης υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 παρ. 2 ΠΚ), ως και τα αδικήματα περί προσβολών ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας (άρθρα 370, 370Α έως 370Ε και 371 ΠΚ)[2]. Όλα δηλ. τα αδικήματα που «μοιράζονται» ως κοινό στόχο και αποτέλεσμα την προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας του εργαζομένου ατόμου ή/και τη δημιουργία εχθρικού κλίματος με στόχο τον υποβιβασμό και την απομόνωση του ή τον εξαναγκασμό του σε πράξη ή παράλειψη, ακόμη και δια της παράνομης επεξεργασίας/κοινοποίησης προσωπικών του συνομιλιών, εγγράφων ή αρχείων ή (συνηθέστερα) με την απειλή περί τούτου. Παράδειγμα: προϊστάμενος επιδεικνύει υποτιμητική συμπεριφορά σε βάρος υφιστάμενης υπαλλήλου ενώπιον των υπολοίπων συναδέλφων τους, την οποία εξυβρίζει επανειλημμένως λόγω υπηρεσιακών διαφορών τους, και όταν η ίδια του γνωστοποιεί ότι θα τον καταγγείλει στην Επιθεώρηση Εργασίας με βάση τον παρόντα νόμο, εκείνος την απειλεί με κοινοποίηση προσωπικών της μηνυμάτων και φωτογραφιών ερωτικού περιεχομένου, τα οποία ανηύρε λόγω κατοχής του προσωπικού κωδικού της για τον εταιρικό υπολογιστή της.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι λόγω της ήδη αναλυθείσας διατύπωσης του άρθρου 4 του νόμου («…μορφές συμπεριφοράς…που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη») η ως άνω κατηγορία της ηθικής παρενόχλησης περιλαμβάνει και κατεξοχήν αδικήματα διακινδύνευσης (όπως απειλή ή συκοφαντική δυσφήμηση).

Όσον αφορά, τώρα, στην κατηγορία της σεξουαλικής παρενόχλησης, οι πράξεις της εν λόγω κατηγορίας θα μπορούσαν να διωχθούν (κατ’ εφαρμογή του Ποινικού Κώδικα) ως προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 παρ. 1 ΠΚ), προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας επαγγελματικά εξαρτώμενου ατόμου (άρθρο 337 παρ. 4 ΠΚ), και κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, που μάλιστα αφορά σε κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης ή σε εκμετάλλευση άμεσης ανάγκης για εργασία (άρθρο 343 περ. α΄ και β΄ ΠΚ)[3]. Ο βιασμός (άρθρο 336 ΠΚ), εντούτοις, ως πράξη ιδιαίτερα σκληρή εκφεύγει της έννοιας απλής «παρενόχλησης» και δεν μπορεί να υπαχθεί στην εν λόγω κατηγορία, αφού προϋποθέτει και βίαιο εξαναγκασμό σε γενετήσια πράξη.

Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι θεωρητικώς, προς ποινική διερεύνηση ειδικά της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας εργαζομένου (άρθρου 337 παρ. 4 ΠΚ) και της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη εργαζομένου ή υποψήφιου/αναζητούντος θέσεως εργασίας (343 περ. α΄ και β΄ ΠΚ), αρκεί η προσφυγή του θύματος ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας ή του Συνηγόρου του Πολίτη, κατ’ άρθρο 12 του παρόντος νόμου (βλ. και κατωτ.), και δεν απαιτείται, επιπροσθέτως, και η υποβολή εγκλήσεως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα. Τούτο διότι τα εν λόγω αδικήματα διώκονται, πλέον, αυτεπαγγέλτως κατά τον νέο ΠΚ (ως τροπ. με ν.4855/2021). Κάτι που ισχύει και για όσα από τα προεκτεθέντα αδικήματα της κατηγορίας της ηθικής εργασιακής παρενόχλησης διώκονται αυτεπαγγέλτως (υπενθυμίζεται λ.χ. ότι η απειλή εργαζομένου έχει αναβαθμιστεί σε τέτοιο αδίκημα, κατ’ άρθρο 333 παρ. 2 νέου ΠΚ).

 Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η εκάστοτε παθούσα (ή παθών) θα πρέπει να αγνοήσει το δικαίωμα υποβολής και της σχετικής εγκλήσεως (κάθε άλλο). Αναφέρονται απλώς προς διευκρίνιση ότι οι ανωτέρω Αρχές (ΣΕΠΕ και Συνήγορος του Πολίτη) θα πρέπει να διαβιβάζουν τις σχετικές καταγγελίες στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες (οσάκις, ασφαλώς, οι πράξεις που καταγγέλλονται φέρουν το χαρακτήρα των εν λόγω, αυτεπαγγέλτως διωκόμενων, ποινικών αδικημάτων). Κάτι που προκύπτει, άλλωστε, και από την πρόβλεψη του άρθρου 17 παρ. 3 περ. δ΄ του παρόντος νόμου όπου αναφέρεται ότι το ΣΕΠΕ συνεργάζεται και ανταλλάσσει στοιχεία με «κάθε άλλη δημόσια αρχή που μπορεί να της παράσχει συνδρομή, στο μέτρο της αρμοδιότητάς της». Αντιστοίχως, η υποχρέωση του Συνηγόρου του Πολίτη να διαβιβάζει την έκθεση του στον αρμόδιο Εισαγγελέα, επί ενδείξεων τέλεσης ποινικού αδικήματος, πηγάζει από το άρθρο 4 παρ. 12 ν. 3094/03.

Από τις δύο ανωτέρω κατηγορίες (πράξεις ηθικής και σεξουαλικής παρενόχλησης), θα μπορούσαμε ίσως να εξαιρέσουμε τις πράξεις εκείνες που κατά τον ν.4808/2021 προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν και σωματική ή οικονομική βλάβη (κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 4808/2021). Εδώ, κατά την άποψή μας, εμπίπτει λ.χ. το αδίκημα της σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων που συνδέονται με σχέση εργασίας με τον δράστη (άρθρο 312 παρ. 1 ΠΚ), δεδομένου ότι, κατ’ ορθότερη ερμηνεία της έννοιας του αδυνάμου, τέτοιο τυγχάνει όχι μόνον το θύμα που αδυνατεί να υπερασπιστεί εαυτόν (συνεπεία λ.χ., νάρκωσης, υπερβολικής μέθης ή λήψης ναρκωτικών ουσιών, αναπηρίας, γήρατος, πρόσδεσης, παραλυτικού φόβου/σοκ από την σε βάρος του τελούμενη πράξη κτλ.) αλλά και το θύμα σωματικής βλάβης που δεν αντιδράει στην πράξη που υπέστη λόγω φόβου για τις επαγγελματικές επιπτώσεις της καταγγελίας του[4]. Ερμηνεία που πρέπει, εντούτοις, να επικυρωθεί και νομολογιακώς από τα Ποινικά Δικαστήρια.

Ενώ, πολλά εκ των ανωτέρω αδικημάτων θα μπορούσαν να διωχθούν επαχθέστερα υπό την ταυτόχρονη εφαρμογή του άρθρου 82Α ΠΚ περί εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, διάταξη που συνιστά, κατ’ ουσίαν, λόγο επαύξησης της ποινής, αφού αποτελεί διακεκριμένη μορφή του εκάστοτε βασικού αδικήματος[5]. Αυτό προκύπτει από την ακριβή έννοια που αποδίδεται στον όρο «παρενόχληση» στο άρθρο 4 παρ. 2 περ. β΄ του παρόντος νόμου («…παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης»).

Ειδικώς, τέλος, ως προς την έμφυλη παρενόχληση, τούτη συνιστά διακριτή περίπτωση παρενόχλησης (βλ. και άρθρο 4 παρ. 2 περ. γ΄ του παρόντος νόμου) που αποσκοπεί στην καλλιέργεια σεξιστικού και εχθρικού κλίματος προς τις γυναίκες εργαζόμενες. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εμπεριέχουσα την σεξουαλική παρενόχληση, με την τελευταία δηλ. να αποτελεί υποκατηγορία της[6]. Κάτι που προκύπτει και από τον ίδιο το νόμο (βλ. εδ. β΄ της ως άνω διάταξης «οι μορφές συμπεριφοράς αυτές περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010»).

