Σύμφωνα με το άρθρο 358 νέου ΠΚ (ως τροπ. με άρθρο 52 ν. 5090/2024) «όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή».
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) υποχρέωση διατροφής από το νόμο, που ιδρύεται με βάση τον δεσμό του γάμου μεταξύ των συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ` ευθείαν γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων, β) η υποχρέωση να έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά, που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση διατροφής, ακόμα και αν μεταβληθούν οι όροι διατροφής, γ) κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, δηλαδή δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή και ενδιάθετη βούληση αυτού να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του, η οποία οφείλεται σε κακεντρέχεια, κακότητα και κακή θέληση, ώστε να στερηθεί ο δικαιούχος από τα αναγκαία προς το ζην, παρότι ο δράστης είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης του δικαιούμενου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα, δ) ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. Οι στερήσεις αναφέρονται γενικά στην διατροφή σε όλη της την έκταση και όχι μόνο στα απολύτως αναγκαία μέσα συντήρησης. Ως βοήθεια νοείται η υλική βοήθεια άλλων, έστω και απώτερων υπόχρεων προς διατροφή, συγγενών ή μη, φίλων κ.λ.π. ή κρατικής κοινωνικής πρόνοιας ή ιδρυμάτων και ε) δόλος, καθόσον, εκτός της κακοβουλίας απαιτείται και δόλος, έστω και ενδεχόμενος, του δράστη. Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της υποχρέωσης για διατροφή, βάσει όμως ήδη εκδοθείσας σε βάρος του δικαστικής απόφασης, χωρίς να απαιτείται και τυπική επίδοση σ` αυτόν της απόφασης με δικαστικό επιμελητή και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του.
Εκ της διατύπωσης της ανωτέρω διάταξης προκύπτει ότι η ποινική δίωξη για το αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής ασκείται, πλέον, αυτεπαγγέλτως. Ή, για να το θέσουμε ορθότερα, ασκείται, εκ νέου, αυτεπαγγέλτως. Τούτο διότι ενδιαμέσως είχε μεσολαβήσει η προϊσχύσασα μορφή του εν λόγω άρθρου (υπό τον ΠΚ που ψηφίστηκε με τον ν. 4019/2019), σύμφωνα με την οποία η δίωξη για την εν λόγω αξιόποινη πράξη ασκούταν μόνον κατόπιν υποβολής εγκλήσεως. Ενώ, υπό τον παλαιό ΠΚ (προ 2019) ίσχυε η αυτεπάγγελτη δίωξή της, όπως και σήμερα. Ουσιαστικά, λοιπόν, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα έχουμε αναβίωση της παλαιάς μορφής της διάταξης.
Σύμφωνα, δε, με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ «προκρίθηκε η αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής, λόγω της ειδικής απαξίας του εν λόγω αδικήματος που συχνότατα διακινδυνεύει την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών επιβίωσης ανηλίκων τέκνων, αλλά και ειδικότερα της αναγκαιότητας να υπερακοντιστούν δικονομικά εμπόδια που η κατ’ έγκληση δίωξη του εγκλήματος έχει ήδη ή πρόκειται στο μέλλον να αναδείξει (π.χ. διατυπώσεις, τρίμηνη ασφυκτική προθεσμία έγκλησης, χρηματικό παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού)».
Έτσι, κύρια στόχευση της νέας αυτής μορφής της διάταξης είναι (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 5090/2024) καταρχάς να αποσυνδεθεί η δυνατότητα καταγγελίας του εν λόγω αδικήματος από την ταυτόχρονη υποχρέωση έκδοσης παραβόλου εγκλήσεως (το οποίο ανέρχεται πλέον στο ποσό των 100,00 €), κάτι που πράγματι μοιάζει αναγκαίο, δεδομένου ότι οι παθούσες/παθόντες από την πράξη αυτή έχουν περιέλθει de facto σε οικονομική αδυναμία. Συνεπώς, η διαδικαστική αυτή υποχρέωση συνιστά μια επιπρόσθετη (και άνευ ουσίας) χρηματική τους επιβάρυνση και ορθώς καταργείται. Ακόμη, με τη νέα διάταξη απαλείφεται ο χρονικός περιορισμός της τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή εμπρόθεσμης εγκλήσεως, προκειμένου να μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο εισαγγελέα.
