Από τις διατάξεις των άρθρων 1964,1965 ΑΚ και 823 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο που διέταξε την παροχή κληρονομητηρίου έχει το δικαίωμα να ερευνήσει, ύστερα από αίτηση κληρονόμου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως ( άρθρα 1966 ΑΚ, 823 παρ 1 ΚΠολΔ), αν το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε είναι ανακριβές, ήτοι ατελές, ή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ως προς κάποια από τις περιέχουσες βεβαιώσεις, χωρίς να εξετάζεται αν η ανακρίβεια οφείλεται σε κακή ερμηνεία του νόμου ή πεπλανημένη εντύπωση του διαθέτη ή σε οποιαδήποτε άλλη αιτία. Διότι, η ύπαρξη ανακριβούς κληρονομητηρίου, εκτός του ότι πλήττει τα συμφέροντα του κληρονόμου, μπορεί να αποβεί πρόξενος επικίνδυνων αποτελεσμάτων για τις συναλλαγές. Ενδεικτικά, το κληρονομητήριο είναι ανακριβές, όταν το περιεχόμενό του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή είναι ασαφές ή αμφίβολο, ή αν ο αναφερόμενος σε αυτό κληρονόμος δεν είναι αληθινός ή το κληρονομητήριο εκδόθηκε με βάση την « εξ αδιαθέτου διαδοχή» ενώ υπάρχει διαθήκη και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, που εκφράζουν απόκλιση από την αλήθεια και την πραγματική κατάσταση.
Ειδικότερα, ανακριβές είναι το κληρονομητήριο, όταν ορισμένη από τις βεβαιώσεις που περιέχονται σε αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όταν αυτό είναι ατελές, το οποίο ανακαλείται ή τροποποιείται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, το κληρονομητήριο είναι ανακριβές και όταν το κληρονομικό δικαίωμα δεν προκύπτει ευθέως από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ή από διαθήκη του κληρονομουμένου, αλλά συνάγεται κατόπιν ερμηνείας της διαθήκης του τελευταίου, από την οποία θα κριθεί η τυχόν ύπαρξη κληρονομικού δικαιώματος του αιτούντος. Γενικότερα, όταν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία του άρθρου 820 ΚΠολΔ ή ακόμα και αν τα περιέχει, αυτά δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δηλ. βεβαιώνονται δικαιώματα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν τα κατονομαζόμενα σε αυτό πρόσωπα ή εν γένει δεν πιστοποιούν κατά ορθό τρόπο την απαγωγή της κληρονομίας.
Αν διαπιστωθεί η περίπτωση τέτοιας ανακρίβειας του κληρονομητηρίου που χορηγήθηκε, το δικαστήριο έχει τα εξής δικαιώματα: α) Διατάζει την αφαίρεσή του ( ΑΚ 1965 παρ 1 εδ 1 ΑΚ, 823 παρ 1 ΚΠολΔ), δηλαδή την απόδοσή του ( μαζί με τα αντίγραφα) στο δικαστήριο της κληρονομίας, οπότε και παύει να ισχύει το κληρονομητήριο ( ΑΚ 1965 παρ 1 εδ 2). Στην περίπτωση αυτή, η διαταγή του δικαστηρίου για αφαίρεση του κληρονομητηρίου εκτελείται, αν δεν εμφιλοχωρήσει εκούσια συμμόρφωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 941 επ ΚΠολΔ κατά του κατόχου του (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ 823 αρ. 9), β) το κηρύσσει με την απόφασή του ανίσχυρο, αν η αφαίρεσή του δεν είναι άμεσα δυνατή ( ΑΚ 1965 παρ 2 εδ 1) και γ) το ανακαλεί ή το τροποποιεί ( ΑΚ 1966, 823 ΚΠολΔ) με την επισήμανση ότι η αναφερόμενη στις τελευταίες αυτές διατάξεις « ανάκληση» του κληρονομητηρίου ταυτίζεται κατ’ ουσία με την ως άνω σημειούμενη κήρυξή του ως ανίσχυρου.
Εξάλλου, οι έννοιες της ανάκλησης ή τροποποίησης ανακριβούς κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 1966 ΑΚ δε διαφέρουν των εννοιών της αφαίρεσης ή κήρυξης ανίσχυρου του κληρονομητηρίου, ενόψει του ότι στην περίπτωση που το χορηγηθέν είναι εν μέρει ανακριβές, τότε η τροποποίηση αυτού δεν γίνεται με την έκδοση πρόσθετου τροποποιητικού ή συμπληρωματικού κληρονομητηρίου, αλλά μόνο με την έκδοση « νέου πλήρους κληρονομητηρίου», που απαιτείται για την ασφάλεια των συναλλαγών. Έτσι, ώστε, χάριν ασφάλειας συναλλαγών, το κληρονομητήριο να ενσωματώνεται κάθε φορά σε ενιαία δικαστική απόφαση και να μη διασπάται σε περισσότερες.
Το δικαστήριο έχει την εξουσία αυτεπαγγέλτως να ελέγξει από τυπική και ουσιαστική άποψη το κύρος της διαθήκης, ακόμη και να ερμηνεύσει αυτή, ελέγχοντας προφανείς ακυρότητες και εξετάζοντας ακόμη παρεμπιπτόντως και προκαταρτικά ζητήματα, όπως το θέμα που μπορεί να προκύψει από την ακυρότητα διάταξης διαθήκης ( π.χ. αποκλήρωση), χωρίς, όμως, να μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα αυτή, μη παραπέμποντας, μάλιστα, σε άλλη διαδικασία, ούτε δεσμευόμενο από την κρίση του αιτούντος.
Σύμφωνα με το άρθρ. 823 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από 1.3.2013, δυνάμει των άρθρ. 17 § 25, 110 § 21 Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α` 51) και 1 περ. α` Ν. 4077/2012 (ΦΕΚ Α` 168), αρμόδιο να διατάξει, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπάγγελτα, αν το γνωρίζει, να αφαιρεθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο το κληρονομητήριο είναι το δικαστήριο της κληρονομίας κι ως τέτοιο ορίστηκε το Ειρηνοδικείο. Εξ αυτών παρέπεται ότι το δικαστήριο της κληρονομίας δεν εμποδίζεται σε κάθε περίπτωση να κηρύξει ανίσχυρο το εκδοθέν κληρονομητήριο, εφόσον κατά σαφή έννοια των διατάξεων και των άρθρ. 821, 822 ΚΠολΔ ο κατονομαζόμενος στο κληρονομητήριο κληρονόμος, κληροδόχος, εκτελεστής διαθήκης κ.α. «τεκμαίρεται» ότι έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στο χορηγηθέν πιστοποιητικό. Δεν δημιουργείται κανένα «δεδικασμένο» εκ της ύπαρξης του πιστοποιητικού. Διότι, η απόφαση περί έκδοσης κληρονομητηρίου, που εκδίδεται κατά την «εκούσια δικαιοδοσία», δεν είναι εξοπλισμένη με δεδικασμένο, που απόκειται πάντα στην «αμφισβητούμενη» δικαιοδοσία, που εμφανίζει εξουσία αυθεντικής (δεσμευτικής) διάγνωσης ιδιωτικών δικαιωμάτων των διαδίκων, κι όχι στην εκούσια.
* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.

