Δικηγορικό Γραφείο
Η συνταγματικότητα της προσκόμισης του ενημερωτικού έντυπου διαμεσολάβησης

Σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν.4640/2019 :«1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής». 

Από τη διατύπωση του νόμου και τη strict sensu ερμηνεία του, προκύπτει ότι η προσκόμιση του ως άνω ενημερωτικού εγγράφου αποτελεί αυτοτελή  προϋπόθεση για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής και πρέπει να προσκομιστεί με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί μια διαφορετική αντιμετώπιση από τα δικαστήρια της χώρας, κάποια εκ των οποίων, στα πλαίσια του διάχυτου και παρεμπίπτοντος συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, υιοθετούν την άποψη ότι η ως διάταξη του Ν. 4640/2019 είναι εν μέρει ή ακόμα και συνολικά αντισυνταγματική. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της υπ’ αριθμ. 194/2023 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, καθώς επίσης και υπ’ αριθμ. 1044/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 194/2023 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκαν τα εξής: «…Σκοπός του νομοθέτη, μέσω της υποχρεωτικής έγγραφης ενημέρωσης του διαδίκου από τον εντολέα του, είναι η προώθηση της εξοικείωσης των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδός επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη δικαιοσύνη και να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης (αιτιολογική έκθεση Ν. 4640/2019 στο οικείο χωρίο της για το άρθρο 3 αυτού). Επισημαίνεται δε, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 περ.α) του άνω νόμου, τα μέρη μπορούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά και, επομένως, και στο στάδιο που εκκρεμεί η άσκηση ή η συζήτηση ένδικου μέσου, και, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2, μετά το πέρας της διαμεσολάβησης και εφόσον τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζει, η δίκη καταργείται, στην έκταση που το αντικείμενο αυτής καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών. Έτσι, ενώ με βάση τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 4640/2019 ανεξάρτητα από τον χρόνο προσκομιδής του εγγράφου-η οποία συγχωρείται έως τη συζήτηση-η ενημέρωση θα πρέπει να προηγείται της κατάθεσης της αγωγής, δεδομένου του σκοπού του νομοθέτη αλλά και της αρχής της οικονομίας της δίκης, προς αποτροπή άσκοπης απασχόλησης του δικαστηρίου με την ίδια διαφορά και του κινδύνου παρέλκυσης της δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό (άρθρο 3 παρ.3 εδ.β΄του Ν.4640/2019), ότι η έγγραφη ενημέρωση μπορεί να γίνει πριν ή και μετά την άσκηση της αγωγής, διότι η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης, περιστέλλει την αξίωση για παροχή έννομης προστασίας και αυτή πρέπει να περιορίζεται στο αναγκαίο για την πραγμάτωση του σκοπού της συγκεκριμένης διάταξης μέτρο. Εξάλλου, με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης, η μη προσκομιδή του ενημερωτικού εγγράφου θα πρέπει να θεωρηθεί ως τυπική παράλειψη, η οποία δύναται να συμπληρωθεί καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 227 του ΚΠολΔ, όπως γίνεται σε συναφείς περιπτώσεις (παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήμου, πληρεξουσίου εγγράφου ή πρακτικού περί αποτυχίας απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, που προβλεπόταν από το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ, πριν την τροποποίησή του με τον ν. 3994/2011). Έτσι, σε περίπτωση μεταγενέστερης της κατάθεσης της αγωγής ημερομηνίας του ενημερωτικού εγγράφου, δεν θα πρέπει να τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της συζήτησης, αφού ο σκοπός του νομοθέτη για ενημέρωση του διαδίκου υπηρετείται πλήρως (Εφ Πειρ. 161/2022 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»)».

Παράλληλα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1044/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών κρίθηκαν τα εξής: «…Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της δεν απαιτείται η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, καθόσον η εν λόγω διάταξη έχει κριθεί, δυνάμει των υπ’ αρίθμ. 976/2020 και 977/2020 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών - Τμήμα Μισθώσεων, αντισυνταγματική και συνεπώς ανίσχυρη, καθόσον σύμφωνα με το σκεπτικό τους «η καθιέρωση υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας, που εισήχθη με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ως ειδικός όρος παραδεκτού συζήτησης επιγενόμενης αγωγής που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης και σκοπό έχει, κατά την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης» αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25  § 1 εδ. δ' του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης για την μη προσκομιδή του ενημερωτικού εντύπου δεν είναι αναλογική, αλλά, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια προώθησης της εθελούσιας χρήσης του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφοράς (ADR), ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι ο συμβιβασμός, που, κατ'αποτέλεσμα, επιδιώκει ομοίως τη λύση της έριδας με αμοιβαίες υποχωρήσεις (εγγ. Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984), αποτελεί, ούτως ή άλλως, λειτουργική υποχρέωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατ' αρ. 37  παρ. 3 ΚΔ (ν. 4194/2013) και αρ. 7 περ. β' του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δημοσιεύτηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986, κυρίως, όμως, διότι, η σχετική πλημμέλεια του εντολοδόχου Δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, που αναπτύσσει την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική τους σχέση της αμοιβόμενης Δικηγορικής εντολής, απολήγει να μεταθέσει τις συνέπειες του πταίσματος στο πρόσωπο του διαδίκου (Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 203). Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019  ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται (βλ. Ολ. ΑΠ 6/2011 , ΑΠ 252/2018  δημ. ΤΝΠ Νόμος)», άποψη με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο».

*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά  νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν  για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News