Ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας που λαμβάνει χώρα καθημερινά ως ένα μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία, χωρίς όμως να εισχωρεί με τον ίδιο τρόπο και στη δημόσια συζήτηση είναι το λεγόμενο catcalling. Ο αγγλικός αυτός όρος έχει τις ρίζες του στα μέσα του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα στα σφυρίγματα που έκαναν οι θεατές, όταν έμεναν δυσαρεστημένοι από την παράσταση που μόλις είχαν παρακολουθήσει. Πρόκειται δηλαδή για μία στάση διαπνεόμενη από αγένεια και έλλειψη πολιτισμού και παιδείας. Είναι δύσκολο να αποτυπωθεί στα ελληνικά με μία λέξη, γι’ αυτό και μεταφράζεται περιφραστικά ως «παρενόχληση στο δρόμο».
Η παρενόχληση στο δρόμο κυρίως σεξουαλικής φύσεως περιλαμβάνει μία σειρά από συμπεριφορές λεκτικές και μη, οι οποίες συνοδεύονται από σεξουαλικά σχόλια, προκλητικές χειρονομίες, φωνές, άσεμνες κινήσεις ακόμη και καταδίωξη. Ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται στο παραπάνω φαινόμενο είναι τα εξής: α) αποδέκτριες είναι συνήθως γυναίκες (φυσικά, παρενόχληση στο δρόμο υφίστανται και μέλη της LGBTQ+ κοινότητας), β) δράστες είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία, άνδρες, γ) οι άνδρες δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων τις γυναίκες στις οποίες απευθύνονται, δ) η διάδραση μεταξύ τους γίνεται «πρόσωπο με πρόσωπο» και ε) γίνεται πάντα σε δημόσιο χώρο, όπως σε δρόμους, σε πάρκα ή/και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Βέβαιο είναι, επίσης, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι ανεπιθύμητη, προσβάλει κατάφωρα την αξιοπρέπεια των θυμάτων και αποτελεί μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης.
Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο έχει ήδη λάβει νομικής αντιμετώπισης σε ορισμένες χώρες του κόσμου, γεγονός το οποίο δείχνει πως έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος. Συγκεκριμένα, στη Γαλλία στις 3 Αυγούστου του 2018 ψηφίστηκε νόμος κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο με χρηματική ποινή που μπορεί να κυμανθεί από 90 μέχρι 750 ευρώ. Αφορμή για την ενέργεια αυτή της Πολιτείας ήταν ένα βίντεο που διέρρευσε στο διαδίκτυο, όπου βιντεοσκοπήθηκε ο ξυλοδαρμός μίας γυναίκας σε δημόσιο χώρο επειδή ακριβώς τόλμησε να απαντήσει σε άσεμνα σχόλια αγνώστου άνδρα. Κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του καταγράφηκαν περισσότερα από 700 περιστατικά επί των οποίων επιβλήθηκαν τέτοιου είδους πρόστιμα.
Προγενέστερα, το 2015 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πορτογαλίας ποινικοποίησε τη λεκτική σεξουαλική κακοποίηση, με ποινή φυλάκισης έως και ενός έτους. Το σχετικό άρθρο του Πορτογαλικού Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης ενός έτους ή χρηματική ποινή έως 120 ευρώ, εάν δεν επιβάλλεται σοβαρότερη ποινή βάσει άλλης νομικής διάταξης, σε περίπτωση παρενόχλησης η οποία περιλαμβάνει συμπεριφορές επιδεικτικού χαρακτήρα, σχόλια σεξουαλικής φύσεως που δημιουργούν ένα ντροπιαστικό και εξευτελιστικό περιβάλλον για την αποδέκτρια αυτών.
Παράλληλα, κι άλλες χώρες έχουν κάνει παρόμοια βήματα στην αντιμετώπιση του προβλήματος της λεκτικής σεξουαλικής κακοποίησης. Μεταξύ άλλων, το Βέλγιο απαγόρευσε τις σεξιστικές προσβολές το 2014, το Περού θεσμοθέτησε ποινή φυλάκισης έως 12 χρόνια για τη σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο, ενώ και στην Αργεντινή πραγματοποιούνται σοβαρές συζητήσεις για την ποινικοποίηση του catcalling με χρηματικό πρόστιμο έως 775$.
