Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως το ΙΚΑ και το ΤΕΑΜ (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 22 και 32 ν. 2084/1997), ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κλπ. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να παρακρατεί από το μισθό την εργατική εισφορά, που υπολογίζεται στις πραγματικές αποδοχές του εργαζομένου και αποτελεί μέρος αυτών, καθώς και να καταβάλει αυτή στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, διαφορετικά βαρύνεται ο ίδιος με την καταβολή σε περίπτωση που δεν εκπληρώσει την υποχρέωση της παρακρατήσεώς τους, δηλαδή ενέχεται πλέον αυτός έναντι του ΙΚΑ. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι ο εργοδότης που κατέβαλε ήδη τις εν λόγω εισφορές δεν μπορεί να τις αναζητήσει από τον εργαζόμενο. Τα ποσά, τα οποία ο εργοδότης πρέπει κατά νόμο να παρακρατεί από το μισθό του εργαζομένου και να αποδίδει εμπροθέσμως σε ορισμένους τρίτους, όπως είναι και οι υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές, περιλαμβάνονται στον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο μισθό του εργαζομένου, ο οποίος και αποτελεί αντικείμενο της περί αποδοχών δίκης.
Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία ΠΕΕ καταβάλει στο ΙΚΑ τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει την κατά τα ανωτέρω ένσταση καταβολής του άρθρου 416 ΑΚ η οποία είναι αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξιώσεως του εργαζομένου, για δεδουλευμένες αποδοχές.
Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως (ΑΠ 383/2012) και δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης κατά την οποία ο εργαζόμενος ζητά τη διαφορά εταξύ των νόμιμων και των καταβληθεισών αποδοχών του (ΑΠ 2126/2007, ΑΠ 2101/2022, ΤΝΠ ΔΣΑΝΕΤ).

