Kατά το άρθρο 1520 Α.Κ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 4800/2021, ό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωµα του γονέα για επικοινωνία µε το ανήλικο τέκνο του, απορρέει από το φυσικό δεσµό του αίµατος και του αισθήµατος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσµου και της εν γένει προσωπικότητάς του. Το Δικαστήριο οφείλει να ρυθμίσει την επικοινωνία του γονέα με το ανήλικο τέκνο του, µε γνώμονα πάντοτε το βέλτιστο συµφέρον του τέκνου και τούτο διότι η ρύθμιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώµατος από το άρθρο 1520 του ΑΚ, λειτουργεί µέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώµατος και καθήκοντος των γονέων για τη µέριµνα υπέρ του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ), µε βάση και σκοπό πρωτίστως το συµφέρον του τέκνου. Σε κάθε δε απόφαση σχετική με τα συμφέροντα του τέκνου, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται από το δικαστήριο η γνώμη του τέκνου, ανάλογα με την ωριμότητά του (1511 παρ. 4 ΑΚ).
Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 950 παρ. 2 ΚΠολΔ., αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση, που ρυθμίζει την επικοινωνία, μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή έως 10.000 ευρώ και προσωπική κράτηση έως ένα (1) έτος, εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία.
Περαιτέρω, όταν υπάρχει απόφαση που θεμελιώνει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια με το ανήλικο τέκνο, η παραβίασή της, είτε με την μορφή της πλήρους παρεμπόδισης από πρόθεση, είτε με την μορφή της απλής παρέκκλισης απ’ αυτή, επισύρει ποινικές συνέπειες για τον έτερο γονέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και οφείλει να την εκτελέσει.
Ζήτημα γεννάται κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο του, όταν το τελευταίο αρνείται να περάσει χρόνο μαζί του, παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης ή ιδιωτικού συμφωνητικού περιεχόμενου σε πράξη λύσεως γάμου (συναινετικό διαζύγιο), που παρέχει το δικαίωμα στον γονέα αυτό για παραμονή συγκεκριμένων ωρών ή ημερών με το τέκνο του.
Το εν λόγω νομικό ζήτημα ανακύπτει ουκ ολίγες φορές στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, με αποτέλεσμα να έχει επί τούτου παραχθεί πλούσιο νομολογιακό υλικό. Αξίζει επ’αυτών να αναφερθεί ότι κατά πάγια θέση των Δικαστηρίων ουσίας αλλά και του Ανωτάτου Ακυρωτικού, όταν η επικοινωνία ματαιώνεται λόγω άρνησης του τέκνου να επικοινωνήσει με το γονέα του, δεν είναι αναγκαίο αυτό να οφείλεται σε επίδραση του άλλου γονέα, ούτε ο τελευταίος έχει υποχρέωση να κάμψει την άρνηση αυτή. Όπως χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρει η ΑΠ 429/2002 «όταν η επικοινωνία ματαιώνεται λόγω αρνήσεως του τέκνου να επικοινωνήσει με το γονέα του, η ματαίωση αυτή δεν οφείλεται αναγκαστικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα που έχει υποχρέωση από το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 1520 ΑΚ) να ανεχθεί την επικοινωνία, εφαρμόζοντας τη σχετική δικαστική απόφαση (1512 Α Κ,681 Β παρ.1β, 735 Κ.Πολ.Δ), ενώ εξάλλου, δεν θεσπίζεται με οποιοδήποτε κανόνα υποχρέωση αυτού να κάμψει την ανωτέρω άρνηση, πειθαναγκάζοντας προς το σκοπό αυτό το τέκνο του με κάθε μέσο (ΑΠ1465/1988, ΑΠ 422/ 1999)».
Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η υπ’ αριθμ. 1008/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της διερεύνησης του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων, διατάσσεται ο αποκλεισμός οιασδήποτε επικοινωνίας με τον πατέρα καθώς όπως επί λέξει αναφέρεται σε αυτή: «…..Τα ανήλικα τέκνα, μετά τα γεγονότα αυτά, δεν θέλουν να δουν τον εναγόμενο - ενάγοντα πατέρα τους, ενώ έχουν προσκολληθεί στη μητέρα τους, στην οποία αισθάνονται ασφάλεια. Κατά την προσωπική επικοινωνία του εισηγητή δικαστή με τα δύο μεγαλύτερα τέκνα των διαδίκων συζύγων, την Τ. και τον Χ, αυτά εξέφρασαν την επιθυμία τους να παραμείνουν μαζί με τη μητέρα τους, ενώ για τον πατέρα τους εξέφρασαν ακραία εχθρότητα, δηλώνοντας ότι δεν θέλουν να έχουν επαφή και επικοινωνία μαζί του (…). Σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία (ΕφΑΘ 1898/2000, ΕλλΔνη 42.455), από καμία δε διάταξη δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπόχρεου γονέα να κάμψει την άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον άλλον γονέα, πειθαναγκάζοντας προς τον σκοπόν αυτό με κάθε μέσο (ΑΠ 429/2002, ΕλλΔνη 43.1621).».
Επί της ουσίας, τα Ελληνικά Δικαστήρια δέχονται ότι το βουλητικό στοιχείο κάθε παιδιού σχετικά με την άρνηση επικοινωνίας με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια, όταν εκδηλώνεται με τρόπο αδιαμφισβήτητο, έντονο και σαφή, αποτελώντας παράλληλα προϊόν ανεπηρέαστης κρίσης, όχι μόνο πρέπει να γίνεται σεβαστό, αλλά επιτάσσεται από τις αρχές που διέπουν το Δίκαιό μας να γίνεται δεκτό, προς όφελος του ίδιου του τέκνου. Αντίθετη εξάλλου παραδοχή θα δημιουργούσε αναντίρρητα πλείστα όσα προβλήματα και θα απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων του τέκνου, αφού θα εξανάγκαζε άτομα με τόσο ευαίσθητο, ένεκα της ηλικίας τους, ψυχισμό, να υπομείνουν και να ανεχτούν με επιτακτικό τρόπο ιδιαίτερα προβληματικές για τα ίδια καταστάσεις, πλήττοντας τελικά την ψυχική τους υγεία και ηρεμία.
Σε αυτό συνηγορεί και η πρόσφατη ρύθμιση του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, και ειδικότερα η τροποποίηση του άρθρου 950 ΚΠολΔ, με το άρθρο 27 του ν. 2721/99, που αφορά την απόδοση ή παράδοση τέκνου. Ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν είναι δυνατή πλέον, η ΑΜΕΣΗ εκτέλεση απόφασης, με τον τύπο που προβλεπόταν στο προϊσχύσαν δίκαιο («ο επιμελητής αφαιρεί το τέκνον και το παραδίδει…») γιατί όροι της αφαίρεσης και της παράδοσης δεν συνάδουν με την προσωπική αξία του παιδιού.
Σύμφωνα δε, με τον ν. 2502/1997, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα των παιδιών, θεωρείτο ότι τα δικαστήρια δεν υποχρεούνταν να εφαρμόζουν την διάταξη του άρθρου 250 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή την άμεση αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης για την απόδοση ή παράδοση παιδιού, με «αφαίρεση» και «παράδοση» του τελευταίου δια χειρών του δικαστικού επιμελητή, αφού «άσκηση κρατικής βίας πάνω στο παιδί είναι αντίθετη στα άρθρα 2 § 1 και 21 § 1 του Συντάγματος, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών».
Συνεπώς, παγιώνεται η άποψη, ότι κάτι που δεν μπορεί να το κάνει η Πολιτεία, δεν μπορεί να το αξιώσει και ο ένας γονέας, δηλαδή να ασκήσει αυτός στο παιδί την βία που απαιτείται για να επιστρέψει στον άλλο γονέα.
