Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ.: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διαστάσεως των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».
Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της άνω διατάξεως αγωγής είναι:
1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων,
2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου,
3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με προσδιοριζόμενες ποσοτικά χρηματικές εισφορές ή με αποτιμώμενες σε χρήμα εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και
4) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου.
Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο της, εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση (η αξία) και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Όμως, αν ο υπόχρεος δεν είχε καθόλου περιουσία κατά την τέλεση του γάμου και η αξίωση του αποκτήματος περιορίζεται ή επικεντρώνεται επί συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιουσιακών αντικειμένων, τότε δεν χρειάζεται ο προσδιορισμός, αποτίμηση και αναγωγή της αξίας της αρχικής και τελικής περιουσίας. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ενστάσεως, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο.
Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος, κατά την μάλλον κρατούσα στη νομολογία άποψη, για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά το χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεώς του. Ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει μειωθεί και να ζητήσει αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού. Η παράλειψη όμως του ενάγοντος να αξιώσει τέτοια αναπροσαρμογή δεν δημιουργεί ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής και δεν καθιστά την τελευταία αόριστη συνεπεία τούτου (Α.Π. 1357/2015, Α.Π. 318/2014, Α.ΓΙ. 575/2014, Α.Π. 1029/2011, Α.Π. 1673/2011 Τ.Ν.Π..ΝΟΜΟΣ).
Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, όπως αυτές που παρέχονται στην εργασία του άλλου συζύγου, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του Α.Κ., υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο, από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.
Κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη στη νομολογία, για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 Α.Κ., αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ’ άρθρο 1389 Α.Κ.. Επομένως, η αγωγή που στηρίζεται είτε κυρίως είτε κατά την επικουρική βάση της, στην τεκμαρτή συμβολή μόνο από την παρ. 1 εδ. β` του άρθρου 1400 του Α.Κ., δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική (εάν υπήρχε) κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετίας, επί τριετούς διάστασης, περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου.
Ο εναγόμενος δε, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν μηδενική. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 Α.Κ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενιστάμενος εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεσθεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (Α.Π. 379/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, επί εταιρειών που έχουν νομική προσωπικότητα, σε αντίθεση με εκείνες που στερούνται νομικής προσωπικότητας (άρθρα 758 παρ. 1, 759, 761 Α.Κ.), η εταιρική περιουσία ανήκει στο νομικό πρόσωπο και διακρίνεται από τις ατομικές περιουσίες των εταίρων. Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα δεν παρέχει σε αυτόν κανένα δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επί μέρους στοιχείων που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία αλλά ποσοστό οικονομικής συμμετοχής επί της εταιρικής περιουσίας ως χωριστής (αυτοτελούς) ομάδας. Από αυτό παρέπεται ότι ο υπόχρεος σύζυγος που έχει αποκτήσει κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ` ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική περιουσία του ως μετόχου ή εταίρου, δηλαδή η οικονομική συμμετοχή του και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής, καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής του καθαρά κέρδη και μόνον επ` αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος (Α.Π. 1926/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Νάντια Κωνστάντου
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους εξειδικευμένους συνεργάτες του γραφείου μας.

