Δικηγορικό Γραφείο
Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες (ξέπλυμα χρήματος), είναι ένα έγκλημα το οποίο με τα χρόνια, έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις στην έννομη τάξη της χώρας μας, τόσο όσον αφορά τους τρόπους τέλεσης του αδικήματος, όσο και την ταυτότητα του δράστη του οικείου εγκλήματος.

Το εν λόγω έγκλημα, τυποποιήθηκε για πρώτη φορά στην έννομη τάξη της χώρας μας, με τον Ν.2331/1995. Στη συνέχεια ακολούθησαν αρκετές τροποποιήσεις στην νομοθετική πρόβλεψη και τιμώρηση του εν λόγω αδικήματος. Πράγματι, η νομοθετική κύρωση του εν λόγω αδικήματος, τροποποιήθηκε το πρώτον, με τον Ν.3424/2005, με τον οποίον ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2001/97/ΕΚ, στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τον Ν.3691/2008, με τον Ν.4557/2018, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Κοινοτική Οδηγία 2015/849/ΕΕ και τέλος, η πλέον πρόσφατη τροποποίηση έχει γίνει με τον Ν.4734/2020, με τον οποίο ενσωματώνονται στην ελληνική νομοθεσία, η Οδηγία 2018/843 καθώς και το άρθ.3 της Οδηγίας 2019/2177.

Μέσα στις ανωτέρω αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που υπέστη η τυποποίηση του εν λόγω εγκλήματος, άξια μνείας είναι η τροποποίηση που επήλθε για πρώτη φορά με τον Ν.3424/2005, η οποία επέκτεινε σημαντικά την ποινική δίωξη για το λεγόμενο «αυτοξέπλυμα» χρήματος. Εκείνη την περίπτωση δηλαδή κατά την οποία, την νομιμοποίηση εσόδων την τελεί ο δράστης του βασικού εγκλήματος από το οποίο προέρχονταν τα έσοδα. Κάτι που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται απολύτως φυσιολογικό, αλλά εκείνη την εποχή είχε εγείρει κύμα αντιδράσεων στη θεωρία.

Δεν είναι ότι ο Ν.2331/1995 δεν προέβλεπε την τιμώρηση του δράστη του βασικού εγκλήματος, για την πράξη της νομιμοποίησης, αλλά την προέβλεπε υπό προϋποθέσεις οι οποίες στην ουσία οδηγούσαν στη μη τιμώρηση του δράστη του βασικού εγκλήματος, για την νομιμοποίηση των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Αυτό είχε ως συνέπεια να παγιωθεί τόσο στη νομολογία (με ελάχιστες εξαιρέσεις) όσο και στη θεωρία, η θέση ότι στον δράστη της προηγούμενης εγκληματικής πράξης, από την οποία προήλθε το προς νομιμοποίηση «έσοδο», αποκλείεται η στοιχειοθέτηση της πράξης νομιμοποίησης με ενεργητικό υποκείμενο τον ίδιο άνθρωπο. Η θέση αυτή τροποποιήθηκε με τον Ν. 3424/2005 και εν συνεχεία με τον Ν.3691/2008 και πλέον η πράξη της νομιμοποίησης εσόδων συρρέει αληθώς και πραγματικώς με το βασικό έγκλημα από το οποίο προήλθαν τα έσοδα, άρα θα ασκηθεί ποινική δίωξη για αμφότερα τα αδικήματα, με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης νομιμοποίησης, είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού εγκλήματος. Η εν λόγω προϋπόθεση ισχύει έως και σήμερα και προβλέπεται από το άρθ.39 Ν.4557/2018.
Τι εννοείται όμως ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες;

Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εννοείται η διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη (ΑΠ 991/2018, ΑΠ 1290/2017, ΣυμβΠλημΘες 913/2017, ΣυμβΠλημΑθ 4302/2015).

Για τη στοιχειοθέτηση δηλαδή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, απαιτείται η ύπαρξη ενός χρονικά πρότερου εγκλήματος, που συνιστά την βασική εγκληματική δραστηριότητα και ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων που προβλέπονται στον Νόμο.

