Τα ιατρικά έγγραφα και οι πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας, σωματικής ή ψυχικής ενός προσώπου αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα, των οποίων η επεξεργασία και κοινοποίησή τους από τρίτα πρόσωπα εμπίπτει στην προστασία του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα και απαγορεύεται αυστηρά, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που η προσκόμιση σε δικαστήριο ιατρικών εγγράφων που αφορούν την κατάσταση της υγείας του αντίδικου και ειδικότερα σε δίκη για προσωρινή ανάληψη επιμέλειας ανηλίκου τέκνου, είναι σύννομη, όταν ο επιδιωκόμενος αποδεικτικός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα και η προσκόμισή τους κρίνεται πρόσφορη και αναγκαία για την άσκηση του υπερέχοντος συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της παροχής δικαστικής προστασίας.
Αυτό κρίθηκε από το Μονομελές Εφετείο Λάρισας με την υπ’αρ. 454/2023 απόφασή του, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος προέβη σε σύσταση στη δημιουργία συστήματος αρχειοθέτησης, αποτελούμενο από ιατρικά έγγραφα, τα οποία περιέχουν ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα) εν τη έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ καθώς αφορούσαν δεδομένα, τα οποία αποκάλυπταν πληροφορίες για την παρελθούσα κατάσταση της ψυχικής υγείας της εκκαλούσας συζύγου του, και τα οποία ήταν προσβάσιμα στον ίδιο λόγω της ιδιότητάς του ως συζύγου της. Κατόπιν αυτός, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, προέβη στην περαιτέρω επεξεργασία των πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας της εκκαλούσας, αφού πρώτα επικαλέστηκε το περιεχόμενο των ως άνω ιατρικών βεβαιώσεων στην αίτησή του περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων καθώς και στην αντίθετη αίτηση της εκκαλούσας, και στη συνέχεια αντίγραφο των βεβαιώσεων αυτών προσεκόμισε με σημείωμα ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου προς απόδειξη των ισχυρισμών του και προς απόκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου του και ήδη εκκαλούσας.
Με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος συνομολόγησε τα περιστατικά αυτά, πλην όμως προέβαλε ένσταση κατά το άρθρο 82 παρ. 3 του ΓΚΠΔ (περί απαλλαγής της ευθύνης του για αποζημίωση), ότι δηλαδή προέβη στην επίδικη επεξεργασία των πληροφοριών από τον ιατρικό φάκελο της ενάγουσας, προκειμένου ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του στη δίκη περί ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι αφενός προς υποστήριξη της αίτησής του για την προσωρινή ανάληψη της επιμελείας των ανηλίκων τέκνων τους, συμπεριλαμβανομένης της επιδίκασης προσωρινής διατροφής για αυτά και αφετέρου προς απόκρουση της αντίθετης αίτησης εκ μέρους της αντιδίκου, πρώην συζύγου του. Η ένσταση αυτή κρίθηκε επαρκώς ορισμένη (κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 περ. στ΄του ΓΚΠΔ και εξετάστηκε από ουσιαστική άποψη.
Αποδεδείχθηκε λοιπόν, πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, ότι ο εφεσίβλητος συνέλεξε, αρχειοθέτησε και προσεκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου που δίκαζε τα ασφαλιστικά μέτρα τα επίδικα ιατρικά έγγραφα που αφορούσαν την κατάσταση της ψυχικής υγείας της εκκαλούσας υπό την δικονομική θέση του αιτούντος και καθ’ ου η αίτηση αντιστοίχως με σκοπό να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος απόδειξης της αίτησής του και να αμυνθεί (ανταποδεικτικά) κατά της αντίθετης αίτησης της εκκαλούσας, αφού τα περιστατικά αυτά σχετίζονται με το προς διασφάλιση ασφαλιστέο δικαίωμα της προσωρινής επιμέλειας και αποτελούν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα, τα οποία θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν με πειστικότητα την κατάσταση της υγείας της εκκαλούσας. Εφόσον, λοιπόν, η επίκληση και προσκόμιση των ανωτέρω ιατρικών πληροφοριών κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της ανοιγείσας μεταξύ των διαδίκων δίκης ασφαλιστικών μέτρων για την ανάληψη της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, συμπεριλαμβανομένου του σωρευόμενου αιτήματος περί επιδίκασης προσωρινής διατροφής των τέκνων, των διαδίκων, διότι ο επιδιωκόμενος αποδεικτικός σκοπός, ήτοι της καταλληλότητας της εκκαλούσας ως γονέα, ικανής να της ανατεθεί έστω και προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα.
Διευκρινίστηκε ακόμη, ότι η μετ’ επικλήσεως προσκόμιση των ανωτέρω εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων υπήρξε απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας του εφεσίβλητου και σύμφωνα με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο (άρθρα 20 § 1 Σ., 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6 § 1 ΣΕΕ), 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 επ., 9 §§ 1, 2 περ. στ΄ του ως άνω ΓΚΠΔ) και δη προς τον σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των ισχυρισμών στα ασφαλιστικά μέτρα που προέβαλε ο εφεσίβλητος και της ανταπόδειξης από αυτόν της ιστορικής βάσεως της αντίθετης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος υπέβαλε σε περαιτέρω επεξεργασία τα επίδικα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εκκαλούσας, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της ελαχιστοποίησης κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄του ΓΚΠΔ, αφού χωρίς την επίκληση και προσκόμιση των ιατρικών βεβαιώσεων που αφορούσαν την εκκαλούσα, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης της αίτησής του και να αποκρούσει την αντίθετη αίτηση της εκκαλούσας. Και αυτό, διότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να αποδείξει την καταλληλότητά του ως προς την ανάθεση σε αυτόν προσωρινά της αποκλειστικής επιμέλειας των ανήλικων τέκνων του αλλά και σε κάθε περίπτωση να αποδείξει την ακαταλληλότητα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας για το ίδιο ζήτημα καθώς λόγοι πραγματικοί που αφορούν την αδυναμία εκτέλεσης του λειτουργήματος αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η τυχόν ασθένεια του ενός γονέα που επηρεάζει την ικανότητα προς ανταπόκριση στο λειτούργημα αυτό (ΑΠ 99/2014 ΧρΙΔ 2014. 428).
Υποστήριξε δε, ότι από την κακή άσκηση επιμέλειας λόγω ασθένειας του γονέα απορρέει κίνδυνος για τα συμφέροντα του τέκνου (προσωπικά ή περιουσιακά), τον οποίο το δικαστήριο όφειλε να διερευνήσει και να αποτρέψει εφόσον τον διαπιστώσει. Συνεπώς, ο εφεσίβλητος, ως υπέχων σχετικώς το βάρος απόδειξης στην κρινόμενη αγωγή απέδειξε τη βασιμότητα της ένστασής του ότι δηλαδή νομίμως, κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 9 παρ. 2 περ.στ΄ του ΓΚΠΔ, έστω και χωρίς τη συγκατάθεση της εκκαλούσας, έκανε χρήση (με τη συλλογή-αρχειοθέτηση και περαιτέρω επεξεργασία ενώπιον δικαστηρίου) των εγγράφων αυτών, από προσωπικό και σε κάθε περίπτωση υπέρτερο έννομο συμφέρον, το οποίο δεν θα μπορούσε αυτός να υπερασπιστεί με άλλο ηπιότερο τρόπο, καθόσον τα ως άνω ιατρικά έγγραφα ήταν τα πλέον πρόσφορα αποδεικτικά μέσα ώστε να υποστηρίξει τη δικονομική του θέση.