Ειδικώς ως προς την κατάργηση της τελευταίας αυτής προϋπόθεσης πάντως, επισημαίνεται ότι, ακόμη και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, η υποχρέωση υποβολής εγκλήσεως εντός τριμήνου από την μη καταβολή της διατροφής, δεν ήταν τόσο σύνηθες να οδηγήσει σε εκπρόθεσμη καταμήνυση του εν λόγω αδικήματος. Συγκεκριμένα, η παραβίαση της υποχρέωσης προς διατροφή τελείται κατ` εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνιαίως). Το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή, είναι διαρκές, διότι η τέλεσή του με την παράλειψη καταβολής της διατροφής συνεχίζεται, εφόσον διαρκούν τα αποτελέσματά της (στερήσεις του δικαιούχου της διατροφής και ανάγκη του για βοήθεια από τρίτους). Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος αυτού, με άλλα λόγια, είναι το χρονικό διάστημα από την παράλειψη της οφειλόμενης ενέργειας, δηλαδή την καταβολή της διατροφής, συνεπεία της οποίας δημιουργείται (και με τη θέληση του δράστη διατηρείται) η παράνομη κατάσταση, μέχρι τη λήξη της κατάστασης αυτής (που στην πράξη σηματοδοτείται με την καταβολή του πλήρους ποσού της καταβολής επόμενου μήνα).
Επομένως, εάν αναγνωρίσθηκε από το δικαστή η υποχρέωση καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού, ανά μήνα, προς διατροφή του δικαιούχου, το εν λόγω αδίκημα στοιχειοθετείται με την, κατά τον πρώτο μήνα, παράλειψη της καταβολής του ποσού της διατροφής και συνεχίζεται έκτοτε, εφόσον δεν αίρεται με ενδιάμεση καταβολή του υπόχρεου, με τις μετέπειτα μηνιαίες παραλείψεις, καθεμιά από τις οποίες συνιστά και νέα εκδήλωση της θέλησης του δράστη να παρατείνεται η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε (χωρίς, ωστόσο, να τελείται νέο αδίκημα κάθε μήνα που δεν καταβάλλεται διατροφή).
Το ερώτημα, λοιπόν, που εγείρεται είναι εάν η νέα μορφή της διάταξης έχει πρακτικό αντίκρισμα για την/τον δικαιούχο διατροφής στην περίπτωση που συντρέχει μη καταβολή διατροφής για κάποιους μήνες, ακολούθως συμμόρφωση και καταβολή αυτής για μερικούς (επόμενους) μήνες, και εν συνεχεία εκ νέου μη καταβολή της.
Έτσι, υπό την αμέσως προϊσχύσασα διάταξη (που εφαρμοζόταν μέχρι 30-4-2024), εάν λχ. οφειλόταν η διατροφή για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2023, και εν συνεχεία ο υπόχρεος την κατέβαλε κανονικά, τότε εάν η/ο δικαιούχος της διατροφής υπέβαλε για πρώτη φορά μήνυση τον Ιούνιο του 2023 (για τα ποσά της διατροφής που δεν έλαβε για τους ανωτέρω δύο μήνες), αυτή θα ήταν εκπρόθεσμη, μη δυνάμενη να οδηγήσει σε άσκηση ποινικής δίωξης. Ομοίως, εάν στην παραπάνω περίπτωση η διατροφή (που δεν καταβλήθηκε για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο), καταβλήθηκε ολοσχερώς για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο, και ακολούθως οφειλόταν εκ νέου από τον Ιούλιο μέχρι τον Νοέμβριο, τότε εάν υποβαλλόταν για πρώτη φορά έγκληση τον Δεκέμβριο, δεν θα μπορούσε να καταλαμβάνει ούτε τους αρχικούς δύο μήνες (Ιανουάριο και Φεβρουάριο), ούτε και τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο (διότι μεσολαβεί χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών μεταξύ αυτών και της υποβολής της έγκλησης), με αποτέλεσμα το αδίκημα ως προς τους μήνες αυτούς να παρέμενε ανέγκλητο (ατιμώρητο).
Ως γνωστόν, ακόμη (ως ισχύει κατά κανόνα επί διαρκών εγκλημάτων), στην περίπτωση κατά την οποία ο υπόχρεος δεν προβαίνει σε καμία ολοκληρωτική καταβολή της επιδικασθείσας διατροφής, η εξακολούθηση της τελέσεως του αδικήματος διακόπτεται με την επίδοση στον μηνυόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος (με το οποίο καλείται να δικαστεί ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου). Τούτο σημαίνει ότι η περαιτέρω συνέχιση της ίδιας αξιόποινης πράξης μετά την γνώση από τον εγκαλούμενο της εις βάρος του ασκηθείσας ποινικής διώξεως, αποτελεί νέα πράξη, για την οποία απαιτείται νέα ποινική δίωξη, και άρα πρέπει να καταγγελθεί εκ νέου. Υπό το προηγούμενο καθεστώς λοιπόν θα έπρεπε να υποβληθεί νέα έγκληση εντός τριμήνου από την νέα τέλεση της πράξης.
Τα παραπάνω διαδικαστικά αναχώματα, λοιπόν, εξαφανίζονται με την νέα μορφή του άρθρου 358 ΠΚ, αφού όλες οι ανωτέρω επιμέρους περιπτώσεις μπορούν πλέον να καταμηνυθούν χωρίς τον περιορισμό της τρίμηνης προθεσμίας προς τούτο και δίχως τις ρητές και πανηγυρικές διατυπώσεις που, συνήθως, απαιτούνται για την παραδεκτή υποβολή εγκλήσεως.
*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.