Η απόκρυψη της παράνομης προέλευσης των εσόδων, συντελείται στην ουσία, με την μετατροπή χρηματικών ποσών προερχομένων από εγκληματικές δραστηριότητες (θα αναφερθούμε σε αυτές στη συνέχεια) σε φαινομενικά νόμιμο χρήμα, τα οποία εμφανίζονται ότι προέρχονται από νόμιμες δραστηριότητες είτε αναμιγνύονται με χρήματα προερχόμενα από νόμιμες δραστηριότητες.

Τα χρήματα πρέπει να προέρχονται από μία βασική εγκληματική πράξη, δηλαδή να προκύπτουν από την βασική εγκληματική πράξη, να είναι δηλαδή προϊόν εγκλήματος εκ των προβλεπομένων στη νομοθεσία βασικών αδικημάτων. Επομένως αυτό το οποίο προβλέπει και τιμωρείται με το εν λόγω αδίκημα, είναι η κίνηση και η ροή των προερχόμενων από εγκληματική δραστηριότητα χρημάτων και η φαινομενικά νόμιμη κατάληξή τους, μέσα από εικονικές νόμιμες δραστηριότητες είτε μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα, μέσω εξωχώριων εταιριών ή τραπεζών, η οποία συντελείται με μεταβίβαση περιουσίας με νομιμοφανή αιτιολογία.

Ως βασική εγκληματική πράξη από την οποία προέρχονται τα έσοδα, είναι μεταξύ άλλων, η εγκληματική οργάνωση, η τρομοκρατική οργάνωση, οι τρομοκρατικές πράξεις και η υποστήριξη τους, η δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, η εμπορία ανθρώπων, η απάτη με υπολογιστή, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, τα χρηματιστηριακά αδικήματα, τα αδικήματα φοροδιαφυγής, το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο κ.α.

Επειδή η προέλευση των χρημάτων από εγκληματική δραστηριότητα αποτελεί βασικότατο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, η προέλευση αυτή θα πρέπει να προσδιορίζεται επαρκέστατα. Κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί όταν το βασικό έγκλημα έχει εκδικαστεί από τα αρμόδια δικαστήρια και έχει εκδοθεί επ’ αυτού σχετική αμετάκλητη απόφαση. Είναι όμως δυσχερέστερη η επαρκής στοιχειοθέτηση της παράνομης προέλευσης, όταν για το βασικό έγκλημα δεν έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη, κάτι που δεν αποκλείει την δίωξη για τη νομιμοποίηση των εσόδων. Στην περίπτωση αυτή, όπως ευκόλως συνάγεται, θα ασκηθεί ποινική δίωξη για νομιμοποίηση χρημάτων τα οποία θεωρούνται προϊόν εγκλήματος άλλης πράξης, για την οποία έτερη πράξη (βασικό έγκλημα) δεν θα έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη, πόσο μάλλον να έχει εκδοθεί δικαιοδοτική κρίση δικαστηρίου. Αυτή τη προβληματική θέση ασπάζεται και η νομολογία του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για κάποιο από τα «βασικά» εγκλήματα (άρθ.39παρ.2 Ν.4557/18, ΑΠ 1309/2019, ΑΠ 1308/2019, ΑΠ 1054/2017).

Κάτι το οποίο είναι προβληματικό, επειδή σημαίνει ότι μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, χωρίς να έχει αποδειχθεί η εγκληματική δραστηριότητα.

Η εν λόγω θέση, είναι περαιτέρω προβληματική, επειδή σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορούμενου για το βασικό έγκλημα, αίρεται αντίστοιχα και αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος και για την συναφή πράξη της νομιμοποίησης εσόδων. Κάτι που δεν μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη για το βασικό έγκλημα παρά μόνο για την νομιμοποίηση εσόδων.

Δέον όπως αναφερθεί ότι στην προσπάθεια αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης και πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αίρεται το φορολογικό απόρρητο του υπαιτίου και δίνεται στις δικαστικές αρχές η δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχεία ή βιβλία.

