Δικηγορικό Γραφείο
Το νέο άρθρο 500 ΚΠΟΙΝΔ  - «Αστικοποίηση» της κατ΄ έφεση ποινικής δίκης

Σύμφωνα με το άρθρο 500 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ (ως ίσχυε μέχρι 31-4-2024), για την συζήτηση της έφεσης του εκάστοτε κατηγορουμένου κατά καταδικαστικής απόφασης ο αρμόδιος Εισαγγελέας όφειλε να κλητεύσει εμπρόθεσμα εκείνον που άσκησε την έφεση και όλους τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα, τον μηνυτή και δύο τουλάχιστον μάρτυρες, τους πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, ενώ, επίσης, μπορούσε να κλητεύσει και νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Ήδη, ωστόσο, με τον ν. 5090/2024 προστέθηκε νέο εδάφιο (εδάφιο δ΄) στο ως άνω άρθρο, με το οποίο εισάγεται μια σημαντική, όσο και άκρως αμφιλεγόμενη, τροποποίηση στα ανωτέρω. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω προσθήκη χορηγείται ρητώς πλέον στον αρμόδιο εισαγγελέα η δυνατότητα να κλητεύει μεν, καταρχήν, τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν πρωτοδίκως (ως ίσχυε και με το προηγούμενο καθεστώς), εντούτοις, αν ο ίδιος κρίνει ότι τούτο δεν απαιτείται, η εκδίκαση της δευτεροβάθμιας δίκης μπορεί επιτρεπτώς να λάβει χώρα με μόνη την ανάγνωση των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν πρωτοδίκως (οι οποίες αναγιγνώσκονται από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης).

Σε κάθε περίπτωση, ως ασφαλιστική δικλείδα έχει τεθεί η πρόβλεψη κλήτευσης από τον εισαγγελέα δύο τουλάχιστον μαρτύρων (εξ αυτών που εξετάστηκαν πρωτοδίκως), μόνον εφόσον αιτηθεί τούτο ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την επίδοση της κλήσης του στο ακροατήριο. 

Διαπιστώνουμε, με προβληματισμό είναι η αλήθεια, ότι με την παρούσα νομοθετική παρέμβαση ουσιαστικά ιδρύεται η δυνατότητα μετατροπής της δευτεροβάθμιας ποινικής δίκης σε «δίκη εγγράφων», ωσάν να πρόκειται για έφεση ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου. Εντούτοις, ενώ κάτι τέτοιο πιθανώς δεν δύναται να κάμψει την ασφάλεια δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (όπου υπενθυμίζεται ότι η απόφαση εκδίδεται μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, κατόπιν ενδελεχούς μελέτης όλων των εγγράφων που έχουν τεθεί στον φάκελο της κάθε ένδικης υπόθεσης, και όχι ασφαλώς επί τόπου), αντιθέτως, σε ό,τι αφορά στην ποινική επ’ ακροατηρίω διαδικασία (όπου η απόφαση του δικάζοντος δικαστηρίου δημοσιεύεται πάντοτε αμέσως, την ίδια ημέρα), ανακύπτουν πολλαπλά προβλήματα:
Έτσι Α. Παπαδαμάκης, ΠοινΔικ 1/2025, «Οι πρόσφατες παρεμβάσεις στους ποινικούς κώδικες: Το αποτύπωμα του ν. 5090/2024 στην ποινική δικονομία», σελ. 13

Καταρχάς, τόσον οι Δικαστές, όσο και η/ο Εισαγγελέας της Έδρας του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, στερούνται της δια ζώσης εξέτασης των μαρτύρων που είχαν καταθέσει πρωτοδίκως, κάτι το οποίο αποδυναμώνει την κύρια αποδεικτική διαδικασία, αφού αυτονοήτως, εξ εμπειρίας και όχι μόνον, τα μέλη του Δικαστηρίου ευκόλως μπορούν να διαγνώσουν την αξιοπιστία (ή μη) του εξεταζόμενου μάρτυρα.

Το αυτό, ασφαλώς, ισχύει και για την πλευρά του κατηγορουμένου, ο οποίος στερείται του θεμελιώδους δικαιώματός του να εξετάσει (είτε δια του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, είτε αυτοπροσώπως) τους μάρτυρες κατηγορητηρίου, κάτι που προσκρούει όχι μόνον στο άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, αλλά και στο άρθρο 358 ΚΠοινΔ, όπου προβλέπεται το δικαίωμά του να προβαίνει σε παρατηρήσεις και σχόλια επί των μαρτυρικών καταθέσεων στο ακροατήριο (ιδίως σε εκτενείς χρονικά καταθέσεις που λαμβάνουν χώρα σε δυσχερείς και μεγάλες σε διάρκεια δίκες).

Η στέρηση των παραπάνω δικαιωμάτων κατατείνει ουσιαστικά στον «αφοπλισμό» που υφίστανται οι παράγοντες της δίκης (δικαστές και συνήγοροι) ως προς την ανάδειξη τυχόν ουσιωδών αντιφάσεων στις καταθέσεις των κληθέντων μαρτύρων κατηγορίας. Και τούτο διότι είναι συχνό το φαινόμενο να ανακύπτουν σαφείς αποκλίσεις μεταξύ της πρωτόδικης και της δευτεροβάθμιας μαρτυρικής κατάθεσης, κάτι που μπορεί να κλονίσει, συχνά, και τις ενδείξεις τέλεσης του κρινόμενου εγκλήματος. Με το να απαλλάσσονται, δε, οι κληθέντες (πρωτοδίκως) μάρτυρες από την υποχρεωτική επανεξέτασή τους στην κατ’ έφεση δίκη, αποκτούν δυνητικώς την ευχέρεια να καταθέτουν ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου με μειωμένο αίσθημα καθήκοντος αληθείας, αφού δεν θα υποβληθούν σε επανέλεγχο της αξιοπιστίας τους. Ενόψει όλων αυτών, αποδυναμώνεται σημαντικά η έννοια της επανεξέτασης της εκάστοτε ποινικής υπόθεσης
Έτσι Α. Παπαδαμάκης, ως ανωτ., σελ. 13

Σε κάθε περίπτωση, το κατά τα άνω δικαίωμα του κατηγορουμένου να αιτηθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα την κλήτευση δύο τουλάχιστον μαρτύρων κατηγορίας στην κατ’ έφεση δίκη δεν μπορεί να αμβλύνει (παρά μόνον εν μέρει ίσως) την αστοχία της ρύθμισης, αφού πολλοί κατηγορούμενοι παρίστανται στο ποινικό ακροατήριο άνευ συνηγόρου (και άρα σπανίως γνωρίζουν τα δικονομικά δικαιώματά τους κατά την ποινική δίκη), ή ακόμα και αν εκπροσωπούνται από συνήγορο είναι πιθανόν να μην κατορθώσει ο τελευταίος να υποβάλει το εν αίτημα εμπροθέσμως (εντός πέντε ημερών από την επίδοσης της κλήσης στον εντολέα του για το ακροατήριο) για λόγους ανωτέρας βίας.

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News