Δικηγορικό Γραφείο
Η αγωγή προσβολής της πατρότητας τέκνου γεννημένο σε γάμο

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1467 ΑΚ, η ιδιότητα του τέκνου ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικά, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε από τον σύζυγό της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις. Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβάλλει κατ’ άρθρο 1469 παρ. 5 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ.1 του Ν. 521/1997 και ο άνδρας, με τον οποίο η μητέρα, ευρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, μέσα σε δύο έτη από τον τοκετό σύμφωνα με το άρθρο 1470 παρ. 5 ΑΚ. Κατά το άρθρο 609 ΚΠολΔ, η αγωγή για την προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, απευθύνεται, αν ασκείται από τη μητέρα, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου - τεκμαιρόμενου πατέρα. Ο νομοθέτης του Ν. 2521/1997, που προσέθεσε στους ενάγοντες στη σχετική δίκη και τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα ευρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, παρέλειψε να κάνει την αντίστοιχη προσθήκη για την παθητική νομιμοποίηση στο άρθρο 609 παρ. 1 ΚΠολΔ, ερμηνευτικά όμως συνάγεται ότι, όταν ο ενάγων είναι το ανωτέρω πρόσωπο, εναγόμενοι θα πρέπει να είναι οι δύο σύζυγοι και το τέκνο (βλ. ΜΠρΛαμ 153/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Συνακόλουθα των ανωτέρω, το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί από τον αληθινό του πατέρα, πριν χωρίσει προσβολή πατρότητας του συζύγου της μητέρας και εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατά ρητή νομοθετική επιταγή του άρθρου 1472 παρ. 2 ΑΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1γ` του Ν. 2521/1997, στην ειδική περίπτωση, που ενάγων στην αγωγή προσβολής πατρότητας είναι ο άνδρας που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα (άρθρο 1469 εδ. 5 ΑΚ), η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου (άρθρο 1472 παρ. 1 ΑΚ, ήτοι αμετάκλητη απόφαση που δέχεται την προσβολή), επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον άνδρα αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφαρμόζεται ως προς αυτόν το άρθρο 1484 ΑΚ και το τέκνο έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι και στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους. Επίσης, η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή προσβολής της πατρότητας είναι διαπλαστική και κατά τη ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 1472 ΑΚ, τα αποτελέσματα της επέρχονται από τη στιγμή που αυτή γίνει αμετάκλητη.

Επιπρόσθετα, το γεγονός της σύλληψης του τέκνου από αυτόν για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός πως είναι ο πατέρας του μπορεί να προκύπτει είτε από την επίκληση (και απόδειξη των προϋποθέσεων της ίδρυσης) του τεκμηρίου της πατρότητας της διάταξης του άρθρου 1481 ΑΚ, είτε από την ευθεία απόδειξη της πατρότητας. Για την ίδρυση του τεκμηρίου της διάταξης του άρθρου 1481 εδ. Α ΑΚ, όταν η αγωγή αναγνώρισης πατρότητας τέκνου ασκείται από το φυσικό πατέρα αυτού, απαιτείται η απόδειξη από αυτόν της σαρκικής του συνάφειας με τη μητέρα του τέκνου (ΑΠ 14/2004, ΕφΘεσ 389/2011 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που δεν απαιτείται να είναι πλήρης, αλλά αρκεί να έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη σύλληψη ενός παιδιού. Δεν χρειάζεται άλλωστε να αποδειχθεί πταίσμα του «συνευρεθέντος» ούτε έχει σημασία αν γενικότερα η σαρκική επαφή έγινε με τη θέληση και των δύο «γονέων» ή αν οι γονείς επιθυμούσαν ή όχι να συλληφθεί παιδί, ενώ αρκεί η απόδειξη και για μία μόνο σεξουαλική πράξη (ΑΠ 1813/2005, ΕφΘεσ 389/2011 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να ισχύσει, δε το τεκμήριο της πατρότητας, ο ενάγων φυσικός πατέρας οφείλει ακόμη να αποδείξει ότι η σεξουαλική συνεύρεση ανάμεσα σε αυτόν και στη μητέρα έγινε μέσα στο κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, που είναι κατά τη διάταξη του άρθρου 1468 AK, το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό.

Το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό, αφού οι εναγόμενοι μπορούν να το ανατρέψουν είτε αποδεικνύοντας γεγονότα αντίθετα από εκείνα που τεκμαίρονται αληθινά από το νόμο, και συγκεκριμένα αποδεικνύοντας ότι, παρά τη σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, το παιδί δεν συλλήφθηκε πάντως από το φερόμενο πατέρα, είτε χρησιμοποιώντας με επιτυχία τη διάταξη του άρθρου 1482 AK για την ένσταση των «σοβαρών αμφιβολιών». Εννοείται, άλλωστε, πως ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί και την ίδια τη σαρκική συνάφεια με τη μητέρα ή τη σαρκική συνάφεια με αυτήν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, οπότε αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής που συνίσταται ειδικότερα στην άρνηση της ίδρυσης του τεκμηρίου της πατρότητας της διάταξης του άρθρου 1481 εδ. α’ ΑΚ. Η ευθεία απόδειξη της πατρότητας σημαίνει ότι ο ενάγων πατέρας οφείλει να πείσει πλήρως το δικαστήριο πως το παιδί έχει συλληφθεί από αυτόν και συνδέεται επομένως προς αυτόν με δεσμό αίματος, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σύλληψη. Η επίκληση αντίθετα του τεκμηρίου της πατρότητας περιορίζει τον ενάγοντα στην πλήρη απόδειξη ότι είχε κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης έστω και μία σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί παραπέρα και ότι η μητέρα συνέλαβε το παιδί σ’ αυτή τη συγκεκριμένη σεξουαλική επαφή.

Λόγω της φύσης των αποδεικτέων για την ευδοκίμηση της αγωγής αναγνώρισης της πατρότητας γεγονότων, που καθιστά σχεδόν αδύνατη την από ίδια αντίληψη τρίτων, γνώση περιστατικών της σαρκικής συνάφειας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στοιχειοθετούν την απόδειξη περιστατικά, τα οποία, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και κατά λογική ακολουθία, οδηγούν εμμέσως αλλά σαφώς στο συμπέρασμα ότι έλαβε χώρα σαρκική επαφή (ΕφΑΘ 2702/2011 σε ΤΝΠ Ισοκράτης). Σε κάθε περίπτωση, όμως, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων και άλλων κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων (εγγράφων κ.λ.π.), χρήσιμη είναι και η ιατρική πραγματογνωμοσύνη, με την εξέταση του DNA του τέκνου και των διαδίκων που φέρονται ως γονείς του, η οποία αποτελεί, κατ’ άρθρο 607 ΚΠολΔ, αποδεικτικό μέσο, που έχει το χαρακτήρα ιδιόμορφης πραγματογνωμοσύνης επί της οποίας ισχύει, κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, ελεύθερη εκτίμηση.

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News