Δικηγορικό Γραφείο
Παραίτηση πειθαρχικώς ή ποινικώς διωκόμενου δημοσίου υπαλλήλου

Από τις διατάξεις των άρθρων 8, 113, 147, 148 και 149 του υπαλληλικού κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το ν.3528/2007 (Α΄26), ως τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι σήμερα, ερμηνευόμενες αυτοτελώς αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και όλου του νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, του σκοπού που εξυπηρετούν και την υπαγωγή σ’ αυτές των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη μας από την ερωτώσα υπηρεσία, συνάγονται τα ακόλουθα:

Το δικαίωμα παραίτησης του δημοσίου υπαλλήλου αποτελεί έκφανση της επαγγελματικής ελευθερίας του, η οποία συνιστά ειδικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, ατομικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στη συνταγματική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 και περιλαμβάνει εκτός από την ελευθερία επιλογής και έναρξης ορισμένου επαγγέλματος και την απόφαση για συνέχιση ή παύση αυτού (Ολ.ΣτΕ 2205-2207/2010,ΓνμδΟλ.ΝΣΚ 37/2008). Η αποδοχή της παραίτησης του δημοσίου υπαλλήλου από την υπηρεσία του επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με πράξη του αρμοδίου οργάνου, όπως ρητά προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 147 και 148 του Υ.Κ.. Έχουν τεθεί ωστόσο περιορισμοί στο δικαίωμα του υπαλλήλου να αποχωρεί από την υπηρεσία του και η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, κατά πλάσμα του νόμου και δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα στην υπηρεσιακή του κατάσταση, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης προς αποδοχή:  1) αν κατά την υποβολή της εκκρεμεί είτε ποινική δίωξη για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περίπτωση α` της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ΥΚ, ή κακούργημα, είτε πειθαρχική δίωξη ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης και 2) αν η ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της παραίτησης και πριν την αποδοχή της (ΣτΕ 3502/2013, 1138/1995, 1741/2000, 1531/1990, Γνμδ ΝΣΚ 21/2013, 426/2011, 334/2006). Οι ανωτέρω περιορισμοί στο δικαίωμα παραίτησης του υπαλλήλου δεν είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα και επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθόσον μ’ αυτούς αποτρέπεται η υποβολή παραιτήσεων προς αποφυγή πειθαρχικής ποινής ή άλλων συνεπειών στην υπηρεσιακή κατάσταση του διωκομένου υπαλλήλου και έτσι διασφαλίζεται η σταθερότητα και η νομιμότητα της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Η υπέρμετρη όμως καθυστέρηση έκδοσης ποινικής ή πειθαρχικής απόφασης και η συνακόλουθη υποχρέωση παραμονής του υπαλλήλου στην υπηρεσία, παρά τη θέλησή του, συνιστά ουσιώδη περιορισμό αυτής και προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις της προστασίας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της αρχής της αναλογικότητας (ΣτΕ 2345/2006, 2428/2005, ΔΕΑ 2175/2012, ΓνμδΝΣΚ 150/2017, 209/2015, 243/2015, 21/2013, 201/2012).

Εκκρεμής ποινική δίωξη, η οποία αποτελεί εμπόδιο στην αποδοχή της παραίτησης του υπαλλήλου, υφίσταται από την έγερση της ποινικής διώξεως από τον αρμόδιο εισαγγελέα κατά συγκεκριμένου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΠΔ, μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου, αν κατά αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, ή μέχρι τη χρονολογία κατά την οποία η ποινική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη (ΣτΕ 1668/1997). Η πειθαρχική εκκρεμοδικία, η οποία επίσης δύναται να αναστείλει την αποδοχή από τη Διοίκηση της παραίτησης του υπαλλήλου, δημιουργείται από την παραπομπή αυτού στο πειθαρχικό συμβούλιο για τα προβλεπόμενα στο νόμο παραπτώματα, με την έκδοση και κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου εγγράφου και λήγει με την έκδοση απόφασης με την οποία κρίνεται τελεσιδίκως η πειθαρχική υπόθεση, είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης ένστασης κατ’αυτής στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, είτε με την έκδοση απόφασης του τελευταίου επί της ασκηθείσας ένστασης και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατ’αυτής ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, είτε με τη δημοσίευση της απόφασης του τελευταίου επί της ασκηθείσας προσφυγής (ΣτΕ 2842/2016, ΔΕΘ 2076/2014 ΔΕΑ478/2006).

Η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση, ενόσω είναι στην ενέργεια, δυνάμενη να οδηγήσει μετά την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα, όπως η παράβαση καθήκοντος, στην αυτοδίκαιη έκπτωσή του, ή στην έγερση πειθαρχικής διώξεως για παράπτωμα που επισύρει την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, κατά τις κείμενες διατάξεις. Η πειθαρχική διαδικασία που έχει αρχίσει συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, η οποία επέρχεται και εξαιτίας της έκπτωσης του υπαλλήλου, ή της αποδοχής της παραίτησης αυτού και δύνανται να του επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή, η οποία μετατρέπεται σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα(12) μηνών, σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη του άρθρου 113 του Υ.Κ.. Συνεπώς, τυχόν απώλεια της υπαλληλικής ιδιότητας, κατά την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας, δεν έχει ως αποτέλεσμα ο πειθαρχικώς διωκόμενος υπάλληλος να τίθεται σε ευμενέστερη θέση, λόγω του ότι δεν είναι πλέον εν ενεργεία υπάλληλος, αλλά η καταδικαστική πειθαρχική απόφαση παράγει γι’ αυτόν σοβαρές δυσμενείς συνέπειες σε οικονομικό επίπεδο.

