Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν. 1481/1984 παρ. 1α: «οι Υγειονομικοί Αξιωματικοί ( (ιατροί και οδοντίατροι) προέρχονται από τη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων. Στη σχολή αυτήν εισάγονται, ειδικά για το σκοπό αυτόν και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, μαθητές, ο αριθμός των οποίων καθορίζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τα έξοδα εκπαίδευσης, στρατωνισμού και συντήρησης των μαθητών αυτών βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Οι ανωτέρω υποχρεούνται να υπηρετήσουν ως υγειονομικοί αξιωματικοί στην Ελληνική Αστυνομία, τουλάχιστον επί 15 έτη οι οδοντίατροι και 18 έτη οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων. Σε περίπτωση αποχωρήσεως πριν από τη λήξη του υποχρεωτικού χρόνου παραμονής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 683/1977».
Κατά το άρθρο 35, δε, του ίδιου νόμου: «Το προσωπικό της Ελληνικής αστυνομίας δικαιούται να ζητήσει την έξοδο του από την υπηρεσία και πριν λήξει ο χρόνος υποχρεωτικής υπηρεσίας εάν η παραμονή του στην υπηρεσία αποβαίνει ιδιαίτερα επαχθής για την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε άλλους τομείς ή παρακωλύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του εφόσον έχει διανύσει τα 2/3 του χρόνου υποχρεωτικής υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή όχι των λόγων αυτών αποφαίνεται οριστικά το κατά περίπτωση αρμόδιο συμβούλιο των άρθρων 45 και 47». Το ίδιο ισχύει και σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 3 του π.δ. 24/1997: «Για τους αξιωματικούς που υπέχουν οποιαδήποτε αιτία υποχρέωση υπηρεσίας επί ορισμένο χρόνο, αίτηση αποστρατείας ή αίτηση παραιτήσεως δεν δύναται να γίνει αποδεκτή προ της συμπληρώσεως του χρόνου αυτού. Δύναται όμως να ζητήσουν την έξοδό τους από την υπηρεσία και πριν λήξει ο χρόνος υποχρεωτικής υπηρεσίας, εάν η παραμονή τους στην υπηρεσία αποβαίνει ιδιαίτερα επαχθής για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία σε άλλους τομείς ή παρακωλύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, εφόσον έχουν διανύσει τα 2/3 του χρόνο υποχρεωτικής υπηρεσίας».
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Ν. 3883/2010: «Όσοι εξέρχονται από το στράτευμα λόγω παραίτησης ή απόταξης ή λόγω υποβολής ειδικής έκθεσης αποστρατείας υποχρεούνται να καταβάλουν υπέρ του Δημοσίου αποζημίωση ίση με το γινόμενο του συνόλου των εκκαθαρισμένων πραγματικών αποδοχών του κατεχόμενου βαθμού επί τους υπολειπόμενους μήνες υποχρέωσης παραμονής στο στράτευμα, έτσι όπως αυτή καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 64 του ν.δ. 1400/1973 (ΦΕΚ 114/Α’). Όσοι αποχωρήσουν με αίτησή τους πριν από την εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων τους και έχουν εκπαιδευτεί στο εξωτερικό υποχρεούνται να καταβάλουν εκτός από την ανωτέρω αποζημίωση και τη δαπάνη της Εκπαίδευσής τους. Η αποζημίωση ή η δαπάνη Εκπαίδευσης, κατά περίπτωση, καταλογίζεται και βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο κατά τις κείμενες διατάξεις».
Οι ανωτέρω διατάξεις συνθέτουν το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτάσσεται ο καθορισμός ενός minimum χρόνου υπηρεσίας για τους υγειονομικούς αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας, ήτοι των στρατιωτικών ιατρών. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτές και κυρίως επειδή η εκπαίδευση και η συντήρησή τους γίνεται με κονδύλιο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, υποχρεούνται να υπηρετήσουν τουλάχιστον για 15 ή 18 συναπτά έτη, ανάλογα την ειδικότητά τους. Ο χρόνος αυτός, δε, δύναται να μειωθεί στα 2/3 (12 έτη), εάν η παραμονή του αιτούντος την παραίτηση αποβαίνει επαχθής για την επαγγελματική του σταδιοδρομία και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Στην περίπτωση αυτή, της αποχώρησης δηλαδή από την υπηρεσία πριν τη λήξη του ως άνω χρόνου, υποχρεούται σε καταβολή υπέρ του Δημοσίου αποζημίωσης ίσης προς το βασικό του μισθό επί τον αριθμό των υπολειπομένων μηνών υποχρεωτικής παραμονής στο Σώμα.