Κατά την άποψή μας, η διατύπωση αυτή εκ πρώτης όψεως μοιάζει εύστοχη, υπό την έννοια ότι πράγματι η σεξουαλική παρενόχληση, ιδίως γυναίκας, εντάσσεται στην γενικότερη σεξιστική αντίληψη του άνδρα δράστη. Ίσως, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο υποβιβασμού της απαξίας των σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος γυναικών, δεδομένου ότι κάθε μορφή σεξουαλικής πλήξης (έστω και ελαφράς) συνιστά πιθανότατα κάτι το μείζον σε σχέση με τις ελαφρύτερες μορφές, αυστηρώς και μόνον, έμφυλης παρενόχλησης. Παράδειγμα: ένα δημόσια εκπεφρασμένο υποτιμητικό σχόλιο σε βάρος γυναίκας εργαζομένης από συνάδελφό της με μοναδικό κριτήριο το φύλο της, πράξη που πληροί τις προϋποθέσεις έμφυλης παρενόχλησης κατά τον παρόντα νόμο, επισύρει μικρότερη αποδοκιμασία σε σχέση λ.χ. με ενδεχόμενη θώπευσή της ή επίδειξη των γεννητικών οργάνων του δράστη ενώπιόν της, με στόχο την γενετήσια ικανοποίησή του.

Σε κάθε περίπτωση, οι αυστηρώς νοούμενες πράξεις έμφυλης βίας και παρενόχλησης (τουτέστιν με αποκλειστικό κριτήριο το φύλο του θύματος) του ν. 4808/2021 δεν παραπέμπουν σε κάποιο, αυτοτελώς τυποποιούμενο, αντίστοιχο ποινικό αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα. Αφού τέτοιο δεν υφίσταται, με εξαίρεση την κατάπειση σε ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων, του άρθρου 315 ΠΚ, πράξη για την οποία πολύ δύσκολα, ωστόσο, θα τύχει εφαρμογής ο παρών νόμος. Προσοχή: τα αδικήματα της σωματικής βλάβης και απειλής κατά αδυνάμων ατόμων, κατά τα άρθρα 312 παρ. 1 και 2 και 333 παρ. 2 ΠΚ, αλλά και το έγκλημα της εκδικητικής πορνογραφίας, κατά το νεοπαγές άρθρο 346 ΠΚ, ναι μεν έχουν ως στόχο, κατά κύριο λόγο, θύματα-γυναίκες, ωστόσο δεν αφορούν σε ποινικοποίηση συμπεριφορών που λαμβάνουν χώρα με αποκλειστικό κριτήριο το φύλο (ενδεικτικώς σελ. 62 αιτιολογικής έκθεσης ν. 4619/2019, κατά την οποία η αδύναμη θέση στο άρθρο 312 ΠΚ προκύπτει, νομοτεχνικά, από τις δεσμεύσεις της συμβίωσης και όχι από το φύλο του παθόντος, αλλά και αιτιολογική έκθεση ν. 4947/2022 όπου προβλέπεται ότι η ανάγκη προσθήκης του ως άνω άρθρου 346 ΠΚ αφορά στον αυτοτελή κολασμό πράξεων που έχουν «ως   συχνότερους αποδέκτες, ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως ενδεικτικά είναι οι ανήλικοι ή κάθε άλλο πρόσωπο που αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του», επίσης δηλ. δεν κάνει ρητώς λόγο για αξιόποινο κίνητρο σχετικό με το φύλο). Εντούτοις, υποστηρίζεται τεκμηριωμένα και το αντίθετο, ότι δηλ. η μη συναινετική δημοσιοποίηση υλικού σεξουαλικής δραστηριότητας συνιστά μορφή έμφυλης βίας, με χαρακτηριστικά «κυβερνοβίας»[7].

 Ωστόσο, και οι πράξεις έμφυλης βίας και παρενόχλησης του ν. 4808/2021 υπάγονται στο άρθρο 82Α ΠΚ, με αποτέλεσμα για τα αδικήματα που τυποποιούνται στις ήδη υφιστάμενες ποινικές διατάξεις, με πληττόμενο έννομο αγαθό λχ. τη ζωή, τη γενετήσια ελευθερία, τη σωματική ακεραιότητα, την τιμή και την προσωπική ελευθερία, να προβλέπεται αυστηρότερο πλαίσιο επαπειλούμενης ποινής, εφόσον η επιλογή του παθόντος έγινε λόγω των χαρακτηριστικών του φύλου του. Σημειωτέον εδώ ότι, ήδη, υφίσταται τεράστια πίεση από νομικούς κύκλους αλλά και πολιτικές, κοινωνικές και φεμινιστικές οργανώσεις πανευρωπαϊκά να τυποποιηθεί ως διακριτό έγκλημα στις εγχώριες ποινικές έννομες τάξεις η γυναικοκτονία.

