Δικηγορικό Γραφείο
Ρέκβιεμ για τη χαμένη τιμή της ελληνικής διανόησης

Σε μία περίοδο που στιγματίζεται από την έμφυλη και την αστυνομική βία, την κλιματική αλλαγή, τις πανδημίες, τις οικονομικές κρίσεις, τα χρέη, σε μία περίοδο που δεν έχουν αφήσει μια πιθαμή γης να ξαποστάσει κάποιος, να πάρει έστω μια ανάσα, η πνευματική ελίτ της χώρας μας είτε λάμπει δια της αφωνίας της, απομονωμένη αυτάρεσκα σε έναν πνευματικό αναχωρητισμό είτε, όταν αποφασίζει να μιλήσει, ασχημονεί επάνω μας δια στόματος και δια πένας.

Ας θαυμάσουμε μερικά «διαμαντάκια»:

«...Όσο για το κίνημα Black Lives Matter εκφράζει τον αφρο-αμερικανικό εθνικισμό που δεν ωφελεί τους Αφρο-αμερικανούς: εμφανίζεται σαν να παραβιάζει ανοιχτές θύρες· κανείς δεν πιστεύει, και δεν πρέπει να του επιτρέπεται να πιστεύει, πως black lives don’t matter. Οι Αφρο-αμερικανοί βλέπουν σε τέτοιες δολοφονίες αναπαραστάσεις λιντσαρίσματος, αλλά μπορούμε να τις δούμε κι από μεγαλύτερη κι από καλύτερη απόσταση: τα εγκλήματα είναι εγκλήματα...»
Τάδε έφη η Σώτη Τριανταφύλλου , με την υποστήριξη του Χρήστου Χωμενίδη.
Και παλιότερα, αφού χαρακτηρίζει ως «κακοήθη δύναμη» την αριστερά προσθέτει: «Τον σύγχρονο ρατσισμό τον επινόησε η αριστερά, το αντιρατσιστικό κίνημα. Οι “Antifa” επισημαίνουν την «αέναη επιστροφή του φασισμού» προκειμένου να αποκτήσει νόημα το κίνημά τους και η ζωή τους. Ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν υπάρχουν· υπάρχουν μερικοί ρατσιστές και μερικοί φασίστες: δεν αρκούν για να συγκροτήσουν φαινόμενο». ( liberal 7/11/19). Μάλλον αυτήν άκουσε και ο Τραμπ και σκέφτεται να κηρύξει τις antifa ομάδες, τρομοκρατικές...

Λες και δεν γνωρίζει ότι το καπιταλιστικό σύστημα χρειάζεται μια ακόμα βαθμίδα χαμηλότερη από εκείνη της εργατικής τάξης, προκειμένου να πουλήσει το όνειρο και τον φόβο σε συσκευασία του ενός. Πιο κάτω από τον λευκό εργάτη πρέπει να βρίσκεται ο μαύρος απόκληρος κι ο μετανάστης.
Αυτά σκέφτεται και γράφει η Σ. Τριανταφύλλου σε έναν κόσμο που κυκλοφορούν ελεύθεροι όσοι βομβαρδίζουν αμάχους και όσοι διαλύουν με τις αποφάσεις τους ολόκληρες κοινότητες, για έναν άνθρωπο που έχασε τη ζωή του λόγω του χρώματος του δέρματός του και για ένα πλαστό χαρτονόμισμα των $20. Ούτε, φυσικά μπορούμε να ξεχάσουμε τα αλήστου μνήμης μισογυνίστικα ξεσπάσματά της με την έκρηξη του metoo.

Και δεν είναι μόνο η συγγραφέας με το αδιαμφισβήτητο συγγραφικό τάλαντο (δεν ξέρω από μόνο του πόση αξία εισφέρει στις ζωές των ανθρώπων ), που μιλάει σαν δημοσιογράφος του σκαϊ. Είναι κι άλλοι πολλοί «διανοούμενοι» που προσπαθούν να μας πείσουν ότι σε μία χώρα που η αστυνομία μπορεί να σε σκοτώσει και να ποζάρει μάλιστα με αλαζονικό τρόπο στον φακό, πάνω στο σβέρκο σου ,επειδή είσαι μαύρος, σε μία χώρα που 50.000.000 ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν πρέπει να γίνεται looting (πλιάτσικο), ενώ ανέχονται εκατοντάδες δισεκατομμυριούχους αυτές τις μέρες -και όχι μόνο- να ληστεύουν τράπεζες, χρηματιστήρια και δημόσια ταμεία. «Ξεχνούν» όμως, ότι, όταν η αδικία γίνεται νόμος, η αντίσταση γίνεται καθήκον. Δεν μπορείς να διαδηλώσεις ειρηνικά, όταν σε πλημμυρίζει η οργή.