Γίνεται φανερό, ότι το μέγεθος της αποζημίωσης που θα οφείλει ο υποβάλλων πρόωρα την παραίτησή του και, δη, στην περίπτωση που αυτός έχει εκπαιδευτεί στο εξωτερικό, είναι τόσο μεγάλο και υπερβολικό, σε σημείο που καθίσταται αδύνατο για έναν μέσο ιατρό να μπορέσει να το συλλέξει και ως εκ τούτου η δυνατότητα της παραίτησής του, έστω υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 35 του Ν.1481/1984 και 33 του Ν. 3883/2010, αναιρείται. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εδράζεται και ο λόγος περί «καταναγκαστικής εργασίας», αφού ενώ de jure ο στρατιωτικός ιατρός μπορεί να παραιτηθεί, στην πραγματικότητα στερείται του δικαιώματός του, εξαιτίας της ως άνω εξωφρενικής αποζημίωσης. Ως προς αυτή την συλλογιστική κατευθύνεται και η πρόσφατη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, αλλά και ο διεθνής κόσμος.
Ειδικότερα, ήδη με την απόφαση 1571/2010 του ΣτΕ κρίθηκε ότι η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία, χωρίς παράλληλη δυνατότητα αποδέσμευσης από τις υποχρεώσεις έναντι του Σώματος, είναι αντίθετη στο άρθρο 1 παρ. 2 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη, που απαγορεύει τον εξαναγκασμό οποιουδήποτε εργαζομένου να συνεχίσει να εργάζεται σε μία απασχόληση, που πλέον δεν επιθυμεί. Επιπλέον, μετά την υπ’ αριθμ. 51637/2012 προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ κρίθηκε ομόφωνα ότι η ως άνω κατάσταση παραβαίνει το άρθρο 4 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, περί απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επανέλαβε ότι ο όρος «εξαναγκασμένη υποχρεωτική εργασία» συνεπάγεται φυσικό ή ψυχολογικό εξαναγκασμό, ο, δε, τελευταίος όρος δεν περιλαμβάνει κάθε είδους εξαναγκαστική νομική υποχρέωση, αλλά μονάχα μία φυσική απασχόληση, η οποία παρέχεται υπό την απειλή μιας ποινής οποιασδήποτε φύσης, αντίθετα στη βούληση του εργαζομένου, ο οποίος δεν προσφέρθηκε εκούσια για την παροχή αυτή.
Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά την ύπαρξη του άρθρου 4 παρ. 3 της ΕΣΔΑ όπου και εξαιρεί από την έννοια της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσης, οι περιορισμοί στο δικαίωμα απαγόρευσης εξαναγκασμένης εργασίας θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, και ως εκ τούτου, υπό το φως του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και της Σύμβασης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας. Κατ’ επέκταση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται σε επαγγελματίες στρατιωτικούς ιατρούς, οι οποίοι υπόκεινται στο ίδιο νομικό καθεστώς με τους κοινούς εργαζόμενους, όσον αφορά το άρθρο 4 της Σύμβασης. Με όλα τα παραπάνω ευθυγραμμίζεται πλήρως, άλλωστε, και η υπ’ αριθμ. 1952/2021 απόφαση –κόλαφος του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (International Labour Organization). Παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα ότι το ως άνω καθεστώς απαγόρευσης, επί της ουσίας, της παραίτησης των αξιωματικών από τις υπηρεσίες τους, εδράζεται σε ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της εξ’ αρχής εγγραφής τους στις στρατιωτικές σχολές, ήτοι την ανάληψη του κόστους των σπουδών τους αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις, με αποτέλεσμα να ζητείται από εκείνον ως αντάλλαγμα να εργάζεται γι’ αυτές για ορισμένο χρονικό διάστημα, αποτελεί πράγματι την πιο γερή αλυσίδα γύρω από τα πόδια των στρατιωτικών ιατρών, που επιθυμούν να αποχωρήσουν από τα Σώματά τους.
