Η απορρέουσα από τη σύμβαση εργασίας υποχρέωση του εργαζομένου να επιδείξει μια κοινωνικά ανεκτή συμπεριφορά συγκεκριμενοποιείται, εκτός των άλλων, και με τις διατάξεις που απαγορεύουν διακρίσεις λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ηλικίας, θρησκευτικών και άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού και παρενοχλήσεις που οφείλονται σ’ έναν από τους λόγους αυτούς. Κάθε παρενόχληση που γίνεται με την περιγραφόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των νόμων 4443/2016 & 3896/2010 αντίστοιχα ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης. Πρόκειται για παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση που βαρύνει όχι μόνο τον εργοδότη αλλά και κάθε εργαζόμενο. Βέβαια, ο εργαζόμενος δεν έχει έναντι του συναδέλφου του συμβατική υποχρέωση να παραλείψει ενέργειες που συνιστούν διάκριση ή παρενόχληση, διότι δεν συνδέεται μαζί του με συμβατική σχέση. Τέτοια όμως συμβατική υποχρέωση έχει έναντι του εργοδότη του, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται κυρώσεις [π.χ. επιβολή πειθαρχικών ποινών] και μπορεί φυσικά, ανάλογα με τη σοβαρότητά της, να δικαιολογήσει και την απόλυση. Μορφή παρενόχλησης είναι και η ηθική παρενόχληση, γνωστή διεθνώς ως «Mobbing». Για την ηθική ζημία ή τη βλάβη που υφίσταται το θύμα της παρενόχλησης στην ψυχική ή σωματική του υγεία έχει κατά του συναδέλφου του που είναι ο δράστης της ηθικής παρενόχλησης αλλά και κατά του εργοδότη αξιώσεις αποζημίωσης από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του [άρθρα 57 παρ.1, 912, 922 & 932 ΑΚ]. Επίσης, ο δράστης της παρενόχλησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, παραβιάζει έναντι του εργοδότη συμβατική του υποχρέωση, και η παράβαση αυτή, εκτός από την αξίωση του εργοδότη για παράλειψη της συμπεριφοράς που συνιστά την ηθική παρενόχληση, μπορεί, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, να δικαιολογήσει και την απόλυσή του [βλ. Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 2022 παρ. 17.σ.842-843].
Οι δεσμεύσεις του εργαζομένου από την ατομική σύμβαση εργασίας δεν επεκτείνονται και στην ιδιωτική του ζωή, την οποία είναι ελεύθερος να διαμορφώνει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και αντιλήψεις του [άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος]. Επιβάλλεται ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ υπηρεσιακής και εξωυπηρεσιακής συμπεριφοράς. Η σύμβαση εργασίας δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο να ακολουθήσει μια εξωυπηρεσιακή συμπεριφορά που δεν θα ανπστρατεύεται τα συμφέροντα του εργοδότη του. Ούτε υπάρχει μια γενική συμβατική υποχρέωση του εργαζομένου να αποφεύγει στην ιδιωτική του ζωή δραστηριότητες και γενικότερα συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την υγεία του, να μειώσει τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις ή να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Ούτε υποχρεούται ο εργαζόμενος θετικά να λαμβάνει μέτρα προστατευτικά της υγείας του, όπως στην περίπτωση επιδημίας γρίπης να εμβολιασθεί κατά τρόπο ώστε η παράλειψή του να συνιστά παράβαση παρεπόμενης υποχρέωσής του. Και ως προς την εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου, είναι προφανής ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε υπέρμετρες δεσμεύσεις, αν υιοθετηθεί η άποψη ότι «εκ της υποχρεώσεως πίστεως ο εργαζόμενος οφείλει να φροντίζη δια τα συμφέροντα του εργοδότου και να παραλείπη πάσαν πράξιν δυναμένην να βλάψη τα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτού». Και συμβατικές ρήτρες που επιβάλλουν δεσμεύσεις στον εργαζόμενο όσον αφορά την εκτός υπηρεσίας του συμπεριφορά δεν είναι έγκυρες.
Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατό η εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου να συνιστά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεών του, οπότε αυτή καθίσταται νομικά κρίσιμη και μπορεί να αποτελέσει και λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η ίδια η υποχρέωση παροχής εργασίας μπορεί να έχει αντανακλαστικές συνέπειες στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του εργαζομένου. Για παράδειγμα ο εργαζόμενος που απασχολείται ως οδηγός οφείλει πριν από την ανάληψη υπηρεσίας να μην έχει καταναλώσει αλκοόλ. Επίσης, για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που επιδιώκουν ορισμένης κατεύθυνσης θρησκευτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς κ.λπ. σκοπούς, γίνεται δεκτό ότι, λόγω της απασχόλησης τους σε εκμεταλλεύσεις τέτοιου είδους, προκύπτουν συμβατικές δεσμεύσεις, όσον αφορά την εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά τους και περιορισμοί σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα [ελευθερία γνώμης κ.ά.], η παράβαση των οποίων μπορεί να δικαιολογήσει την απόλυσή τους. Τα πρόσωπα αυτά υπέχουν έναντι του εργοδότη αυξημένες υποχρεώσεις πίστης, οι οποίες εκδηλώνονται με την υποχρέωση τους να παραλείψουν και εκτός υπηρεσίας κάθε ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση προς τους επιδιωκόμενους από τον εργοδότη σκοπούς και στοχεύει στη ματαίωσή τους. Για παράδειγμα ο παιδαγωγός που απασχολείται σε ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας οφείλει να μην εκφράζει δημόσια απόψεις, που έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις κανόνες της διδασκαλίας της πίστης και της ηθικής της καθολικής εκκλησίας [BAG 21.10.1982, EzANr13 § 1 KSchG Tendenzbetrieb]. Επίσης, κρίθηκε ότι ο γιατρός που εργάζεται σε νοσηλευτικό ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας παραβιάζει συμβατικές του υποχρεώσεις, όταν δημόσια διατυπώνει απόψεις υπέρ των αμβλώσεων που επιτρέπονται μεν από το νόμο, απαγορεύονται όμως από τους εκκλησιαστικούς κανόνες και τη χριστιανική ηθική [BAG 28.7.2016, 2 AZR 764/14 (σύναψη δεύτερου γάμου από γιατρό καθολικού θρησκεύματος απασχολούμενου σε ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας). Η απόφαση αυτή έθεσε στο ΔΕΕ το προδικαστικό ερώτημα αν η απόλυση του γιατρού που κατείχε στο νοσηλευτικό ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας διευθυντική θέση συνιστά απαγορευμένη κατά το ενωσιακό δίκαιο διάκριση λόγω θρησκείας].
Το περιεχόμενο και η έκταση της παραπάνω υποχρέωσης, ως εκδήλωσης των επιταγών της καλής πίστης, δεν είναι βέβαια η ίδια για όλους τους εργαζομένους που απασχολούνται στις παραπάνω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, αλλά εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που εκτελεί. Όσο στενότερη είναι η σύνδεση των καθηκόντων με τους επιδιωκόμενους από την επιχείρηση σκοπούς, τόσο μεγαλύτερη και η συμβατική δέσμευση του εργαζομένου στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά.
Όταν πρόκειται για εργαζομένους που, λόγω της θέσης που κατέχουν και των καθηκόντων που ασκούν, εκφράζουν και υπηρετούν άμεσα την πραγμάτωση των στόχων της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης, εύλογα ο εργοδότης αναμένει και η εκτός υπηρεσίας τους συμπεριφορά να μην αντιστρατεύεται τους στόχους αυτούς και τις επιδιώξεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν π.χ. οι συντάκτες εφημερίδων που έχουν συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Τα πρόσωπα αυτά έχουν προσληφθεί για να προωθήσουν μέσα από την εργασία τους τη γραμμή της εφημερίδας και τους στόχους που επιδιώκει. Η ελευθερία του τύπου για τον εκδότη ενός εντύπου περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την ελευθερία καθορισμού, υλοποίησης και μεταβολής του προσανατολισμού του εντύπου και φυσικά και την ελευθερία πρόσληψης συντακτών για να υπηρετήσουν τους στόχους του εντύπου. Η σύναψη της σύμβασης εργασίας συνεπάγεται για τον συντάκτη πολιτικής εφημερίδας σαφώς εντονότερους περιορισμούς της ελευθερίας γνώμης του σε σχέση με άλλους εργαζομένους. Οι δεσμεύσεις του δεν αφορούν μόνο στην εργασία που συμφωνήθηκε να παρέχει αλλά επεκτείνονται σε ένα βαθμό και στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά του. Ο συντάκτης οφείλει να μην διατυπώνει δημόσια, π.χ. σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θέσεις αντίθετες προς τη γραμμή της εφημερίδας και γενικότερα να μην προσβάλλει με μια συστηματική εξωυπηρεσιακή συμπεριφορά τη γραμμή της εφημερίδας [Wisskirchen, Auberdienstliches Verhalten von Arbeitnehmern σελ.73· MunchArbR/ Ruthers (2η εκδ.) παρ.201.αρ.71] θίγοντας έτσι την αξιοπιστία τόσο της εργασίας του όσο και της εφημερίδας στην οποία απασχολείται [βλ. για τα προαναφερόμενα Δ. Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2022 παρ.17.σελ.843-845, ΜΠΑ 250/2023, ΝΟΜΟΣ].
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.

