Δικηγορικό Γραφείο
Η αυτοδίκαιη άρση μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης και η δυνατότητα υποβολής αίτησης διατήρησης της ως 31.12.2024

Στη ΣτΕ 1220/2023, κρίθηκαν τα ακόλουθα: «Στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και προβλέπει το θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ορίζονται, μεταξύ άλλων, ως προς την αποζημίωση στον ιδιοκτήτη, τα εξής: “… Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως ...”. Ο κανόνας αυτός εξειδικεύθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 και 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α., ν. 2882/2001, Α’ 17), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 (Α’ 226),όπου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας. Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 [της παρούσας παραγράφου, δεδομένου ότι η παρ. 1 δεν έχει τέταρτο και πέμπτο εδάφιο] εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 [περί υποχρεωτικής ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εντός ορισμένης προθεσμίας από την κήρυξή της, αν δεν έχει καθοριστεί η αποζημίωση ή αν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση] και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη … και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης …». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται όχι μόνο οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων για την έκδοση πράξεων διαπίστωσης της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικής άρσης απαλλοτριώσεων, αιτημάτων, δηλαδή, που κατατείνουν στην αποδέσμευση απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αλλά και οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων διατήρησης της απαλλοτρίωσης, που υποβάλλονται από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος επιθυμεί τη διατήρηση αυτή και την καταβολή στον ίδιο της οικείας αποζημίωσης αντί της αποδέσμευσης του ακινήτου του. Δεν ασκεί δε, από την άποψη αυτή, επιρροή το γεγονός ότι η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων διατήρησης της απαλλοτρίωσης δεν είχε προβλεφθεί στον αρχικό Κ.Α.Α.Α., που προέβλεψε την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, αλλά αυτή παρασχέθηκε στον ιδιοκτήτη με μεταγενέστερη ειδική διάταξη (άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011), διότι, πάντως, η σχετική ρύθμιση εισήχθη στο πλέγμα διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., είναι δε συναφής με εκείνες, ως προς τις οποίες είχε προβλεφθεί αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου από τον Κ.Α.Α.Α., όπως ίσχυε αρχικά.

Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρο 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 και προβλέπει, κατά τα ανωτέρω, ότι η αυτοδίκαιη άρση των απαλλοτριώσεων, την οποία θα επέφερε η μη συντέλεσή τους με την καταβολή της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της οικείας συνταγματικής προθεσμίας, μπορεί να αποτραπεί με αίτηση των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ως συνέπεια της μη καταβολής την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης χωρίς να εξαιρεί τις περιπτώσεις που η διατήρησή της αποτελεί επιθυμία των ιδιοκτητών. Πράγματι, η εν λόγω συνταγματική διάταξη, η οποία, καθ’ όσον, τουλάχιστον, αφορά τις ρυμοτομικού χαρακτήρα απαλλοτριώσεις, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση ακόμη και να τις επανεπιβάλλει μετά την αυτοδίκαιη άρση τους εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν κωλύει ούτε τη διατήρησή τους κατόπιν ρητής και σαφούς αιτήσεως του ιδιοκτήτη, υποβαλλόμενης κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι προπαρατιθέμενες διατάξεις, καθώς και η συναφής νεότερη νομοθεσία (βλ. επόμενες σκέψεις). Υπό την αντίθετη εκδοχή, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της ιδιοκτησίας, που συνιστά ταυτοχρόνως και περιουσιακό δικαίωμα κατά το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα οδηγούσε εν τέλει στον περιορισμό των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία περιλαμβάνουν και το δικαίωμα διάθεσης της ιδιοκτησίας και της περιουσίας για νόμιμους σκοπούς, όπως είναι αυτοί που συνιστούν δημόσια ωφέλεια και οδήγησαν στην επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, έστω και αν αυτή δεν συντελέστηκε ποτέ. Δεν αντέκειτο, άλλωστε, στο Σύνταγμα ούτε προηγούμενη διάταξη της νομοθεσίας περί απαλλοτριώσεων, η οποία, προ του Κ.Α.Α.Α., περιείχε ανάλογη ρύθμιση και προέβλεπε [άρθρο 11 παρ. 3 του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1),όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 212/1975 (Α΄ 252)] ότι η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης που έχει ορισθεί, δεν επέρχεται(“θεωρείται μη γενομένη”) εάν ο καθ’ ού ιδιοκτήτης υποβάλει αίτηση για τη διατήρησή της ενώπιον ορισμένης διοικητικής αρχής. Πράγματι, η διάταξη αυτή κρίθηκε ως σύμφωνη με το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος (ΣτΕ 3689/2009 Ολομ., σκ. 8),περαιτέρω, όμως, θεωρήθηκε ως στενώς ερμηνευτέα και, επομένως, ως έχουσα την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη συντέλεσής της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της απόφασης περί προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης αποτρέπεται μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση υποβάλει την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη αίτηση διατήρησης, αφού μόνον αυτή αίρει κάθε σχετική αμφιβολία ως προς την πραγματική του βούληση, η οποία δεν είναι επιτρεπτό να συνάγεται από άλλες ενέργειές του. Η ερμηνεία αυτή της εν λόγω διάταξης υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος(βλ. ΑΕΔ 26/2010 και, ακόμη ΣτΕ 922/2014 Ολομ., σκ. 5-6). Προκειμένου, όμως, η αίτηση διατήρησης της απαλλοτρίωσης να εξετασθεί από την αρμόδια αρχή, αυτή, κατά τα ως άνω κριθέντα, πρέπει να υποβάλλεται κατά την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασία, η οποία αποσκοπεί να άρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη βούληση του ιδιοκτήτη.

