Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308,309, 513, 533 539 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Συγκεκριμένα, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για τη βασιμότητα ή μη του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, ως συμπέρασμα νομικής σκέψης, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού (ΑΠ 964/2020, ΑΠ 2008/2009, ΑΠ 1821/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τις ανωτέρω διατάξεις, που αποσκοπούν στην ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης και αποτελούν ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας, συνάγεται ότι εάν κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας συντρέχουν λόγοι ανάκλησης της (μη οριστικής) απόφασής του, τότε η εν λόγω απόφαση μπορεί να ανακληθεί σε μεταγενέστερη «στάση της δίκης», δηλαδή σε μεταγενέστερη συζήτηση της υπόθεσης, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση (αίτηση) διαδίκου, η οποία, όμως, πρέπει (με κύρωση την απόρριψή της ως απαράδεκτης) να υποβληθεί - όχι αυτοτελώς αλλά - στο πλαίσιο της συζήτησης της υπόθεσης (ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, ΑΠ 660/2011, ΑΠ 1149/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, εάν η υπόθεση αναβλήθηκε από το δικαστήριο, η αίτηση ανάκλησης της αναβλητικής απόφασης που υποβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο, δε, διότι η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση) δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει «στάση δίκης», ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης, που διέταξε την αναβολή αφού με την άνω διάταξη δεν σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος. Η ανάκληση μη οριστικής απόφασης κατά τρόπο που αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ 14 ΚΠολΔ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υπόθεσης με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συγκεκριμένα, η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων απαιτεί την ύπαρξη πάντοτε «στάση δίκης», που δημιουργεί και η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον, όμως, η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης (ΑΠ 1515/2013, ΑΠ 1450/2010, ΑΠ 1538/2010, ΑΠ 836/2010, ΑΠ 775/2010, ΑΠ 1149/2008, ΑΠ 217/2005, ΑΠ 250/1974 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία εάν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι επήλθε βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης.
Ειδικότερα, με την απαγόρευση της αυτοτελούς ανάκλησης των μη οριστικών δικαστικών αποφάσεων εξυπηρετείται η οικονομία και η ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης, ο σκοπός, όμως, αυτός δεν βλάπτεται και συνεπώς δεν ισχύει η ως άνω απαγόρευση στις περιπτώσεις εκείνες που διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή. Γι’ αυτό στις παραπάνω περιπτώσεις, η αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί «στάση δίκης» (ΑΠ 926/2014, ΑΠ1515/2013, ΑΠ 1638/2005, ΑΠ 649/1996 δημ. στηνΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ωστόσο, οι ανωτέρω εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες θεραπεύεται η άσκοπη επιβράδυνση της διαδικασίας, δεν πρέπει να επεκτείνονται σ’ εκείνες, στις οποίες, παρότι δεν είναι ακόμη ώριμη η περαιτέρω κατ’ ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης, εξαιτίας ακριβώς της μη εκτέλεσης του διαταχθέντος μέσω της μη οριστικής απόφασης μέτρου, ζητείται η ανάκληση της τελευταίας ως εσφαλμένης, προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι, πέραν του ότι πρόκειται περί ερμηνείας «contra legem», θα καθιερωνόταν έτσι εμμέσως ένα ιδιαίτερο είδος ένδικου βοηθήματος, το οποίο δεν προέβλεψε ο νομοθέτης (ΕΑ 10739/1997 ΕλλΔνη 40,1111, ΕΑ 6647/1992, ΠΠΑ 122/2019 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ θα καθίστατο εππτροσθέτως ανεφάρμοστη η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 309 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι το δικαστήριο δεν θα είχε, στην περίπτωση της αυτοτελούς πλέον αυτής αίτησης, τη δυνατότητα να μην απαντήσει επί του αιτήματος ανάκλησης, παρότι η σχετική δυνατότητα του παρέχεται από την προαναφερόμενη διάταξη σε περίπτωση πρότασης του διαδίκου για την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΕφΘεσ 2728/1995 Αρμ. 1996. 492, ΠΠΠατρών 122/2019, ΜΠρΜεσ 158/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.

