Στις 02.05.1999 υπογράφηκε η Σύμβαση του Μόντρεαλ με σκοπό, αφενός μεν τον εκσυγχρονισμό και την κωδικοποίηση της από 19-01-1930 Συμβάσεως της Βαρσοβίας «περί ενοποιήσεως διατάξεων σχετικών προς τας διεθνείς μεταφοράς», που κυρώθηκε με τον α.ν. 596/1937, όπως τροποποιήθηκε με το από 28-09-1955 πρωτόκολλο της Χάγης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 4395/1964 και συμπληρώθηκε με την από 18-09-1961 σύμβαση της Γουαδαλαχάρας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 766/1971, η οποία (Σύμβαση της Βαρσοβίας) εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων που γίνεται με αεροπλάνο αντί αμοιβής, αφετέρου δε την εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών και της δίκαιης αποζημίωσης με βάση την αρχή της επανόρθωσης. Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση Μόντρεαλ με το Νόμο 3006/2002, επομένως από την 04.11.2003 η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται και στη χώρα μας. Η θέση, όμως, σε εφαρμογή της Σύμβασης Μόντρεαλ δεν σημαίνει την παύση εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης της Βαρσοβίας και των τροποποιητικών αυτής Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων.
Επομένως, σήμερα, στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές μπορεί να εφαρμόζεται τόσο η Σύμβαση Μόντρεαλ όσο και η Σύμβαση της Βαρσοβίας, αναλόγως του ποια Διεθνή Σύμβαση έχουν κυρώσει τα κράτη μεταξύ των οποίων πραγματοποιείται η μεταφορά. Έτσι, αν οι χώρες στις οποίες αφορά η μεταφορά έχουν κυρώσει μόνο τη Σύμβαση Μόντρεαλ ή τόσο τη Σύμβαση της Βαρσοβίας όσο και τη Σύμβαση Μόντρεαλ, θα εφαρμόζεται η τελευταία, η εφαρμογή της οποίας υπερισχύει (βλ. σχετικά Ν. Παπαχρονόπουλο «Η αστική ευθύνη του διεθνούς αεροπορικού μεταφορέα μετά τη Σύμβαση Μόντρεαλ 1999», εις ΕΕμπΔΝΣΤ 154 επ.). Σημειώνεται ότι οι ρυθμίσεις της Σύμβασης Μόντρεαλ δεν αφίστανται κατά βάση των ρυθμίσεων της Σύμβασης της Βαρσοβίας. Έτσι, κατά το άρθρο 1 της Σύμβασης Μόντρεαλ, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις επί πληρωμή διεθνείς αεροπορικές μεταφορές επιβατών, αποσκευών και φορτίου. Ο όρος «διεθνής μεταφορά», για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής, σημαίνει οιαδήποτε μεταφορά στην οποία, με βάση τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού, ανεξαρτήτως αν υπάρχει ή όχι διακοπή της μεταφοράς ή μεταφόρτωση, βρίσκονται είτε εντός των εδαφών δύο συμβαλλομένων κρατών, είτε εντός του εδάφους ενός και μόνο συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον έχει συμφωνηθεί ο τόπος ενδιάμεσου σταθμού εντός του εδάφους άλλου κράτους, ακόμη και όταν το κράτος αυτό δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος. Η μεταφορά, που εκτελείται από διαδοχική σειρά αερομεταφορέων, θεωρείται αδιαίρετη μεταφορά, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη την εκλαμβάνουν ως μία και μόνη δραστηριότητα (βλ. ΕφΘεσ 1199/2009 ΤΝΠ «Νόμος»).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της ως άνω Σύμβασης «Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκληθεί σε περίπτωση καταστροφής ή απώλειας ή βλάβης αποσκευών που είχαν περάσει από σχετικό έλεγχο, υπό τον μόνο όρο ότι το συμβάν που προκάλεσε την καταστροφή, την απώλεια ή την βλάβη σημειώθηκε επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου κατά την οποία οι ελεγχθείσες αποσκευές ήταν υπό την ευθύνη του μεταφορέα. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος εάν και εφόσον η ζημία προκλήθηκε εξαιτίας ελαττώματος της ποιότητας ή ατέλειας της αποσκευής...». Κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1, 2 της ίδιας ανωτέρω Σύμβασης «1. Σε περίπτωση ζημίας που προκληθεί λόγω καθυστέρησης, όπως αυτή προδιαγράφεται στο άρθρο 19 για τη μεταφορά προσώπων, η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε επιβάτη περιορίζεται στα 4.150 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα. 2. Όσον αφορά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης τους περιορίζεται στα 1.