Όπως είναι γνωστό στον ελληνικό νομικό κόσμο, το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο δεν έχει απασχολήσει καθόλου τον Έλληνα νομοθέτη. Βέβαια, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια απαίτηση, όταν ακόμη η ελληνική πολιτεία δεν επιθυμεί να προβεί στη νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί ένα τέτοιο έγκλημα να καταστεί πιο απεχθές από τη δολοφονία ενός παιδιού ή ενός ηλικιωμένου. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται αντιληπτή η βαθύτερη αιτία, η βαθιά ριζωμένη αντίληψη των έμφυλων διακρίσεων, που καθιστά αναγκαία τη νομοθέτηση του όρου αυτού. Είναι δύσκολο αντίστοιχα να γίνουν αντιληπτές και οι νομικά βαρύνουσες βλάβες που υφίσταται μία γυναίκα σε μία τέτοια περίσταση όπως η παρενόχληση στο δρόμο.
Ο περιορισμός της ελευθερίας των γυναικών ως θυμάτων του φαινομένου που έχει περιγραφεί ως άνω είναι μία από τις νομικά σημαντικές βλάβες που οι ίδιες υφίστανται. Θεωρείται μάλιστα η σημαντικότερη, μεταξύ άλλων, από τους υποστηρικτές της ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο. Και τούτο, διότι, η συμπεριφορά αυτή του δράστη παραβιάζει την ιδιωτική σφαίρα των εκάστοτε θυμάτων στο δημόσιο χώρο χωρίς τη συναίνεσή τους με τρόπο που περιορίζει την ελευθερία των κινήσεών τους. Μαρτυρίες γυναικών αναφέρουν ότι συχνά ακολουθούν άλλη διαδρομή μέσα στην πόλη για τον προορισμό τους ή άλλον τρόπο να προσεγγίσουν τον προορισμό τους προκειμένου να αποφύγουν την πιθανότητα να έρθουν αντιμέτωπες με κάποιο σεξουαλικό σχόλιο ή χειρονομία. Μία τέτοια στάση κρατούν πρόσωπα τα οποία δεν έχουν ισότιμη πρόσβαση στο δημόσιο χώρο και διακρίνονται κοινωνικά από αισθήματα «τρωτότητας» (vulnerability) και περιορισμού της αυτονομίας τους.
Εξάλλου, το catcalling ως σύνολο συμπεριφορών που δημιουργούν ένα ντροπιαστικό, εξευτελιστικό και δίχως ασφάλεια περιβάλλον στα θύματα υποκρύπτει δύο συνιστώσες που καθιστούν επιτακτική τη νομική καθιέρωσή του. Από τη μία πλευρά, τέτοιου είδους συμπεριφορές προκαλούν αίσθημα φόβου στις γυναίκες. Αυτό συμβαίνει, διότι δεν πρόκειται για έναν απλό χαιρετισμό ή ένα όμορφο σχόλιο ή ένα κοπλιμέντο, αλλά πρόκειται για δημιουργία εχθρικού περιβάλλοντος με παντελή απουσία φιλικής διάθεσης. Από την άλλη, όλες αυτές οι ενέργειες συνδέονται άρρηκτα με τον σκοπό των πράξεων αυτών, ο οποίος έγκειται στην επίδειξη αισθήματος κυριαρχίας και στην ικανοποίηση του ανδρισμού του εκάστοτε θύτη (τοξική αρρενωπότητα).
Τελευταία, αλλά όχι αμελητέα επίπτωση του ως άνω φαινομένου είναι προφανώς η σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών και του γυναικείου σώματος. Με άλλα λόγια, μέσω του catcalling οι άνδρες – ενεργούντες προβαίνουν στην υποβάθμιση του γυναικείου σώματος και στη θέασή του ως αντικειμένου. Αποτελεί κατεξοχήν μία ακόμη προσπάθεια σεξουαλικής αντικειμενοποίησης του γυναικείου σώματος, το οποίο εκλαμβάνεται -προς δυσαρέσκεια των γυναικών- ως αντικείμενο σεξουαλικής απόλαυσης προς κατανάλωση των ανδρών. Παραβιάζεται, συνεπώς, μία θεμελιώδη αρχή του δικαίου, αυτή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της συνισταμένης όλων των εννόμων αγαθών που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Γίνεται εμφανώς κατανοητό, λοιπόν, ότι το catcalling έχει ισχυρή επίδραση στην καθημερινότητα των γυναικών κατά την ενάσκηση των δραστηριοτήτων τους στο δημόσιο χώρο, ενώ και από νομικής απόψεως οι βλάβες που υφίστανται τα θύματα έχουν βαρύνουσα σημασία. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό και με την υψηλή συχνότητα και τον δημόσιο χαρακτήρα του φαινομένου συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας νομικής αντιμετώπισής του από τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να λάβει υπόψη τις εκφάνσεις και τα αίτια αυτού και να αποδώσει μία νομική πλέον διάσταση. Η αμεσότερη νομική αντιμετώπισή του θα εξασφαλίσει τουλάχιστον μία σκέψη προτού προβεί κάποιος σε σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους συνεργάτες του γραφείου μας.