Αυτού του είδους η αντιμετώπιση, ωστόσο, των στρατιωτικών ιατρών ως ομήρων, καθώς και το γεγονός ότι πουθενά δεν προβλέπεται η δυνατότητα πληρωμής της υπέρογκης αυτής αποζημίωσης σε δόσεις, παραβιάζουν ξεκάθαρα την αρχή της αναλογικότητας, που τεκμηριώνεται με το άρθρο 25 του Ελληνικού Συντάγματος και ταυτόχρονα αποτελεί λυδία λίθο όλου του δικαίου της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου. Με βάση, λοιπόν, την αρχή αυτή, οι στρατιωτικοί ιατροί θα έπρεπε να ενημερώνονται εκ των προτέρων για τις τεράστιες δεσμεύσεις παραμονής στο Στράτευμα, ακόμα και να υπογράφουν κάποιο αποδεικτικό σημείωμα ότι έλαβαν γνώση των δεσμεύσεων που συνεπάγεται η απόφασή τους. Αντίθετα, στην προκήρυξη εισαγωγής στη ΣΣΑΣ, διαχρονικά για δεκαετίες, δεν αναφέρονται πουθενά οι ακριβείς υποχρεώσεις παραμονής στο Στράτευμα. Ως εκ τούτου, ο υποψήφιος μαθητής Λυκείου που διαβάζει την προκήρυξη και επιλέγει τη ΣΣΑΣ τελεί σε διαρκή πλάνη για τα χρόνια υποχρεωτικής παραμονής στο στράτευμα.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα παραπάνω, υπάρχει τρομερή ανισορροπία δικαίου μεταξύ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και του γενικού συμφέροντος, ενώ η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης άνευ, μάλιστα, ανασταλτικού αποτελέσματος, ακόμα και στην περίπτωση που ασκηθεί κάποια προσφυγή στα ελληνικά δικαστήρια, αποτελεί επί της ουσίας απειλή ποινής, στο πλαίσιο ψυχολογικού εξαναγκασμού της οποίας ο επιθυμών παραίτησης δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του. Τέλος, όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της προσωπικής επιθυμίας και φιλοδοξίας για ανέλιξη, ειδικά σε ένα επάγγελμα καριέρας, όπως αυτό του ιατρού, έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με ένα σύγχρονο, φιλελεύθερο κράτος, γεμάτο ευκαιρίες και δυνατότητες, όπως ευαγγελίζεται και διατρανώνει. Ως εκ τούτου, η κατά το δοκούν λειτουργία του, άλλοτε σαν επιχείρηση κι άλλοτε σαν δεσμοφύλακας, δημιουργεί τρομερή ανασφάλεια γύρω από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί τελικά το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο χρησιμοποιείται ως εργαλείο.
Συγκεκριμένα, το εν λόγω ζήτημα θέτει υπό αμφισβήτηση τον ίδιο τον προστατευτικό ρόλο του κράτους, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 22 του Ελληνικού Συντάγματος, και το καθιστά θεματοφύλακα του δικαιώματος στην εργασία, με μόνες εξαιρέσεις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, όπως είναι η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή η αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Xώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία, ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών, την ίδια στιγμή που στο ίδιο άρθρο ρητά ορίζεται ότι οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Πράγματι, η έννοια της αναγκαστικής εργασίας όχι μόνο παραπέμπει τη συλλογική μας μνήμη στις πιο σκοτεινές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά κρίνεται άξιο αναφοράς το γεγονός ότι πουθενά στο άρθρο 22 δεν ορίζεται ότι ο οικονομικός προϋπολογισμός του κράτους αποτελεί λόγο γενικού συμφέροντος, που θα συγχωρούσε την εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσής της. ΄
Καταληκτικά, η αδυναμία των στρατιωτικών ιατρών να υποβάλλουν πρόωρα την παραίτηση τους, υπό την απειλή καταβολής μιας υπέρογκης αποζημίωσης, για την οποία ουδέποτε πριν πάρουν την απόφαση να εισαχθούν στη ΣΣΑΣ έλαβαν γνώση, και για λόγο που δεν υπάγεται σε αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 22 του Συντάγματος, συνιστά μια κατάφωρη προσβολή όχι μόνο του δικαιώματός τους στην εργασία και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, αλλά καθιστά και το ίδιο το κράτος ένα είδος προαγωγού, που απέχει μίλια φωτός από το φιλελεύθερο πρόσωπο, που θα έπρεπε να έχει, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του, αλλά και τις διεθνείς προδιαγραφές, στις οποίες στέκεται υπόλογο.

