Δικηγορικό Γραφείο
Η Υπέρβαση της Άμυνας

Κατά το άρθρο 14 ΠΚ, «Έγκλημα είναι η πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από τον νόμο». Για να επιβληθεί ποινή σε κάποιον δράστη, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου, είναι απαραίτητο να έχει πραγματοποιήσει συγκεκριμένη πράξη, η οποία να είναι άδικη και καταλογιστή, η οποία να προβλέπεται και να τιμωρείται από το νόμο. Ένα, λοιπόν από τα στοιχεία του εγκλήματος είναι και ο άδικος χαρακτήρας της πράξης. Για να χαρακτηριστεί μια πράξη άδικη και επομένως αξιόποινη, θα πρέπει να μην συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης. Ως λόγοι άρσης του άδικου νοούνται: α. Η άσκηση δικαιώματος ή καθήκοντος (άρθρο 20 ΠΚ), β. η προσταγή (άρθρο 21 ΠΚ), γ. η άμυνα (άρθρο 22 ΠΚ) και η κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25 ΠΚ).

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 22 του Ποινικού Κώδικα: “1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.” Αυτό σημαίνει ότι η πράξη δεν τιμωρείται.

Τι συνιστά άμυνα και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της ώστε να είναι νόμιμη;

Σύμφωνα, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η κατάσταση της νόμιμης άμυνας υφίσταται όταν υπάρχουν τα εξής:

  1. Επίθεση άδικη και παρούσα: θα πρέπει να υπάρχει α) επίθεση που αντικειμενικά αντιφάσκει προς το δίκαιο και β) η επίθεση να είναι παρούσα και ως τέτοια θεωρείται εκείνη που έχει αρχίσει να πραγματοποιείται και να συνεχίζεται, ή να είναι άμεσα και σίγουρα επικείμενη.
  1. Αμυντική πράξη: δηλαδή η αναγκαίαπροσβολή των εννόμων αγαθών του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει ο αμυνόμενος για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή κάποιον άλλον.

Επομένως, όταν πληρούνται τα παραπάνω κριτήρια, δικαίωμα για την απόκρουση της επίθεσης έχει κατ’ αρχήν το ίδιο το άτομο που δέχεται την παρούσα και άδικη επίθεση.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παρ. 3. του άρθρου 22 Π.Κ. “Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις”. Τα παραπάνω καθορίζουν τα κριτήρια, για την εκτίμηση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας. Δηλαδή, το δικαστήριο κρίνει το μέτρο αυτό αντικειμενικά, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων όπως θα τις αντιλαμβανόταν ένας ουδέτερος παρατηρητής κατά τη διάρκεια της επίθεσης, και όχι μόνο την αντίληψη του δράστη.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα «Όποιος υπερβαίνει τα όριο της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση». Η μείωση της επαπειλούμενης ποινής ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 83, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 5090/2024: «Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλον προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών ή κάθειρξη έως δεκατέσσερα (14) έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως δώδεκα (12) έτη, δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία».

Επομένως, εάν ο αμυνόμενος υπερβεί το αναγκαίο μέτρο, δεν βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και θα τιμωρηθεί για την πράξη του, με μειωμένη ποινή, εάν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση. Εάν, η υπέρβαση οφείλεται σε αμέλεια, θα τιμωρηθεί για το σχετικό αδίκημα εξ αμελείας, εφόσον προβλέπεται ποινή από την ισχύουσα νομοθεσία. Ωστόσο, αν η υπέρβαση του μέτρου προκλήθηκε από φόβο ή ταραχή λόγω του συμβάντος, ο δράστης θα απαλλαγεί από ποινή.

Ενδιαφέρουσα θα ήταν η προσέγγιση του ζητήματος της άμυνας κατά τον Ποινικό Κώδικα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας εμπεριέχει τρεις επιμέρους αρχές: α. Την αρχή της προσφορότητας, β. Την αρχή της αναγκαιότητας, γ. Την αρχή της εν στενή εννοία αναλογικότητας (stricto sensu αναλογικότητα). Η κρατούσα άποψη, λοιπόν, δέχεται ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν εφαρμόζεται στην άμυνα καθ’ όλη την έκτασή της, ήτοι η αμυντική πράξη απαιτείται να είναι πρόσφορη και αναγκαία, όχι όμως και ανάλογη. Με άλλα λόγια δεν απαιτείται καμία θετική αναλογία μεταξύ προσβαλλομένου από την επίθεση εννόμου αγαθού και διασωζομένου από την αμυντική πράξη, αρκεί βάσει της θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας του θεσμού να μην αποβαίνει εντελώς δυσανάλογη η στάθμισή τους.

Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι δεν απαλλάσσεται από την ποινή όποιος, με πρόθεση, προκαλεί την επίθεση άλλου για να διαπράξει αξιόποινη πράξη, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της άμυνας.

*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News