Το οικογενειακό μας δίκαιο διέπεται από τον Νόμο 4800/21-5-21 ο οποίος τροποποίησε σημαντικά άρθρα του ΑΚ αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων. Η σημαντικότερη αλλαγή που έφερε ο συγκεκριμένος νόμος είναι η τροποποίηση του άρθρου 1513 ΑΚ σύμφωνα με την οποία, μετά τη λύση του γάμου η τη διακοπή της συμβίωσης, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι όταν ο νόμος αναφέρεται στην «άσκηση» της γονικής μέριμνας ουσιαστικά αναφέρεται στην επιμέλεια του τέκνου. Η γονική μέριμνα αποτελεί το ευρύτερο γονεϊκό δικαίωμα που περιλαμβάνει την διοίκηση της περιουσίας του ανηλικου, την εκπροσώπησή του σε δικαστήρια και αρχές και την επιμέλεια του προσώπου του. Η επιμέλεια του προσώπου είναι η άσκηση της γονικής μέριμνας. Με το προϊσχύσαν δίκαιο, ακόμα και μετά το χωρισμό, την γονική μέριμνα εξακολουθούσαν να έχουν από κοινού οι γονείς, ενώ ανατίθεντο στον ένα γονέα η άσκησή της, δηλαδή η επιμέλεια. Με τον ισχύοντα νόμο, εξακολουθούν οι γονείς μετά το χωρισμό, να έχουν από κοινού όχι μόνο τη γονική μέριμνα αλλά και την άσκηση της δηλ. την επιμέλεια.
Η ρύθμιση αυτή, σαφέστατα ευνοεί τη θέση του πατέρα σε σχέση με το προϊχύσον δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο μετά τη λύση του γάμου ή τη διακοπή της συμβίωσης το δικαστήριο αποφάσιζε σχετικά με το καταλληλότερο πρόσωπο για την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων και λόγω της βιοκοινωνικής της υπεροχής, ήταν το πρόσωπο της μητέρας του τέκνου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το νέο δίκαιο, εισάγεται η «συνεπιμέλεια» των γονέων ως ο γενικός κανόνας μετά τον χωρισμό. Ο όρος συνεπιμέλεια σύμφωνα με τις κοινές παραδοχές του οικογενειακού δικαίου και όπως γινόταν παγίως δεκτό από το 1983 -που τέθηκε ο σχετικός κανόνας στο άρθρο 1510ΑΚ-, συνδέεται με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, τμήμα της οποίας συνιστά και η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου.
Συνεπιμέλεια, επομένως, σημαίνει ισότιμη συναπόφαση και σύμπραξη των γονέων σε όλα τα ζητήματα της επιμέλειας, -εκτός από τα πολύ τρέχοντα ή επείγοντα, τα οποία μπορεί να επιχειρεί και μόνος του ο κάθε γονέας κατ’ άρθρο 1516 ΑΚ. Παρατηρήθηκε ωστόσο, ότι από κάποιο σημείο και μετά, στη πορεία της δημόσιας συζήτησης και κατά την διαδικασία ψήφισης του νέου νόμου, δόθηκε ένα άλλο περιεχόμενο στην παραπάνω γνωστή έννοια της συνεπιμέλειας, αυτό της ίσης/ εξ ημισείας επιμέλειας, το οποίο ταυτίστηκε μάλιστα, με την ισόχρονη παραμονή του παιδιού με τον καθένα από τους γονείς. Ταυτίστηκε λοιπόν η συνεπιμέλεια με την ισόχρονη εναλλασσόμενη κατοικία του τέκνου. Οι υποστηριχτές της ερμηνείας αυτής του όρου της συνεπιμέλειας, στάθηκαν στην προσθήκη του όρου «εξίσου» στα άρθρα 1510 και 1513 ΑΚ στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Ωστόσο, «συνεπιμέλεια» και «ισόχρονη επιμέλεια» είναι δυο διαφορετικοί όροι και δεν πρέπει να συγχέονται! Κι αυτό διότι, η συνεπιμέλεια έχει την έννοια της συναπόφασης και σύμπραξης στα ζητήματα της επιμέλειας και δεν έχει σχέση με τα χρονικά διαστήματα παραμονής του παιδιού με τον κάθε γονέα. Το παιδί μπορεί να μένει εναλλάξ με τον κάθε γονέα, αλλά η επιμέλεια να ασκείται από κοινού ή και από τον ένα μονό γονέα. Άρα η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας από τον ένα γονέα δεν ματαιώνει την εναλλαγή στην διαμονή του παιδιού, η οποία ρυθμίζεται στα πλαίσια του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν κατοικεί μόνιμα το τέκνο. Περαιτέρω, η εναλλασσόμενη διαμονή δεν σημαίνει απαραίτητα και ισόχρονη, δηλ. το παιδί μπορεί να μένει πχ 3 μέρες στο έναν γονέα και 4 στον άλλο. Εξάλλου η εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού, ως δυνατότητα, προβλεπόταν ήδη στο νόμο από το 1983. Οι γονείς μπορούσαν να τη συναποφασίσουν, ενώ αποτελούσε και μια από τις δυνατές λύσεις για το δικαστήριο και υπήρχε σχετική νομολογία συνεπιμέλείας. Όμως, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, όταν γίνεται λόγος για εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού, πουθενά δεν γίνεται λόγος για ισόχρονη. Πρόκειται για μια ελληνική επινόηση που ωστόσο υποστηρίχθηκε θερμά κατά την εφαρμογή του νέου νόμου.
Τέλος, η εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού δεν ταυτίζεται με τη χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, η οποία ουσιαστικά είναι η χρονική εναλλαγή των γονέων στην άσκηση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, κατά το χρόνο που κάθε γονέας έχει το παιδί, ασκεί μόνος του την (πλήρη) επιμέλειά του (με την επιφύλαξη του άρθρου 1519 ΑΚ). Μέχρι σήμερα, ωστόσο, δεν είναι σαφές αν οι υποστηριχτές της «συνεπιμέλειας» εννοούν την εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού ή την ισόχρονη εναλλαγή στην άσκηση της επιμέλειας με τη χρονική κατανομή αυτής. Έτσι οι δυο αυτές έννοιες συχνά συγχέονται.
Στη δικαστηριακή πρακτική, οι αποφάσεις που εκδίδονται υπό τη σκέπη του νέου νόμου, αναθέτουν πλέον, πολύ συχνά, την επιμέλεια, από κοινού και στους δύο γονείς, υπό την έννοια όμως της συναπόφασης και κατά περίπτωση -λιγότερο συχνά- δίδουν μαζί με την συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία του τέκνου. Και αυτό όταν το ευνοούν οι συνθήκες, δηλαδή η ηλικία του παιδιού, η επιθυμία του παιδιού και οι κοντινές κατοικίες των γονέων. Πολύ πιο σπάνια ζητείται αλλά και δίδεται από τα δικαστήρια, η χρονική κατανομή μεταξύ των γονέων στην άσκηση της επιμελείας.