Από νομικής άποψης, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι ιδιώνυμο και υπαλλακτικά μικτό, υπό την έννοια ότι μπορεί να τελεστεί με περισσότερους τρόπους και στην περίπτωση τέλεσης του με περισσότερους του ενός, τρόπους, τελείται μόνο ένα έγκλημα και όχι περισσότερα.

Οι ποινικές κυρώσεις προβλέπονται στο άρθ. 39 του Ν.4557/18, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον Ν.4734/20.

Έτσι λοιπόν, για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προβλέπεται κακουργηματική ποινή από 5 έως 10 ετών καθείρξεως και χρηματική ποινή 20.000€ έως 1.000.000€. Το πλαίσιο της απειλουμένης ποινής αυξάνεται από 5 έως 15 χρόνια κάθειρξης, όταν ο υπαίτιος έχει δράσει ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό έγκλημα από το οποίο προέκυψαν τα έσοδα είναι η δωροληψία – δωροδοκία υπαλλήλου ή πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (οι εν λόγω απειλούμενες ποινές καθείρξεως, προβλέπονται για εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η προβλεπόμενη ποινή για το βασικό έγκλημα είναι επίσης κάθειρξη, όπως θα αναφέρουμε και κατωτέρω).

Ως πλημμέλημα τιμωρείται η εκ προθέσεως παράλειψη αναφοράς ασυνήθιστων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων, ή η παραπλάνηση με ψευδή στοιχεία, όταν οι πράξεις αυτές τελούνται από υπάλληλο υπόχρεου νομικού προσώπου. Για την πράξη αυτή απειλείται ποινή φυλάκισης 2 ετών.

Σημαντική πρόβλεψη και εξαίρεση στα ανωτέρω ειρημένα, είναι ότι εάν η ποινή για το βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, όχι με ποινή καθείρξεως όπως αναφέρουμε ανωτέρω, αλλά με ποινή φυλάκισης από 1 έως 5 έτη και χρηματική ποινή από 10.000€ έως 500.000€, εκτός και αν ο υπαίτιος ήταν υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό έγκλημα από το οποίο προέκυψαν τα έσοδα είναι η δωροληψία – δωροδοκία υπαλλήλου ή πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών.

Η ίδια πλημμεληματική ποινή επιφυλάσσεται στον δράστη της νομιμοποίησης εσόδων, ο οποίος δεν είναι δράστης ή συμμέτοχος του βασικού αδικήματος, αλλά είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας με τον υπαίτιο του βασικού αδικήματος. Και στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω περίσταση δεν εφαρμόζεται όταν ο υπαίτιος ήταν υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το βασικό έγκλημα από το οποίο προέκυψαν τα έσοδα είναι η δωροληψία – δωροδοκία υπαλλήλου ή πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών.

Επίσης σημαντικό είναι το στοιχείο που αναφέραμε και ανωτέρω, ότι δηλαδή το αξιόποινο εξαλείφεται εφόσον αθωωθεί ο υπαίτιος για το βασικό έγκλημα ή εφόσον ικανοποιηθεί ο παθών.

Κλείνοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι τα ανωτέρω αναφερομένα πλαίσια ποινών, αναφέρονται όπως καταγράφονται στους διατάξεις των οικείων νόμων. Εν τούτοις, αυτά τα πλαίσια ποινής έχουν αλλάξει με μια γενική διάταξη και ειδικότερα με το άρθρο 463 παρ. 3 εδάφιο α' του νέου Ποινικού Κώδικα (Νόμος 4619/2019), σύμφωνα με το οποίο «όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 περ. γ' του νέου Ποινικού Κώδικα».

Συνεπώς, αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη, επιβάλλεται κάθειρξη έως έξι (6) έτη ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Η πράξη, όμως, παρά ταύτα, κατά τον νόμο, διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα της.

Αυτό βέβαια είναι αντιφατικό, επειδή αν και η πράξη δήθεν διατηρεί τον κακουργηματικό της χαρακτήρα, εν τούτοις στην ουσία, μετατρέπεται εν μέρει σε πλημμέλημα, αφού για το «κακούργημα» αυτό, μπορεί να επιβληθεί ποινή τουλάχιστον ενός έτους έως πέντε ετών φυλάκισης.


Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους συνεργάτες του γραφείου μας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News