Όταν η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου ασκηθεί εντός διμήνου από την υποβολή της παραίτησής του για αδικήματα προβλεπόμενα στο νόμο ότι δύναται να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης, και παρέλθει διάστημα εξι (6) μηνών, χωρίς η σχετική πειθαρχική υπόθεση να εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό, ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παραιτήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 παρ.2 εδ.β΄. Όπως έχει γίνει δεκτό, η ανωτέρω εξάμηνη προθεσμία για εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική (ΔΕΑ 478/2006). Η Διοίκηση στην ανωτέρω περίπτωση δεν υποχρεούται άνευ ετέρου να αποδεχθεί την παραίτηση, αλλά δύναται να εξετάσει τη σχετική αίτηση του υπαλλήλου και να προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως των συνθηκών τέλεσης του ή των αδικημάτων και αν αυτά σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, της προσωπικότητας και της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου και αφού κρίνει το συμφέρον της Υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη περαιτέρω αφενός το τεκμήριο αθωότητας του διωκόμενου υπαλλήλου και την αβεβαιότητα του χρόνου αμετάκλητης περάτωσης της πειθαρχικής ή και της ποινικής διαδικασίας, αφετέρου το γεγονός ότι η αρξαμένη πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με ενδεχόμενο την επιβολή ποινής, η οποία μετατρέπεται σε ποινή προστίμου αποδοχών, δύναται είτε να απορρίψει ή να αναβάλλει αιτιολογημένα την αποδοχή παραίτησης, είτε να προχωρήσει άμεσα στην αποδοχή της (ΣτΕ 2344/2006, ΔΕΑ 66/2014, 2175/2012).

Με την 37/2008 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ, έγινε δεκτό ότι το διαρρεύσαν διάστημα από την έγερση ποινικής δίωξης εναντίον δημοσίου υπαλλήλου και η αβεβαιότητα ως προς το χρόνο της αμετακλήτου περαιώσεως της όλης διαδικασίας- η οποία θα έπρεπε, πάντως, να είχε περαιωθεί εντός ευλόγου χρόνου, σε συνδυασμό με το ότι ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου ισχύει το τεκμήριο αθωότητας, είχε συμπληρώσει τριακονταεπταετή συντάξιμη υπηρεσία, δικαιολογεί την παραδοχή ότι η αναστολή των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως (που έχει υποβάλλει) οδηγεί σε υπέρμετρο περιορισμό της βουλήσεως του υπαλλήλου, η οποία τελεί υπό την εγγύηση του άρθρου 5 του Συντάγματος, ως εκδήλωση του δικαιώματος ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητάς του και κατ’ακολουθία η Διοίκηση δεν είναι μεν υποχρεωμένη, αλλά και δεν κωλύεται να εξετάσει την περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως παραιτήσεως του υπαλλήλου χωρίς να αναμείνει την αμετάκλητη περαίωση της εναντίον του ασκηθείσας ποινικής διώξεως.

Μετά ταύτα, στις ανωτέρω περιπτώσεις, η Διοίκηση οφείλει να προχωρεί σε στάθμιση των αντιτιθέμενων ως άνω έννομων αγαθών, λαμβάνοντας υπόψη την απαξία των αδικημάτων για τα οποία ο υπάλληλος διώκεται ποινικά και πειθαρχικά, ειδικότερα, δύναται να εξετάσει αρχικά αν η ποινική ή και η πειθαρχική εκκρεμοδικία σε βάρος του είναι δυνατή να καταστήσει ως μη υποβληθείσα την αίτηση παραίτησής του, διότι εξυπηρετεί κάποιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι η αποτροπή υποβολής παραιτήσεων προς αποφυγή πειθαρχικής ποινής, δεν δύναται πλέον να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο δημοσίου συμφέροντος απόρριψης της αίτησης παραίτησης του υπαλλήλου, αφού και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης συνεχίζεται η αρξάμενη πειθαρχική διαδικασία με δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε ποινής, η οποία μετατρέπεται σε ποινή προστίμου αποδοχών και εκτελείται. Περαιτέρω, αφού εκτιμήσει τις ιδιαιτερότητες  εκάστης περίπτωσης, τις συνθήκες τέλεσης των ερευνώμενων αδικημάτων, την προσωπικότητα και υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου, έχει τη διακριτική ευχέρεια, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5 και 25, στα οποία κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία του ατόμου και η αρχή της αναλογικότητας και τη διάταξη του άρθρου 72Α του ΚΠΔ για το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και αφετέρου τις δυσμενείς συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει για τον αιτούντα η μη αποδοχή της παραίτησής του και η υποχρεωτική παραμονή του στην υπηρεσία, ενώ έχει θεμελιώσει, κατά τους ισχυρισμούς του, συνταξιοδοτικό δικαίωμα, να αποδεχθεί την αίτηση παραίτησής του ή αιτιολογημένα να απορρίψει αυτήν ή να αναβάλλει την έκδοση απόφασης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η εκδοθείσα για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος απόφαση (σχετική η υπ’ αριθμ. 74/2019 Γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

            * Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News