Δυστυχώς, ωστόσο, το νέο «νομικό καθεστώς» συγκρούεται με την ίδια την καθημερινή πρακτική, όπως έχει διαμορφωθεί επί σειρά ετών στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, ήτοι το φαινόμενο η γυναίκα να φέρει το βάρος ευθύνης του οίκου της και κατ’ επέκταση της ανατροφής των τέκνων της. Ως εκ τούτου, η συνεπιμέλεια έφερε πολλά προβλήματα στις μητέρες στην καθημερινότητά τους, σε σχέση με τις καθημερινές τους υποχρεώσεις και ευθύνες ως προς το παιδί. Έτσι, όταν μέσα στο γάμο δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία σύμπραξη μεταξύ των γονέων, ούτε ίσος χρόνος του κάθε γονέα με το παιδί, και η μητέρα ήταν αυτή που έτρεχε για όλα τα ζητήματα του τέκνου, ακόμα κι αν εργαζόταν και η ίδια, έρχεται τώρα, που έχει λήξει η έγγαμη συμβίωση, να πρέπει, στο όνομα μιας εντελώς στείρας τυπικής ισότητας των δύο φύλων που επικαλείται ο νέος νόμος, να ενημερώνει τον πατέρα για τα πάντα και για κάθε κίνηση του παιδιού και να πρέπει να παίρνει τη σύμφωνη γνώμη του. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι περισσότερες σχέσεις μετά το χωρισμό είναι συνήθως συγκρουσιακές (και γι αυτό άλλωστε οδηγήθηκαν εκεί) μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει αυτή η προϋπόθεση της «συμφωνίας» των γονέων για κάθε τι που αφορά το παιδί, όπως τι άθλημα θα κάνει, τι δραστηριότητα θα κάνει, αν θα πάει στο πάρτι ή στην εκδρομή και πολλά άλλα!
Τα πράγματα δε, είναι ακόμα χειρότερα για τις γυναίκες που υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας και κατάφεραν με πολύ κόπο και δύναμη να λήξουν την έγγαμη συμβίωση και το γάμο τους. Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και μετά το χωρισμό και υπό το καθεστώς της συνπεπιμέλειας, θα πρέπει οι γυναίκες αυτές να συναλλάσσονται διαρκώς με τον κακοποιητή τέως σύζυγο ή σύντροφο, με αποτέλεσμα να γίνονται δέκτες απειλών, προσβολών και πολλές φορές χειροδικιών και σε κάθε περίπτωση ο «εφιάλτης» τους να μη έχει τέλος, ενώ συχνά χρησιμοποιείται το παιδί για εκδικητικούς σκοπούς.
Έτσι, εκεί που ο νόμος 4800/21 ευαγγελίζεται στο άρθρο 1, ότι αποσκοπεί στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων στη ζωή του, συχνά καταλήγει να εξυπηρετεί εγωιστικά συμφέροντα των γονέων και όχι το αληθινό συμφέρον των παιδιών που χρησιμοποιούνται ως μέσο εκβιασμού. Τα πράγματα, όσον αφορά τη συνεπιμέλεια, είναι ακόμα χειρότερα, όταν η κακοποιητική συμπεριφορά του γονέα, στρέφεται και κατά του ίδιου του παιδιού, ακόμα κι αυτή είναι και μόνο ψυχολογική, κάτι που είναι σύνηθες μεν, δύσκολο να αποδειχθεί δε. Έτσι, το «βέλτιστο συμφέρον» γίνεται μια νομική αόριστη έννοια –ομπρέλα, κάτω από την οποία βρίσκονται όχι μόνο τρομεροί κίνδυνοι για την ασφάλεια και την ισορροπία που χρειάζεται ένα τέκνο στη ζωή του, αλλά πολλές φορές δεν δύναται να ανταποκριθεί ούτε στην βασική ανάγκη του για ένα σταθερό περιβάλλον και την απαιτούμενη αποφασιστικότητα στη λήψη καίριων αποφάσεων για το μέλλον του, τρέποντας την ανατροφή του σε πεδίο μάχης!
Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, που η συνεπιμέλεια δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού πχ λόγω βίας και απειλής εις βάρος του παιδιού και της μητέρας, θα πρέπει να απευθυνθεί η μητέρα στο δικαστήριο και να είναι εκείνη που θα το αποδείξει, κάτι που συχνά δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει συνήθως πίσω από κλειστές πόρτες, ενώ η ψυχολογική βία και απειλή δεν αφήνει καν σημάδια. Μιλάμε δηλαδή για μια αντιστροφή της απόδειξης και μάλιστα εις βάρος του αδυνάμου. Εισέτι, και σύμφωνα με το άρθρο 1532 ΑΚ για να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα από έναν γονέα που διαπράττει ενδοοικογενειακή βία θα πρέπει να έχει εκδοθεί εις βάρος του οριστική καταδικαστική απόφαση. Λαμβανομένου υπόψη ότι η ποινική δικαιοσύνη καθυστερεί πάρα πολύ, με αποτέλεσμα μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας να φτάσει στο ποινικό ακροατήριο 4-5 μετά την πράξη, μπορείτε να καταλάβετε για πόσο πολύ χρόνο, χρόνια, θα έρχεται ανενόχλητα σε επαφή ο ακατάλληλος γονιός με τη μητέρα και το παιδί. Μάλιστα σύμφωνα με το ίδιο άρθρο αν η μητέρα διαταράσσει τη συναισθηματική σχέση του παιδιού με τον πατέρα του και τους συγγενείς του, αρνούμενη πχ να δώσει στο πατέρα που, εκείνη πολύ καλά γνωρίζει, ότι είναι κακοποιητικός το παιδί της, αλλά ακόμα δεν έχει αυτός καταδικαστεί (αν καταδικαστεί) τότε κινδυνεύει η ίδια να χάσει τη γονική μέριμνα το παιδιού της!!
Θα πρέπει να τονιστεί, δε, ότι η αναφορά κυρίως στο πρόσωπο της μητέρας δεν γίνεται για λόγους μεροληψίας εις βάρος του πατέρα, αλλά εξαιτίας μιας μακροχρόνιας νομικής, αλλά και εθιμοτυπικής παράδοσης –αυτό, μάλιστα, είναι το σημαντικότερο, αφού συχνά η συνεπιμέλεια παραμένει στα «χαρτιά» - να αναλαμβάνει εκείνη, όπως ήδη λέχθηκε, το βάρος της ανατροφής των παιδιών! Αυτό, δε, συμβαίνει, όχι μόνο εξαιτίας της βιοκοινωνικής της υπεροχής, κάτι που πολλοί αντιμετωπίζουν πια ως ξεπερασμένο, αλλά και του κοινωνικού πλαισίου ζωής των τέκνων, που τα κάνει να επιλέγουν σχεδόν πάντα την μητέρα τους, να απευθύνονται σε αυτήν και να την χρειάζονται περισσότερο. Αυτό ακριβώς, μάλιστα, αποτελεί την μεγαλύτερη χαρά και το μεγαλύτερο δεσμό μιας γυναίκας, που επιλέγει να γίνει μητέρα, έναν δεσμό από τον οποίο ο Ν. 4800/2021 όχι μόνο δεν την απελευθερώνει, αλλά την περιορίζει ακόμα περισσότερο.
Με άλλα λόγια, το να μη μιλάμε από την οπτική της μητέρας είναι σαν να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αφού μόνο ο δικός της ρόλος πλήχθηκε. Και το παράδοξο είναι ότι ενώ εκείνη υποχρεούται να εκτελεί πάντοτε την απόφαση επικοινωνίας και μπορεί να διωχθεί και ποινικά αν δεν δώσει το παιδί, ο πατέρας, από την άλλη μεριά, δεν υποχρεούται να την εκτελεί και ουδεμία ποινική κύρωση υπάρχει για εκείνον, αν δεν έρθει να πάρει το παιδί. Σύμφωνα, δηλαδή, με το νόμο, δεν μπορείς να εξαναγκάσεις δικαστικά κάποιον πατέρα να επικοινωνεί με το παιδί του και να συμμετέχει στη ζωή του. Αν όμως η μητέρα ακόμα και δικαιολογημένα δεν παραδώσει το παιδί στον πατέρα, κινδυνεύει να μηνυθεί από εκείνον και ίσως να καταδικαστεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα!
