Ι. Καταρχήν, στη νομοθεσία δεν υπάρχει διάταξη που να υποχρεώνει τους μισθωτούς να παύσουν την εργασία τους, όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για να λάβουν σύνταξη γήρατος. Δεν υπάρχει ούτε αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη που να υποχρεώνει τον εργοδότη να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μισθωτού, μόλις ο τελευταίος συμπληρώσεις τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Συνεπακόλουθα, ακόμη και μετά τη λήψη της σύνταξης, ο μισθωτός δικαιούται να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του ( οπότε θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 4670/2020 με τις εκεί διακρίσεις ως προς την περικοπή ή την αναστολή της καταβολής των συντάξιμων αποδοχών του) κανονικώς στον εργοδότη ή να αναλάβει, το πρώτον, νέα εργασία.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α` του ν. 3198/1955 «Οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας ή, αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, το 65° έτος της ηλικίας τους (ήδη, από 1-1-2013, το 67ο έτος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ 4 περ.2 του ν. 4093/2012), αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση υπολογίζεται όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955».
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την εφαρμογή της απαιτείται: α) η σχέση εργασίας να είναι αορίστου χρόνου, β) ο εργαζόμενος να αποχωρεί ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας ή ορίου ηλικίας ( εν προκειμένω η θεμελίωση από τον εργαζόμενο δικαιώματος πλήρους σύνταξης γήρατος δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ΑΠ 242/2003) και γ) η αποχώρηση να γίνεται με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Ως εκ τούτου, την αποζημίωση δεν δικαιούνται εκείνοι, των οποίων η εργασιακή σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει σε περίπτωση σύμβασης κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, που προβλέπει την αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση προκαθορισμένου ορίου ηλικίας. Εν τούτοις, γίνεται δεκτό ότι και στην περίπτωση μιας τέτοιας σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν με τον κανονισμό έχει προβλεφθεί η δυνατότητα προώρου λύσεως αυτής, ενυπάρχει διαλυτική αίρεση. Οπότε, πληρωθείσης της αιρέσεως, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αόριστου χρόνου (Ολομ ΑΠ 1110/1986, ΑΠ 1137/2017). Η νομολογία δέχεται ότι τυχόν άρνηση του εργοδότη να συναινέσει στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του υπόκειται στη διάταξη του ΑΚ 281, περί καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος ( ΑΠ 434/1981, 1699/1998).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955, «μισθωτοί εν γένει, που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε οργανισμού για τη χορήγηση συντάξεως, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους ( και μόνο, ΑΠ 67/1991, 414/1991) συντάξεως γήρατος, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία εκ μέρους του εργοδότη τους, λαμβάνοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη. Για τη χορήγηση της αποζημίωσης αυτής εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν.δ. 3198/1955 ως και στις διατάξεις του ν. 2112/1920 όπως ισχύει, πλην εκείνων που αφορούν στην προειδοποίηση».
Αν και για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955 προϋποτίθεται ρητά μόνο η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, εξυπακούεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι αυτή αφορά και πάλι σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, με την επιφύλαξη της μετάπτωσης μίας συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου για την περίπτωση της πλήρωσης αιρέσεως, που αναφέρεται ανωτέρω (Ολομ ΑΠ 1110/1986).
IV. Πράγματι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η παροχή μιας εξαιρετικής δυνατότητας λύσεως της συμβάσεως εργασίας εξισορροπεί τα συμφέροντα εργοδότη και εργαζόμενου, διότι παρέχει υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα σε μειωμένη αποζημίωση (αντί της πλήρους, εάν την πρωτοβουλία της λύσεως είχε ο εργοδότης ή της απώλειας του σχετικού δικαιώματος, εάν την πρωτοβουλία είχε ο εργαζόμενος) και αποβλέπει, ταυτόχρονα,στην ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και στη δημιουργία κενών θέσεων εργασίας. Άλλωστε, δικαίωμα για τη λήψη αποζημιώσεως δεν παρέχεται στον εργαζόμενο, του οποίου η σύμβαση εργασίας διαρκεί μέχρι τη λήξη του χρόνου, που έχει προκαθορισθεί από τους συμβαλλόμενους ή από το νόμο ή τον κανονισμό που διέπει τις σχέσεις του προσωπικού μιας επιχείρησης, διότι στην περίπτωση αυτή η λύση της συμβάσεως επέρχεται αυτοδικαίως κατά το άρθρο 669 ΑΚ και ο μισθωτός ούτε "απομακρύνεται" από τον εργοδότη ούτε "αποχωρεί οικειοθελώς" από την υπηρεσία του.
Τέλος, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των εδαφίων α` και β` του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και την τελολογική ερμηνεία αυτών, η πρώτη είναι συμπληρωματική της δεύτερης και έχει εφαρμογή όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής εκείνης, οπότε με συνδρομή των διαφορετικών προϋποθέσεων του εδ. α` χορηγείται και πάλι η μειωμένη αποζημίωση (ΑΠ 686/2017, ΑΠ 311/2017, ΑΠ 229/2019).
Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/55, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διατάξεως προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού, γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη, συναγομένη εμμέσως από την συμπεριφορά του δηλούντος, ενόψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης ( ΑΠ 64/2023, ΑΠ 1345/2019, ΑΠ 353/2019, ΑΠ 262/11, ΑΠ 874/09). Η εν λόγω συναίνεση του εργοδότη, η οποία συνιστά συμφωνία, πρέπει να χορηγηθεί, έστω και σιωπηρά, πριν από και όχι ταυτόχρονα ή μετά την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του, άλλως δεν συνιστά συγκατάθεση, αλλά αποδοχή του δικαιώματος του μισθωτού να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας. Η εν λόγω δε προϋπόθεση δεν αναφέρεται στο εκ του νόμου δικαίωμα του εργαζομένου να καταγγείλει τη σύμβαση, αλλά αφορά την ανάληψη από τον εργοδότη της δαπάνης (κόστους) αποζημιώσεως, που διαφορετικά αυτός (εργοδότης) δεν θα είχε (ΑΠ 353/19, ΑΠ 426/16,(ΑΠ 2058/14) .
V. Τέλος, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 7590/1988 γνωμοδότηση της Νομικής Διεύθυνσης του τ. ΙΚA η οποία έγινα αποδεκτή από τον Διοικητή του Ιδρύματος με την από 1.9.1988 επισημειωματική πράξη του, καθώς και με τις οδηγίες που εκδόθηκαν για την εφαρμογή της, με το αρ. Α 40/27/20-9-1988 Γενικό Έγγραφο του τ. ΙΚΑ, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται ως αποζημίωση κατά την οικειοθελή αποχώρηση των απασχολούμενων από τις επιχειρήσεις δε θεωρούνται μισθός κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ 4 του Α.Ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 4476/1965 και του άρθρου 17 του Κανονισμού Ασφάλισης στο ΙΚΑ και δεν υπόκεινται σε υπέρ ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές ( ΔΕΝ 2023/σελ 1292)
* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.