Και ξαφνικά εμφανίζεται κι ο Γιώργος Βέλτσος, που δεν είχε συγκινηθεί στα πρόσφατα χρόνια από κανένα κοινωνικό διακύβευμα, μέσα από τη στήλη του στο iefimerida να επιτεθεί με άκρως σεξιστικό τρόπο στην Έλενα Άκριτα , «ως θορυβώδη κυρία των social media», προς υπεράσπιση του λιβελογραφήματος της διευθύντριάς του Σοφίας Γιαννακά, χρησιμοποιώντας φράση του Stendhal: «βρίσκει να πουληθεί αυτή που δεν βρήκε να δοθεί»(!).

Και τι να πεις για τους υποτιθέμενους σοβαρούς καλλιτέχνες, όταν μια ολόκληρη γενιά μέσα σε λίγες δεκαετίες άλλαξε πολλαπλές προσωπικές, συλλογικές και ταξικές ταυτότητες τόσο ραγδαία και βίαια, που πλέον όσοι έχουν απομείνει τριγυρνάνε ως φαντάσματα των πολλών προηγούμενων εαυτών τους, είτε ζητώντας ταξικά συγχωροχάρτια είτε διαβαίνοντας μια για πάντα τον Ρουβίκωνα της αντιπέρα πολιτικής όχθης. Κάποιοι, όμως, έκαναν πραγματική πολιτική ζημιά.
Και οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι, της νομικής μάλιστα, είτε μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό εκπροσωπώντας τράπεζες θεσμικά είτε επιδίδονται σε αχαλίνωτο σεξισμό με απλοϊκά quotes της συμφοράς σε δημόσια προφίλ τους.
Το κοινό χαρακτηριστικό, μάλιστα, των περισσοτέρων είναι ο εναγκαλισμός τους με την εγχώρια αργόσχολη ελίτ η οποία κάνει πρωταθλητισμό στην προσοδοθηρία, τον μεταπρατισμό και το πλιάτσικο των δημόσιων πόρων, αυτήν την ελίτ που κάνει την κρίση ευκαιρία για τον περαιτέρω πλουτισμό της και την αποπτώχευση όλων των υπολοίπων Ελλήνων, ιδεολογώντας μάλιστα: η κρίση είναι ευκαιρία, μαζί τα φάγαμε, η ευθύνη της δημόσιας υγείας είναι ατομική, μοιραζόμαστε τα βάρη μαζί υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, ο ένας στην έπαυλη κι ο άλλος στο δυάρι.

Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο; Είναι απότοκο αποτέλεσμα ενός κράτους που η μεταπολεμική συγκρότησή του και η ηγέτιδα εκμεταλλευτική τάξη του έλκουν την καταγωγή τους από τον δωσιλογισμό και τον μαυραγοριτισμό και συμπαρασύρει κι αυτούς που πρέπει να στέκονται απέναντί της; Πώς μπόρεσαν όμως στα μεταπολεμικά χρόνια και μεγαλούργησαν τα ιερά τέρατα της διανόησης από όλο το πολιτικό φάσμα, ένας Ρίτσος, ένας Σεφέρης, ένας Ελύτης, ένας Θεοδωράκης, ένας Χατζιδάκης που από δεξιά πολεμούσε πάντα το τέρας του φασισμού; Κι όλοι οι υπόλοιποι διανοούμενοι που στάθηκαν μια ενοχλητική φωνή, ένα κριτικό πνεύμα που δήλωνε την αλήθεια ενάντια στην εξουσία, που αγωνίστηκαν μαζί με τον λαό μας για δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, δικαιώματα, που υπήρξαν φλογεροί οραματιστές οικουμενικών αξιών.

Δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς, τι συμβαίνει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ με την σύγχρονη ελληνική διανόηση ή ποιους περιλαμβάνει ο όρος αυτός; Τους συγγραφείς, τους ποιητές, τους φιλοσόφους τους καλλιτέχνες, τους πανεπιστημιακούς; Και ποιος από αυτούς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει εκφέρει άποψη σε κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, που αναστάτωσαν τη συλλογική συνείδηση και συγκλόνισαν με τη σφοδρότητά τους;
Σήμερα, η λέξη «διανοούμενος» έχει χάσει κάθε κύρος, καθώς αποδίδεται συνήθως σε φλύαρες φιγούρες που γεμίζουν τις τηλεοπτικές οθόνες. Ο διανοούμενος αντικαταστάθηκε από τους "εμπειρογνώμονες" στην υπηρεσία της κυβέρνησης και από τους ειδικούς της επικοινωνίας. Και το χειρότερο, είναι εκείνοι που χειραγωγούν, ώστε η ιδεολογική αποτοξίνωση του κοινού να συμπέσει με την πνευματική ύπνωσή του.
Κι εδώ ,πρέπει να διακρίνουμε τον διανοούμενο από τον άνθρωπο των γραμμάτων. Ο άνθρωπος των γραμμάτων περιορίζεται στο να παράγει γνώσεις, ο διανοούμενος, εξ ορισμού, παρεμβαίνει στην κοινωνική ζωή.
Κι όπως τονίζει ο Έντσο Τραβέρσο: « η δημόσια σφαίρα είναι γεμάτη με σφετερισμένες διασημότητες! Η πολιτιστική βιομηχανία πράγματι δεν παύει να προωθεί στο προσκήνιο ψευτοδιανοούμενους ή υποτιθέμενους ειδικούς. Ο μιντιακός διανοούμενος «κατασκευάζεται» από την πολιτιστική βιομηχανία, η οποία του εξασφαλίζει μια προβολή χάρη στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο «ειδικός» είναι ένας πνευματικός άνθρωπος ο οποίος μπαίνει στην υπηρεσία της εξουσίας, απαρνούμενος στις περισσότερες περιπτώσεις την κριτική του αυτονομία. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αμφισβητούν τις δομές ή τις μορφές της κυριαρχίας. Όλα αυτά εγγράφονται σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής και πολιτικής κατάπτωσης».

Αν θέλουμε να εισαγάγουμε ένα σημείο αναφοράς και σύγκρισης, ο «ντρεϊφουσάριος» διανοούμενος είναι το παράδειγμα του κοινωνικά και πολιτικά παρεμβατικού διανοούμενου των νεότερων χρόνων. Για πρώτη φορά, υπήρξε μια σχετικά μαζική παρέμβαση των διανοουμένων με τον λόγο και τη γραφή τους υπέρ του δικαίου, κατά του αντισημιτισμού και απέναντι στη στρατιωτική και δικαστική εξουσία. Έκτοτε και σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με κυριότερους σταθμούς τον Μεσοπόλεμο, τον ισπανικό εμφύλιο και τον αντιφασιστικό αγώνα, την Αντίσταση κατά του ναζισμού, τη μεταπολεμική αντιαποικιοκρατική πάλη και τις δεκαετίες των ποικιλόμορφων εξεγέρσεων του 1960 και του 1970, ο συγκεκριμένος αυτός τύπος του διανοουμένου ήταν διαρκώς παρών. Εμβληματικά παραδείγματα τέτοιων διανοουμένων, ανάμεσα σε πολλούς, ήταν ο Εμίλ Ζολά, ο Αντρέ Μαρλό, ο Τζορτζ Οργουελ, ο Γκράμσι, η Αρεντ, ο Καμύ, ο Μπένγιαμιν, ο Φουκώ (η σκέψη του επέδρασε σε μια ολόκληρη γενιά νεότερων στοχαστών), ο Τόμας Μαν για να αναφέρουμε λίγα μόνο ονόματα, που ενσάρκωσαν αυτήν τη μορφή στην εποχή τους.
Και βέβαια, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ με τον αφοπλιστικό ορισμό του διανοουμένου ως κάποιου που ανακατεύεται σε ό,τι δεν τον αφορά!