Στο άρθρο 1514 ΑΚ αναφέρεται ότι μπορεί το δικαστήριο να παρεκκλίνει από τον γενικό κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, όταν αυτή δεν είναι δυνατή εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως όταν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτή ή δεν τηρεί τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκησή της ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Ως διαφωνία, δε, των γονέων δεν θεωρείται, σύμφωνα με τη πρόσφατη νομολογία, οποιαδήποτε μεμονωμένη ή επιμέρους διαφωνία, αλλά η συστηματική/ επαναλαμβανόμενη διαφωνία που οδηγεί σε αδιέξοδο της συνάσκηση της γονικής μέριμνας. Η συστηματική και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά ισχύει και για τις άλλες περιπτώσεις που μπορούν να οδηγήσουν το δικαστήριο στην παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας.
Η μητέρα, λοιπόν, καλείται, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, να αποδείξει στο δικαστήριο την αδυναμία της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας για κάποιον από τους παραπάνω λόγους, προκειμένου να της ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια, όταν με το προηγούμενο δίκαιο, με μόνο τον χωρισμό μπορούσε να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει να της ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του τέκνου ως το καταλληλότερο πρόσωπο μεταξύ των δύο γονέων. Έτσι, τις περισσότερες φορές, επειδή η μητέρα θεωρούνταν κατά κανόνα (αν δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος για το αντίθετο) ως ο καταλληλότερος γονέας, οι πατεράδες δεν διεκδικούσαν καν επιμέλεια, αλλά μόνο να ρυθμιστεί ο χρόνος επικοινωνίας τους με τα παιδιά τους.
Με το νέο, δε, νόμο, ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν κατοικεί το τέκνο, έχει προσδιοριστεί κατά τεκμήριο στο 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού, κάτι που επίσης δημιουργεί διάφορα αλλά ζητήματα ως προς το πώς προσδιορίζεται ο χρόνος αυτός κι αν νόμος εννοεί το συνολικό χρόνο ως απόλυτο μέγεθος ή ως διαθέσιμο για επικοινωνία συνολικό χρόνο. Το πρόβλημα, δε, που δημιουργείται είναι εντονότερο για τα μεγαλύτερα παιδιά που έχουν όλη την ημέρα τους γεμάτη με σχολεία, φροντιστήρια και δραστηριότητες, αλλά και που έχουν ιδία βούληση και άποψη για την διαχείριση του χρόνου τους. Ωστόσο, κι αν ακόμα το ίδιο το παιδί αρνείται να πάει στο πατέρα, εκείνος έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση εις βάρος της μητέρας για παρεμπόδιση της επικοινωνίας του. Όταν, δε, φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, καλείται η μητέρα να αποδείξει ότι δεν είχε σκοπό παρεμπόδισης, αλλά δεν ήθελε το ίδιο το παιδί να ακολουθήσει. Αντιλαμβάνεστε ότι, όταν ένα παιδί δεν εξετάζεται στα πλαίσια ποινικής δίκης, πόσο και πάλι δύσκολο είναι να αποδειχθεί η βούληση του, ώστε να μην καταδικαστεί σε φυλάκιση η μητέρα.
Αλλά κι αν ακόμα, λοιπόν η μητέρα καταφέρει με απόφαση του δικαστηρίου να της ανατεθεί η πλήρη επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, οι περιορισμοί της είναι πάλι πολύ περισσότεροι σε σχέση με το προισχύσαν δίκαιο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1519 ΑΚ, ακόμα και αν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, για τα ζητήματα υγείας του εκτός από τα επείγοντα και εντελώς τρέχοντα καθώς και για τα ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δυο γονείς από κοινού.
Όσον αφορά την ονοματοδοσία, η συναπόφαση των γονέων υπήρχε και στο προισχύσαν δίκαιο. Η επιλογή του θρησκεύματος ως δικαίωμα και των δύο γονέων, οι οποίοι θα πρέπει να συναποφασίζουν εισάγεται με τον νέο νόμο 4800/21, όπως και η συναπόφαση στα ζητήματα υγείας εκτός από τα επείγοντα και τρέχοντα, καθώς και στα ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του τέκνου.