Αδικήματα με ρητά διατυπωμένο έμφυλο χαρακτήρα τυποποιούνται, παρόλα αυτά, σε συγκεκριμένους ειδικούς ποινικούς νόμους σήμερα, όπως, χαρακτηριστικώς, στο άρθρο 25 παρ. 1 π.δ. 80/2022 (Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου), όπου προβλέπεται ότι «όποιος, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό, παραβιάζει την κατά το παρόν Κεφάλαιο απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης για λόγους…..ή χαρακτηριστικών φύλου…..τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ». Διάταξη που, ωστόσο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί συμπεριφοράς εμπίπτουσας στον ν. 4808/2021, αφού αφορά στην αντιμετώπιση των καταναλωτών/πελατών και όχι των εργαζομένων. Αντιθέτως η, κατά το ίδιο Π.Δ., διακριτική μεταχείριση εργαζομένου με βάση το φύλο του, επισύρει μόνον διοικητικές κυρώσεις (άρθρο 25 παρ. 2 Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου).

Το αυτό ισχύει και με τις διατάξεις του ν. 3500/06 περί ενδοοικογενειακής βίας, αφού ακόμη και αν υποτεθεί ότι προβλέπουν την ποινική τιμώρηση συμπεριφορών καθαρά έμφυλου χαρακτήρα (ισχύει εν μέρει, αφού κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας «κοινωνικά, εκδηλώνεται πρωτίστως σε βάρος των γυναικών, παραβιάζοντας ευθέως την αναγνωρισμένη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητας των δύο φύλων….με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται καθοριστικά και, σε κάθε περίπτωση, αρνητικά η ελεύθερη ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας….το νομοσχέδιο έχει σκοπό να προστατεύσει, πέραν των γυναικών, ευρύτερο κύκλο προσώπων, όπως τα παιδιά, τους υπερηλίκους, τους ανήμπορους κ.ά.»), και πάλι δεν μπορούν να επιστρατευθούν για την ποινική δίωξη συμπεριφοράς έμφυλης παρενόχλησης κατά τον ν. 4808/2021. Αφού, και στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η  εργασιακή σχέση μεταξύ δράστη και θύματος. Ενόψει τούτων, η έμφυλη μεταχείριση κατά τον παρόντα νόμο φαίνεται να υπόκειται στην ταυτόχρονη εφαρμογή του ποινικού δικαίου (παρεκτός του αστικού), οσάκις αφορά σε πράξεις που στοιχειοθετούν και σεξουαλική παρενόχληση.

[1] Βλ. ορισμό της ILO στην επίσημη ιστοσελίδα OHE «https://unric.org/el/ilo»

[2] Έτσι Ν.Γεωργουλέας, Ποινικές Εκφάνσεις της ηθικής παρενόχλησης, ΕπΕργατΔικ Ιουλ-Αυγ 2022, Τευχ. 7, σελ. 969-984

[3] Έτσι και Χ.Χιόνη-Χότουμαν, Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας και ο ρόλος του Ποινικού Δικαίου, σε ΕπΕργατΔικ , Τόμος 81, Τευχ. 7, Ιούλιος-Αύγουστος 2022, σελ. 957 επ.

[4] Έτσι και Ν.Γεωργουλέας, ως ανωτ., σελ. 977

[5] Βλ. και Κ.Κοσμάτο σε Α.Χαραλαμπάκη, Ερμηνεία νέου ΠΚ, ΝομΒιβλ. 2020, σελ. 649

[6] Βλ. Χ.Χιόνη-Χότουμαν, ως ανωτ., σελ. 958 και 966

[7] Έτσι Γ.Τσόλιας, Ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων, αποκλειστικά προσωπική δραστηριότητα και Revenge porn – με αφορμή την ΑΠ 686/2021 ΠοινΔικ 2022, σελ. 368 επ.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News