Για να μη λιθοβολούμε μόνο τη σύγχρονη ελληνική διανόηση, και η διεθνής δεν πάει καλύτερα. Η άκρα δεξιά έχει τον εμμετικό και στυλιζαρισμένο Τζόρνταν Πίτερσον, οι κεντρο-αριστεροδεξιοί νεοφιλελεύθεροι έχουν τον χλιδάτο Μπερνάρ-Ανρί-Λεβί, που αντικατέστησε τον Μπουρντιέ (!) και βρήκε μία μόνιμη θέση στα σαλόνια της γαλλικής ελίτ και η αριστερά -στην θέση της πάλαι ποτέ δυνατής διανόησης- έχει τον φιλοσοφικό μιμητή Σλάβοϊ Ζίζεκ.
Ο Τσόμσκι, αυτός ο χείμαρρος, πέρασε στα αζήτητα.

Έχουμε, πλέον, τον αρνητικό διανοούμενο (κατά Μπουρντιέ) οχυρωμένο στην ειδικότητα και συρρικνωμένο σε τεχνοκράτη, κλεισμένο σε ένα γυάλινο κλουβί μαζί με τους «ομοιοεπαγγελματίες»,να ναρκισσεύονται και, όταν δεν μαλώνουν, να αλληλοσυγχαίρονται.
Ο διανοούμενος, όμως, οφείλει να απορρίπτει τον απομονωτισμό του και να επιλέγει την κοινωνική παρέμβαση. Να προτιμά την κοινωνική ένταξη και αγωνιστικότητα και να εγκαταλείπει τη λογική της ψυχολογικής και κοινωνικής αυτοπεριθωριοποίησης. Σε καιρούς κρίσης είναι η ελπίδα και σε καιρούς ευημερίας, η άγρυπνη - ακοίμητη συνείδηση.
Ας θυμηθούμε πώς ενέπνευσε τον λαό μας η μουσική του Θεοδωράκη σε δύσκολους καιρούς, πώς έκανε την ποίηση μέρος των τραγουδιών που σιγοψιθύριζε στους τόπους δουλειάς του.
Η θέση των πνευματικών μας ταγών βρίσκεται στο πεζοδρόμιο, όπως εύστοχα διατύπωσε ο Σαΐντ: «Εξορία σημαίνει ότι θα βρίσκεσαι πάνω στο πεζοδρόμιο και ότι τα βήματά σου ως διανοούμενου πρέπει να τα αποφασίζεις εσύ ο ίδιος, γιατί δεν μπορείς να ακολουθήσεις καμία προκαθορισμένη οδό».
Η στράτευσή τους στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό θα έπρεπε να θεωρείται βασικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Ο πνευματικός δηλαδή άνθρωπος δικαιώνεται μόνο όταν καθίσταται παιδαγωγός της κοινωνίας και φρουρός της. Συνεπώς, η σιωπή, η ουδετερότητα και ο πνευματικός αναχωρητισμός δεν τους αρμόζουν.

Κι ας κλείσουμε με ένα αισιόδοξο μήνυμα του Έντσο Τραβέρσο πάλι : «Σ’ ένα "μετα-ιδεολογικό" κόσμο όπου η πολιτική τρέφεται ολοένα και λιγότερο με ιδέες, ο διανοούμενος αντικαταστάθηκε από τους "εμπειρογνώμονες" στην υπηρεσία της κυβέρνησης και από τους ειδικούς της επικοινωνίας. Σ’ αυτό το νέο τοπίο, τα κοινωνικά κινήματα έχουν μείνει ορφανά, όμως η αντιρρητική σκέψη δεν εξαφανίστηκε. Υπάρχουν τα σημάδια που αναγγέλλουν μια νέου είδους σύνδεση ανάμεσα στην παραγωγή των γνώσεων, την κριτική της εξουσίας και την πολιτική στράτευση. Ένας απολογισμός που, ταυτόχρονα, μας καλεί να επινοήσουμε το διανοούμενο του 21ου αιώνα»

Κι επειδή αναρωτιέστε τι δουλειά έχουν αυτά τα κείμενα σε ένα δικηγορικό γραφείο, απαντάμε χωρίς περιστροφές: Όλοι οι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης γνωρίζουμε ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε ότι, όταν τα όργανα του δικαίου δρούν κατά τους ορισμούς της αδικίας και του ρατσισμού, τότε οφείλουμε να παίρνουμε θέση διακριτή και ορατή. Γιατί, όπως είπε και ο Μπράουν, οι πιο σκοτεινές γωνιές στην Κόλαση είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητά τους σε εποχές ηθικής κρίσης.


Πηγή: Η φωτογραφία και τα αποσπάσματα είναι από την συνέντευξη του Έντσο Τραβέρσο στον γαλλικό ιστότοπο Mediapart.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News