Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύµφωνα µε τον νόµο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτηµα.
Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, µε την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλες οφειλόμενες από την εργασιακή σύμβαση αμοιβές ή προσαυξήσεις, όπως προσαυξήσεις αμοιβής υπερεργασίας, υπερωριακής εργασίας, καταβολή επιδομάτων που προβλέπονται από ΣΣΕ ή απόφαση διαιτησίας κλπ, πρέπει να διαλαμβάνονται στο οικείο δικόγραφο ως στοιχεία θεμελιωτικά των αξιώσεων του ενάγοντος η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, η παροχή της εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 1561/2011).
Εφόσον με την αγωγή διώκεται η καταβολή διαφορών αποδοχών κλπ που προκύπτουν από τη μη εφαρμογή συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, για το ορισμένο αυτής πρέπει να γίνει διάκριση περί του εάν η ως άνω ΣΣΕ ή ΔΑ, έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή όχι.
Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεωτικά δεσμευτικές ΣΣΕ ή ΔΑ αποτελούν στην ουσία νόμο του κράτους, η δε εφαρμογή ή μη αυτών στην επίδικη διαφορά αποτελεί το κατ' εξοχήν δικαιοδοτικό έργο του δικαστή και, εφόσον αναφέρονται στην αγωγή τα περιστατικά (είδος εργασίας, χρόνος κατάρτισης της εργασιακής σχέσης, ο συμφωνηθείς μισθός, είδος επιχείρησης όπου παρέχεται η εργασία), από τα οποία το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ποια ΣΣΕ είχε καταστεί υποχρεωτική και αν αυτή καταλαμβάνει την επίδικη σχέση, ο ενάγων δεν απαιτείται να αναφέρει ειδικά αυτή.
Στην περίπτωση όμως που η ΣΣΕ ή η ΔΑ δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, εάν ο εργαζόμενος επικαλείται την ισχύ αυτής και την εφαρμογή της στην επίδικη εργασιακή σχέση, η ιδιότητα του μέλους των συνδικαλιστικών οργανώσεων ( εργαζομένων και εργοδοτών), ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω μη υποχρεωτικών ΣΣΕ και ΔΑ, αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής (ΑΠ 921/2020). Και το στοιχείο αυτό όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσεως των ΣΣΕ, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ, που δεν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεώς της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του.
Στην περίπτωση που ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται να επικαλεσθεί, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β'του ΚΠολΔ και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Αυτό όμως δεν απαιτείται, στην περίπτωση που η ισχύς της ΣΣΕ ή ΔΑ, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα ανωτέρω, με την κήρυξή της ως γενικά υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι η υφισταμένη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, οπότε στην περίπτωση αυτή η αγωγή δεν πάσχει αοριστίας (ΑΠ 921/2020, ΑΠ 723/2011, ΑΠ 74/2009).
Τα ανωτέρω δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αφού οι κανονιστικοί όροι αυτής ισχύουν υποχρεωτικά για όλους τους εργαζόμενους της επιχείρησης του ιδίου εργοδότη, ανεξαρτήτως δηλαδή της ιδιότητας αυτών ως μελών του επιχειρησιακού σωματείου, κατ' άρθρο 8 παρ. 3 Ν 1876/1990 (ΑΠ 127/2012, ΑΠ 1465/2022).