Βλέπουμε λοιπόν και πάλι, ότι κι αν ακόμα ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, υπάρχουν πολλά θέματα που χρειάζονται συναπόφαση με τον άλλο γονέα και αν δεν μπορεί να υπάρξει αυτό (κάτι που είναι πολύ σύνηθες μεταξύ χωρισμένων γονέων) θα πρέπει η μητέρα να απευθυνθεί στο δικαστήριο για να αποφασίσει εκείνο για τα επιμέρους αυτά θέματα που υπάρχει διαφωνία, όπως αν το παιδί πρέπει να πάει δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο ή αν πρέπει να υποβληθεί σε κάποια χειρουργική επέμβαση ή όχι. Έτσι όπως είναι κατανοητό, η δικαστηριακή ύλη δια της προσφυγής στα δικαστήρια αυξάνεται αντί να μειώνεται, κάτι που φυσικά ζημιώνει περισσότερο τον πιο οικονομικά ευάλωτο γονέα.
Μεγάλη δε μεταβολή στο οικογενειακό δίκαιο που δυσχεραίνει τη θέση της μητέρας ως ασκούσας την επιμέλεια του τέκνου της αποτελεί η απαγόρευση για μονομερή μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου. Ενώ λοιπόν με το προισχύσαν δίκαιο ο γονέας που είχε την επιμέλεια αποφάσιζε αποκλειστικά για τον τόπο κατοικίας του τέκνου, πλέον το δικαίωμα αυτό περιορίστηκε κατά το βαθμό που δεν επηρεάζεται ουσιωδώς το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα. Έτσι αν η μητέρα που χώρισε και ασκεί την επιμέλεια, θέλει να μετακομίσει με το παιδί της σε άλλη πόλη, είτε για καλύτερες συνθήκες εργασίες και επαγγελματική ανέλιξη, είτε για να έχει τη βοήθεια του συγγενικού της περιβάλλοντος, είτε γιατί ξαναπαντρεύτηκε και ο νέος της σύζυγος κατοικεί σε άλλη πόλη, είτε για οποιονδήποτε άλλο πραγματικό ή ακόμα και ψυχολογικό λόγο θα πρέπει, αν δεν συναινεί ο πατέρας του τέκνου της να αποταθεί στο αρμόδιο δικαστήριο και να πάρει άδεια μεταβολής του τόπου διαμονής του παιδιού. Εδώ τώρα έχουν ήδη υπάρχει αντιφατικές αποφάσεις για το αν μπορεί να δοθεί άδεια με δικαστήριο ασφαλιστικών μέτρων που είναι μια σχετικά σύντομη διαδικασία και τουλάχιστον συντομότερη από αυτή της κύριας αγωγής, ή μόνο με άσκηση κύριας αγωγής που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση ακόμα και δυο χρόνια μετά την άσκησή της!
Γίνεται φανερό ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αναχρονιστική ρύθμιση που απηχεί κάτι από το καθεστώς κηδεμονίας υπό το οποίο βρίσκονταν στο παρελθόν οι γυναίκες, την ίδια στιγμή, μάλιστα, που μιλάμε για πρώην σύζυγο ή σύντροφο! Πολύ περισσότερο, πρόκειται για μια αντιστροφή του βάρους απόδειξης και του προσώπου που αιτείται την παροχή ένδικης βοήθειας, αφού είναι γεγονός ότι στην περίπτωση που συζητάμε, το εύλογο θα ήταν αυτός του οποίου θίγεται το δικαίωμά του (επικοινωνία), εκείνος να στρέφεται στο Δικαστήριο!
