Κατά το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 2112/1920 «δύναται ο εργοδότης να καταγγείλει την σύμβασιν άνευ τηρήσεως προθεσμίας τινός, εάν εναντίον του υπαλλήλου υπεβλήθη μήνυσις δι' αξιόποινον πράξιν, διαπραχθείσαν εν τη εξασκήσει της υπηρεσίας του ή απηγγέλθη κατ' αυτού κατηγορία δι' αδίκημα εν γένει φέρον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος», κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, «υπάλληλος απαλλαγείς διά βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως των ως άνω κατηγοριών, δικαιούται να ζητήσει την κατά το άρθρον 3 αποζημίωσιν».
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του ν. 3198/1955, « αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απολυομένων συνεπεία υποβολής μηνύσεως, συμφώνως προς τα υπό της παρ.1 του άρθρου 5 του ν. 2112 ή της παρ.1 του άρθρου 6 του β.δ της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζόμενα. Εάν, όμως, επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως, αι διατάξεις του παρόντος έχουσι εφαρμογήν και επ' αυτού από της εις τον εργοδότην κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφερομένου του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αποφάσεως».
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση εργασίας είχε καταγγελθεί από τον εργοδότη χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απολύσεως, επειδή είχε υποβληθεί εναντίον του εργαζομένου μήνυση ή είχε κατ' αυτού απαγγελθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, τότε, μετά την απαλλαγή του τελευταίου αναβιώνει η υποχρέωση του εργοδότη προς καταβολή της αποζημίωσης, ώστε η (χωρίς αποζημίωση) καταγγελία να καταστεί έγκυρη. Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται προηγούμενη όχληση από τον εργαζόμενο, η οποία συντελείται με κοινοποίηση στον εργοδότη του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης και την ταυτόχρονη δήλωση του εργαζομένου ότι επιθυμεί να εισπράξει την αποζημίωση απολύσεως. Για να διατηρήσει το κύρος της καταγγελίας και να αποτρέψει την περιέλευσή του σε υπερημερία, ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση αμέσως ή, πάντως, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από τη λήψη της, κατά τα προαναφερόμενα, όχλησης του εργαζομένου, εκτός αν επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σύμβασης, με επαναπρόσληψη του τελευταίου (ΑΠ 1106/2000, ΑΠ 1829/1999).
Είναι ισοδύναμη με δήλωση επιθυμίας για είσπραξη της οφειλομένης αποζημιώσεως η δήλωση του απολυμένου εργαζομένου προς τον εργοδότη, με την οποία ζητείται η επαναπρόσληψή του στην ίδια θέση, από την οποία είχε απολυθεί, εφόσον και η δήλωση αυτή συνιστά όχληση του εργοδότη, προκειμένου να αρθεί η εκκρεμότητα από την προηγούμενη άτακτη καταγγελία και να εκδηλωθεί η βούλησή του, είτε για αναβίωση της εργασιακής σύμβασης, με την επαναπρόσληψη είτε για την οριστικοποίηση της λύσης της, με την καταβολή της αποζημίωσης (ΑΠ 1829/1999, ΑΠ 991/2015 ΤΝΠ ΔΣΑΝΕΤ).
Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, ο νόμος δεν αναφέρει αν το κρίσιμο χρονικό διάστημα που θα ληφθεί υπόψη είναι ο χρόνος της αρχικής καταγγελίας ή της καταβολής της αποζημίωσης. Σύμφωνα με μία άποψη ( Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Α/1, σελ 498) ο υπολογισμός γίνεται βάσει των αποδοχών του τελευταίου πριν την απόλυση μήνα, ενώ, σύμφωνα με άλλη ( Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, σελ 943) κρίσιμος είναι ο χρόνος καταβολής της αποζημίωσης, διότι κατά τον χρόνο αυτό γεννάται η αξίωση.
Αν την καταβάλει αμέσως ή πάντως μέσα σε εύλογο χρόνο από την κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, η καταγγελία παραμένει έγκυρη και δεν απαιτείται να προβεί σε νέα καταγγελία. Διαφορετικά, η καταγγελία καθίσταται άκυρη και αναβιώνει η εργασιακή σχέση. Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα της καταγγελίας δεν ενεργεί αναδρομικά, δεν ανατρέχει δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της κοινοποίησης του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης.
Επομένως από την κοινοποίηση αυτή, από την οποία και αναβιώνει η εργασιακή σχέση, ο εργοδότης, εφόσον αρνείται να αποδεχθεί τις πραγματικά και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζόμενου ( ο οποίος συγχρόνως με την κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης οφείλει να θέσει στη διάθεση του εργοδότη τις υπηρεσίες του, γιατί η καταγγελία αυτή εκ μέρους του εργοδότη λόγω υποβολής μήνυσης ή απαγγελίας κατηγορίας δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει και απόκρουση των υπηρεσιών του υπαλλήλου που απολύεται για το μετά την κοινοποίηση της απαλλακτικής απόφασης και την από το σημείο αυτό αναβίωση της σχέσης χρόνο) καθίσταται υπερήμερος και οφείλει μισθούς υπερημερίας, για τους οποίους ισχύει η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ 1 του Ν. 398/1955.
Ως « απαλλαγή» του εργαζόμενου, τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 του Ν. 2112/1920 και 7 του Ν. 3198/55, νοείται μόνο εκείνη που στηρίζεται στην κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έλαβε χώρα η πράξη, για την οποία κατηγορήθηκε ο εργαζόμενος ή οφείλεται σε λόγους που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό ( νομική ή πραγματική πλάνη).
Αντίθετα, δεν εμπίπτει στην έννοια της « απαλλαγής» αυτή που οφείλεται σε λόγους, οι οποίοι, χωρίς να αποκλείουν τη διάπραξη της ποινικά κολάσιμης πράξης και τον καταλογισμό, απλώς αποκλείουν την επιβολή ποινής, όπως π.χ. η κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης λόγω μη έγκυρης έγκλησης, λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο ( παραγραφή, έμπρακτη μετάνοια, ανάκληση της έγκλησης). Ακόμη και η απαλλαγή που οφείλεται σε δικαιολογημένη αγανάκτηση του εργαζομένου κρίθηκε ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της απαλλαγής των άρθρων 5 παρ 1 Ν 2112/1990 και 7 του Ν. 3198/55.
Στην περίπτωση που η απαλλαγή στηρίζεται στην κήρυξη ως απαράδεκτης της ποινικής δίωξης ή στη συνδρομή λόγου που εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης ( π.χ. παραγραφή, παραίτηση από την έγκληση, αμνηστία κλπ), το υποστατό ή μη της κατηγορίας που αποδόθηκε στον εργαζόμενο θα κριθεί παρεμπιπτόντως από το πολιτικό δικαστήριο που θα δικάσει την αγωγή του εργαζόμενου. Σε περίπτωση απόδειξης του υποστατού της κατηγορίας δεν οφείλεται η προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση και συνεπώς η καταγγελία χωρίς καταβολή αποζημίωσης είναι έγκυρη. Εάν το πολιτικό δικαστήριο δεχθεί ότι ο εργαζόμενος δε διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, ή έχει ήδη απαλλαγεί από το ποινικό δικαστήριο για το λόγο αυτό, η καταγγελία του εργοδότη καθίσταται άκυρη, εάν αυτός αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος ή της απόφασης και πάντως μέσα σε « εύλογο χρόνο» δεν καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης ( ΜονΠρΑθ 291/2023, ΕΕργΔ 4/2023, σελ 440).