Στη συνέχεια, και μετά την εκπνοή της αρχικώς ταχθείσης από το νομοθέτη του άρθρου 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως για τη διατήρηση αυτοδικαίως αρθείσης απαλλοτριώσεως (31.12.2012), εκδόθηκε ο ν.4530/2018 (Α’ 59), με το άρθρο 74 του οποίου τροποποιήθηκε και πάλι το άρθρο 11παρ. 3 του ΚΑΑΑ, μεταξύ άλλων ως προς την προθεσμία υποβολής της αίτησης διατήρησης, και ορίσθηκαν τα εξής: “Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου στις περιπτώσεις που υφίσταται κατάληψη του ακινήτου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης μέχρι 31.12.2018 με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών από τον χρόνο που έχει επέλθει η αυτοδίκαιη άρση αυτής. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου”. Η διάταξη αυτή παρέμεινε αμετάβλητη μετά και τη νέα τροποποίηση του άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, που επέφερε το άρθρο 18 του ν. 4949/2022 (Α’ 126).

Επειδή, εν συνεχεία, ο νομοθέτης εισήγαγε και αυτοτελείς ρυθμίσεις σχετικά με τη διατήρηση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων παρά τη μη καταβολή της δικαστικώς προσδιοριθείσης αποζημιώσεως, χωρίς να τις εντάξει στον κορμό του Κ.Α.Α.Α., οι τροποποιήσεις του οποίου, όπως εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, εξακολουθούσαν να ισχύουν παραλλήλως προς αυτές. Έτσι, με το άρθρο 49 του ν. 4414/2016 (Α’ 149)προστέθηκε άρθρο 32Α στο ν. 4067/2012 (Α’ 79) “Νέος Οικοδομικός Κανονισμός”, με το εξής περιεχόμενο: “Σε ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις οποίες έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες μπορούν να υποβάλουν προς την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και τον υπόχρεο φορέα καταβολής της αποζημίωσης αίτηση και υπεύθυνη δήλωση περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης μέχρι και τις 31.12.2017. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από τον ως άνω υπόχρεο φορέα μόνο τότε υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης και δεν επιτρέπεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο αύξηση της τιμής της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας”. Το εν λόγω άρθρο 32Α διατηρήθηκε, κατά τα βασικά του χαρακτηριστικά, και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 118 του ν. 4819/2021 (Α’ 129), με το αντικατεστημένο, όμως, άρθρο 32Α του ν. 4067/2012 ως προθεσμία υποβολής της αίτησης διατήρησης ορίστηκε η 31.12.2024».