Καταλήγοντας, θα ήθελα να τονίσω, ότι ο νέος νόμος έφερε τη γυναίκα και μητέρα σε πολύ δυσκολότερη θέση, τόσο από άποψη καθημερινής πρακτικής ως προς την ανατροφή ενός παιδιού, όσο και ψυχολογικής στην περίπτωση των κακοποιητικών ή τοξικών σχέσεων, αλλά και οικονομικής άποψης, αφού την οδηγεί ενώπιον πολλών περισσότερων δικαστικών μαχών, για την επίλυση κάθε επιμέρους θέματος που αφορά το τέκνο. Επίσης, πολύ συχνά η συνεπιμέλεια χρησιμοποιείται από τους πατεράδες ως «όπλο» για να αποφύγουν την υποχρέωση διατροφή τους προς το τέκνο, επικαλούμενοι ότι ο καθένας θα πρέπει καλύπτει τα έξοδα του παιδιού κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται μαζί του, Ωστόσο η άποψη αυτή δεν ερείδεται πουθενά στο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ο κάθε γονέας συνεισφέρει στα έξοδα του τέκνου σύμφωνα με την οικονομική του δυνατότητα, ανεξάρτητα αν υπάρχει συνεπιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία του τέκνου. Γι αυτό άλλωστε, ο νέος νόμος εισάγοντας την συνεπιμέλεια ως γενικό κανόνα, δεν τροποποίησε και τις περί διατροφής διατάξεις. Ωστόσο, το θέμα της διατροφής του ανηλίκου τέκνου αποτελεί πλέον, υπό το καθεστώς της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, αντικείμενο μεγαλύτερης διαμάχης των γονέων και ακόμα μεγαλύτερης μεταξύ τους αντιδικίας.
Θα πρέπει να τονιστεί, ότι κατά τη δημόσια συζήτηση του Νόμου 4.800/21 υπήρξε η επιχειρηματολογία ότι η τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, καθίσταται απαραίτητη, διότι υπάρχει η νομική υποχρέωση της Ελλάδας να εναρμονιστεί, στο θέμα των σχέσεων γονέων και παιδιών με υπερνομοθετικά κείμενα όπως είναι η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (2101/1992), η ΕΣΔΑ ή ακόμη και το ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, από το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο δεν προκύπτει καμία νομική υποχρέωση της Ελλάδας να καθιερώσει στη νομοθεσία της συγκεκριμένο σύστημα επιμέλειας και επικοινωνίας. Η μόνη υποχρέωση της χώρας μας με βάση το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο είναι η κατοχύρωση στο νόμο και η διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, το οποίο φυσικά κρίνεται ανά περίπτωση και όχι με κάθετες, νομοθετικά, λύσεις. Βεβαίως, υπάρχουν αποφάσεις τις ΕΣΔΑ που καταδικάζουν την Ελλάδα σε θέματα σχέσεων γονέων και τέκνων. Δεν κρίνει όμως η ΕΣΔΑ αφηρημένα τη νομοθεσία, αλλά μια συγκεκριμένη περίπτωση και δεν θα μπορούσε ποτέ να υποδεικνύει αφηρημένα νομοθετικές αλλαγές. Επίσης, σφάλμα αποτελεί και η παραδοχή, ότι η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του παιδιού, η οποία συντάχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80, δήθεν επιβάλλει τη συνεπιμέλεια ή την εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού, όταν τότε δεν υπήρχαν ως έννοιες σε κανένα κράτος.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι σαφέστατα υπάρχουν πατεράδες που συνεισφέρουν ισότιμα και ενεργά στον οικογενειακό οίκο και στις ευθύνες των παιδιών, τόσο εντός της έγγαμης σχέσης όσο και μετά το χωρισμό. Οι άνθρωποι αυτοί βεβαίως και δικαιούνται να μοιράζονται με τη μητέρα το χρόνο των παιδιών τους και φυσικά κάτι τέτοιο είναι επωφελές και για τις γυναίκες, αφού έτσι μπορούν κι αυτές εκτός από μητέρες να είναι και επαγγελματίες και να έχουν προσωπική ζωή. Όμως στις περιπτώσεις αυτές, η συνεπιμέλεια και η εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου προκύπτει μέσα από τη συμφωνία των γονέων ως επακόλουθο της πολιτισμένης τους σχέσης κα της σχέσης που έχουν κτίσει μέχρι τότε με τα παιδιά τους, χωρίς της επιβολή της υποχρεωτικότητας που από μόνη της δημιουργεί σχέση επιτιθέμενου και αμυνόμενου.