Έτσι, στην περίπτωση της σθεναρής και σοβαρής άρνησης του τέκνου να συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε το δικαστήριο ούτε ο υπόχρεος της επικοινωνίας γονέας έχουν δικαίωμα να το πειθαναγκάσουν να την υποστεί, διότι αυτό θα ήταν τελικά αντίθετο στο συμφέρον του (ό.π. 117, ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1995, 555). Εκ φύσεως το δικαίωμα επικοινωνίας προϋποθέτει καλή διάθεση και προθυμία και από τις δύο πλευρές και όταν αυτές εκλείπουν, τότε καλό είναι η καταναγκαστική επικοινωνία να αποφεύγεται, γιατί μπορεί να καταστεί μέχρι και επικίνδυνη για το παιδί. Βεβαίως, επειδή το αν συντρέχουν πράγματι σοβαροί λόγοι άρνησης από πλευράς του τέκνου, είναι κάτι που κρίνεται από το δικαστήριο, μπορεί η μη εφαρμογή της απόφασης να γεννήσει εύλογη αντίδραση από τον πατέρα, ο οποίος μπορεί να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του που απορρέουν από την απόφαση της επικοινωνίας.
Από την άλλη μεριά, αυτό που δύναται να κάνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, σε περίπτωση που το τελευταίο αρνείται πεισματικά την επικοινωνία με τον έτερο γονέα, ο οποίος δε διαμένει πλέον μαζί του, είναι να ζητήσει με σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων την μεταρρύθμιση ή αλλιώς ανάκληση της απόφασης που έχει προηγηθεί και επιδικάζει την επικοινωνία, επικαλούμενος αναλυτικά την ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, το συμφέρον του τέκνου και την ισορροπία της ψυχοσυναισθηματικής του υγείας, η οποία είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εάν μάλιστα το ίδιο το ανήλικο τέκνο είναι αρκετά ώριμο ηλικιακά, μπορεί να προσέλθει στο δικαστήριο και να μιλήσει με τον/την Πρόεδρο κατ’ ιδίαν σε ειδική ακρόαση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα.
Στο αυτό συμπέρασμα, ήτοι του περιορισμού του δικαιώματος επικοινωνίας του μη ασκούντος την επιμέλεια του ανηλίκου, γονέα οδηγείται, ορθώς και η υπ’ αριθμ. 12629/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι: «Η καθής η αίτηση…, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητά επίσης να μεταρρυθμιστεί η παραπάνω απόφαση και να αποκλεισθεί πλήρως η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτούντος με το τέκνο τους, διότι αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τελευταίου….. Από όλα τα παραπάνω πιθανολογείται πλήρως ότι η συνέχιση της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτούντος, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, είναι ιδιαίτερα βλαπτική για το συμφέρον του ανηλίκου, όπως αυτό προσδιορίζεται και μέσα από τη γνώμη του ίδιου του ανηλίκου, η οποία συνεκτιμάται από το Δικαστήριο… και πρέπει συνεπώς να μεταρρυθμιστεί η με αριθμό 4089/1992 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, λόγω μεταβολής των συνθηκών που λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της, όχι όμως με αύξηση του χρόνου επικοινωνίας του όπως ζητά ο αιτών πατέρας του ανηλίκου, ούτε με πλήρη, προς το παρόν, αποκλεισμό της άσκησης του δικαιώματος αυτού, όπως ζητά η ανταιτούσα μητέρα του, αλλά με περιορισμό του και με ρύθμιση της άσκησης του υπό όρους που θα διασφαλίζουν την ψυχική ηρεμία και ισορροπία του ανηλίκου. Ενόψει δε της κρισιμότητας της ψυχικής κατάστασης αυτού και του ότι διανύει την ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περίοδο της εφηβείας του, η επικοινωνία του αιτούντος με αυτόν πρέπει να γίνεται μία φορά κάθε μήνα, επί μια ώρα και συγκεκριμένα την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, από ώρα 18.00 μέχρι ώρα 19.00, καθ` όλο το διάστημα του έτους, σε δημόσιο χώρο, με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού, η οποία θα οριστεί με αίτηση του αιτούντος από την Εταιρία Προστασίας Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας κρίνεται ως ο πλέον ενδεδειγμένος για το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου……»
Εν κατακλείδι, τόσο στο αστικό όσο και στο ποινικό πεδίο, αναφορικά με την περίπτωση της προσβολής του δικαιώματος της επικοινωνίας, κρίνεται ότι, για να υπάρξει παρεμπόδιση της επικοινωνίας από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, πρέπει ο παρεμποδίζων να ενεργεί από πρόθεση, με σκοπό, δηλαδή, να παρεμποδιστεί η επικοινωνία, λ.χ. όταν παροτρύνει και γενικά εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους συνεργάτες του γραφείου μας.