Επιπλέον, κατά την ΟλΣτΕ 922/2014: « ενόψει της απολύτου διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημιώσεως εντός της προβλεπομένης σε αυτήν προθεσμίας του ενάμισι έτους, «η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως», η κατ’ εξαίρεση του κανόνος αυτού θεσπιζομένη με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971 ρύθμιση - η οποία, άλλωστε, δεν επανελήφθη με τον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΦΕΚ Α΄ 17) - πρέπει να ερμηνευθεί στενώς, υπό την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτριώσεως, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ’ ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη, μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω τασσομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας του ενάμισι έτους. Και τούτο διότι, μόνον από την υποβολή της δηλώσεως αυτής συνάγεται σαφώς και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες, τόσον για τον καθ’ ου, όσον και για τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση, η βούληση του πρώτου, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει και την βεβαίωση περί της αυτοδικαίας άρσεώς της, για διατήρηση της απαλλοτριώσεως, ώστε να αίρεται, για λόγους ασφαλείας του δικαίου, κάθε αμφιβολία ως προς την νομική κατάσταση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Συνεπώς, εάν δεν έχει υποβληθεί η ανωτέρω έγγραφη δήλωση, δεν ασκούν καμία επιρροή στην ήδη επελθούσα, κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος και την σύμφωνη προς αυτό διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971, αυτοδικαία άρση της απαλλοτριώσεως ενέργειες όχι μόνον του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, όπως παρακατάθεση της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, αλλά και ενέργειες, δικαστικές ή εξώδικες, του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά την πάροδο της προβλεπομένης για την συντέλεσή της προθεσμίας, όπως είναι η έγερση αγωγής προς επιδίκαση της οφειλομένης λόγω της απαλλοτριώσεως αποζημιώσεως ή η συνέχιση σχετικής δίκης, η οποία ήρχισε πριν από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, χωρίς να γίνει επίκληση της επελθούσης αυτοδικαίως άρσεως της απαλλοτριώσεως ή και η είσπραξη αποζημιώσεως. Ενόψει τούτου, και εάν ακόμη έχουν λάβει χώρα τέτοιες ενέργειες εντός έτους από την πάροδο ενάμισι έτους από τον δικαστικό καθορισμό της οφειλομένης για την απαλλοτρίωση αποζημιώσεως, ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση δεν κωλύεται να υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, με την οποία να ζητεί την ακύρωση της ρητής ή σιωπηράς αρνήσεως της Διοικήσεως να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της απαλλοτριώσεως και την βεβαίωση της εν λόγω άρσεως. (Βλ. την 26/2010 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου). 7. Επειδή, εν όψει των ως άνω γενομένων δεκτών, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την προαναφερθείσα 26/2010 απόφασή του απεφάνθη ότι η έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικατεστάθη από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, είναι ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτριώσεως, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ’ ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση, εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους, υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως. 8. Επειδή, η ως άνω εξαιρετική διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, ερμηνευομένη συμφώνως προς την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε περίπτωση υποβολής της ως άνω εγγράφου δηλώσεως, από την οποία και μόνο συνάγεται σαφώς και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες η επιθυμία του καθ’ ού η απαλλοτρίωση και δικαιουμένου να ζητήσει τη βεβαίωση της αυτοδικαίας άρσεώς της, για διατήρηση της απαλλοτριώσεως αυτής. Συνεπώς, εάν δεν έχει υποβληθεί η ανωτέρω έγγραφη δήλωση, η υποβαλλομένη στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για ακύρωση της ρητής ή σιωπηράς αρνήσεως της Διοικήσεως να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα, συμφώνως προς τις ανωτέρω διατάξεις, άρση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει ως αίτημα και τη βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσης άρσεως της απαλλοτριώσεως, δεν δύναται να αποκρουσθεί με την επίκληση του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικος ή του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, τα οποία απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων. Τούτο δε, διότι, με την παρέλευση της προθεσμίας του ενάμισι έτους από τον καθορισμό της αποζημιώσεως για αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς καταβολή του συνόλου της καθορισθείσης αποζημιώσεως, κατά τα ανωτέρω, επέρχεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος και της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του ν.δ/τος 797/1971, με εξαίρεση την προαναφερθείσα όλως ειδική περίπτωση της παρ. 3 του τελευταίου αυτού άρθρου, αυτοδικαίως η άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και, συνεπώς, δεν νοείται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να ζητήσει την βεβαίωση της άρσεως της απαλλοτριώσεως, εφ’ όσον αυτή έχει ήδη επέλθει, συμφώνως προς το Σύνταγμα και τον νόμο (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3689/2009)».

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News