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα για κάθε επιβάτη, εκτός εάν ο επιβάτης, κατά την παράδοση των ελεγμένων αποσκευών στο μεταφορέα, υποβάλει ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού και εφόσον έχει καταβάλει συμπληρωματικό ποσό, όπως το απαιτεί η περίπτωση. Τότε, ο μεταφορέας ευθύνεται για την καταβολή ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δηλωθέν ποσό, εκτός εάν αποδείξει ότι το ποσό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό ασφαλιστικό συμφέρον του επιβάτη για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού», ενώ στην παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου 22 ορίζεται ότι «Οι ανωτέρω διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, αν αποδειχθεί ότι η ζημία οφείλεται σε πράξη ή 17 παράλειψη που έγινε με πρόθεση την πρόκληση ζημίας η από αμέλεια ή από βαρεία αμέλεια του μεταφορέα, των ευρισκομένων στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του, υπό τον όρο ότι στην περίπτωση τέτοιας πράξης ή παράλειψης οι ευρισκόμενοι στην υπηρεσία του ή οι πράκτορες του μεταφορέα ενεργούν εντός του πλαισίου της σχέσης εργασίας τους». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 της ανωτέρω σύμβασης, «τα ποσά που είναι εκφρασμένα σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα στην παρούσα σύμβαση θεωρούνται ότι αναφέρονται στα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μετατροπή των ποσών σε εθνικά νομίσματα, στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών, πραγματοποιείται σύμφωνα με την αξία των νομισμάτων αυτών σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα κατά την ημερομηνία της εκδίκασης. Η αξία ενός εθνικού νομίσματος, σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, ενός συμβαλλόμενου κράτους το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία εκδίκασης, για τις εργασίες του και τις συναλλαγές του...».
Από τις προμνησθείσες διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ προκύπτει ότι αυτές ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιβάτες, που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω πράξης ή παράλειψης που έγινε με πρόθεση την πρόκληση ζημίας η από αμέλεια ή από βαρεία αμέλεια του μεταφορέα, των ευρισκομένων στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του, μπορούν να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης κατά των αερομεταφορέων. Οι διατάξεις αυτές θέτουν ως όριο της ευθύνης του μεταφορέα τα εκεί αναφερόμενα ποσά κατά περίπτωση. Το ζήτημα εάν αποζημιώνεται μόνο η περιουσιακή ζημία ή εάν αποζημιώνεται και η ηθική βλάβη αφήνεται στα ουσιαστικά δίκαια των συμβαλλόμενων κρατών (βλ., ανάλογα για τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, ΑΠ 1369/2007, ΑΠ 39/2006 δημ. «Νόμος», ΕφΘεσ 1199/2009 ό.π ).
Έτσι, κατά το ελληνικό δίκαιο, εκτός από την περιουσιακή ζημία, την οποία υπέστη ο επιβάτης λόγω αθέτησης της υποχρέωσης εκ μέρους του μεταφορέα και η οποία αποκαθίσταται, μπορεί να οφείλεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η αθέτηση αποτελεί και αδικοπραξία (άρθρο 932 ΑΚ). Εξάλλου, από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που επάγεται προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα του άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος με επιχείρηση της θετικής πράξεως που παραλείφθηκε προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει από το νόμο ή από σύμβαση, οπότε μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη (βλ. ΑΠ 39/2006 δημ. ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΑΘ 970/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.554, ΕφΘεσ 1199/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009.751).
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.