Δικηγορικό Γραφείο
Παραβίαση προσωπικών δεδομένων και προσβολή προσωπικότητας

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α' και γ' ΑΚ «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον...Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Ως «προσβολή της προσωπικότητας» θεωρείται κάθε διατάραξη από πράξεις τρίτων των επιμέρους εκφάνσεων αυτής, όπως είναι η εικόνα του προσώπου, η τιμή, η υπόληψη, το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής, η πίστη, το επάγγελμα, η ελευθερία αναπτύξεως επαγγελματικής, οικονομικής και επιστημονικής δραστηριότητας (ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 611/2019, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 69/2013, ΑΠ 1279/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). «Παράνομη» είναι η προσβολή της προσωπικότητας, όταν η βλαπτική συμπεριφορά του τρίτου αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, δύναται δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, το δε στοιχείο του «παρανόμου» υφίσταται και όταν ο δράστης ασκεί δικαίωμα, το οποίο όμως είναι ελάσσονος σημασίας από πλευράς εννόμου τάξεως ή ασκείται υπό περιστάσεις, οι οποίες καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του (ΑΠ 129/2020, ΑΠ 1587/2017, ΑΠ 1354/2015, ΕφΠειρ 33/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

Επίσης, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του...». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος  ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 6675/2014 ΕλλΔνη 57 802). Ως «ανθρώπινη συμπεριφορά» νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση επ’ αυτού ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως συνειδήσεως ή σε άλογες ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγουμένη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.).

Ταυτόχρονα, η  διάταξη του άρθρου 11 Ν. 2472/1997 καθιερώνει βασική υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας με αντικείμενο την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων αναφορικά με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απ’ ευθείας από το υποκείμενο αυτών, πραγματοποιείται κατά τη συλλογή τους, χωρεί δε εγγράφως και δύναται να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αιτήσεως, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα. Ταυτοχρόνως, η ενημέρωση αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων, το οποίο προστατεύεται κατά τη διάταξη του άρθρου 12 Ν. 2472/1997. Η υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς ενημέρωση και το αντίστοιχο δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων αποσκοπούν αφ’ ενός μεν στη διατύπωση ελεύθερης, ρητής, ειδικής και σε πλήρη επίγνωση δηλώσεως βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκαταθέσεώς του να αποτελέσουν αυτά αντικείμενο επεξεργασίας, όπως αξιώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. ια' και 5 παρ. 1 Ν. 2472/1997, και για το λόγο αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκαταθέσεως, αφ’ ετέρου δε στην αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου: α) για πρόσβαση στις πληροφορίες τις σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές και τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, την ικανοποίηση από πλευράς του υπευθύνου επεξεργασίας σχετικής αιτήσεώς του εντός των οριζομένων προθεσμιών και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή προς ικανοποίηση του αιτήματος του, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 12 Ν. 2472/1997 και β) για την προβολή αντιρρήσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 13 Ν. 2472/1997, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου των δεδομένων να προβάλει οποτεδήποτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας έγγραφες αντιρρήσεις αναφορικώς με την επεξεργασία των αφορώντων αυτό δεδομένων και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικώς, τη διόρθωση, την προσωρινή μη χρησιμοποίηση, τη δέσμευση, τη μη διαβίβαση ή τη διαγραφή των εν λόγω δεδομένων. Ειδικότερα, καθ’ όσον αφορά στο στοιχείο της ενημερώσεως για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου θα προκύπτει κατά τον τρόπο αυτό η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του Νόμου, ως προς την κατηγορία, των αποδεκτών, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Η απαιτουμένη κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997 για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προϋπόθεση της ενημερώσεως του υποκειμένου των εν λόγω δεδομένων πληρούται από την αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητώς αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη. Τέλος, η παραβίαση των ως άνω διατάξεων του Ν. 2472/1997 ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 23 αυτού και του ταυταρίθμου άρθρου της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), η οποία συνιστά παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του υπευθύνου επεξεργασίας και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια τόσο των συνιστώντων την παράβαση περιστατικών, όσο και της πιθανότητας προκλήσεως ηθικής βλάβης. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος πραγματικά γεγονότα, κατά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας, η οποία ορίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να απαλλαγεί εν άλω εν μέρει της ευθύνης, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 860/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 186/2020 ΝοΒ 68 1269, ΑΠ 1079/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 3649/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).             

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News