Από τη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β'ΑΚ, κατά την οποία "Ο εργοδότης, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού", συνάγεται ότι ο εργοδότης έχει έναντι του εργαζομένου αξίωση και αντίστοιχα ο εργαζόμενος έναντι του εργοδότη υποχρέωση πληροφορήσεως απορρέουσα από την από το άρθρο 288ΑΚ ιδρυόμενη γενική αρχή της καλής πίστης. Και τούτο διότι κατά κανόνα ο εργοδότης αδυνατεί να γνωρίζει τα σχετικά με την απασχόληση του εργαζομένου πραγματικά περιστατικά, όπως τους εργοδότες, στους οποίους απασχολήθηκε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της υπερημερίας ή το ύψος της αμοιβής του, ώστε να επικαλεστεί στο δικαστήριο συγκεκριμένα στοιχεία που να θεμελιώνουν τη σχετική ένστασή του. Εάν ο εργαζόμενος δεν παρέχει στον εργοδότη τις αναγκαίες πληροφορίες, δύναται ο τελευταίος να προβάλει την κατά τις διατάξεις των άρθρων 325 και 374 ΑΚ ένσταση επισχέσεως της καταβολής των μισθών υπερημερίας.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 450 παρ.2 ΚΠολΔ " Κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την επίδειξή τους. Σπουδαίος λόγος συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις που επιτρέπεται να αρνηθεί να κανείς να μαρτυρήσει". Η εν λόγω αξίωση του διαδίκου αποδεικτικής συνεπικουρίας του από τον αντίδικο υπό τη μορφή της επιδείξεως των κρίσιμων εγγράφων, τα οποία κατέχει, ως μόνου αποδεικτικού μέσου για την υποστήριξη των ουσιωδών ισχυρισμών του απορρέει άμεσα από το κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος ιδρυόμενο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως και το συνακόλουθο δικαίωμα αποδείξεως ως και το από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό του διαδίκου συνίσταται στο να επικαλεσθεί, να προσαγάγει και να χρησιμοποιήσει όλα τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα προκειμένου να αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του διαδίκου να αποκτήσει και να εξασφαλίσει από τον αντίδικό του ή και τρίτο όλα τα μέσα που θεωρεί πρόσφορα για την επίτευξη του ως άνω σκοπού.
Εξ’ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 85 Ν. 2238/1998 "Οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το φορολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά", συνάγεται ότι το φορολογικό απόρρητο νομιμοποιούνται να το επικαλεστούν οι φορολογικές αρχές που ως κάτοχοι των αναζητουμένων πληροφοριών δεσμεύονται από την υποχρέωση εχεμύθειας και όχι ο διάδικος προς τον οποίο στρέφεται η αίτηση επίδειξης. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι εάν ο εργοδότης προβάλει την ένσταση ότι ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της υπερημερίας έχει απασχοληθεί σε άλλη εργασία αλλά για λόγους αντικειμενικούς αδυνατεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία καλυπτόμενα από το φορολογικό απόρρητο αιτούμενος την επίδειξη των σχετικών εγγράφων, νόμιμα δύναται το δικαστήριο να δεχθεί το εν λόγω αίτημα και να διατάξει την επίδειξη ή την προσκόμιση των στοιχείων, στα οποία ο εργαζόμενος έχει πρόσβαση (ΣτΕ 1585/2009, ΑΠ 1210/2022.).

