Δικηγορικό Γραφείο
Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: πότε η αθέμιτη κοινοποίησή τους ανάγεται σε ποινικό αδίκημα. Μια σύντομη διαδρομή από το ν. 2472/97 στον νέο νόμο 4624/2019 και το πρόσφατο άρθρο 346 του ΠΚ για την εκδικητική πορνογραφία (revenge porn).

Στην σύγχρονη εποχή της πληροφορίας και, ιδίως, της αδιάκοπης ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε προσωπικό και συλλογικό/ομαδικό επίπεδο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ευαίσθητα και μη) τυγχάνουν πιο εκτεθειμένα από ποτέ. Προσωπικές φωτογραφίες (συχνά γυμνού περιεχομένου), παρανόμως κτηθείσες βιντεοσκοπήσεις ερωτικών πράξεων, ιδιωτικές συνομιλίες, προσωπικά στοιχεία και διευθύνσεις, όλα μετατρέπονται δυστυχώς σε ένα επικίνδυνο μέσο εκβίασης, εκφοβισμού ή εκδίκησης σε βάρος του θύματος.

Τα παραπάνω έχουν παγιώσει, εδώ και χρόνια, την ανάγκη προστασίας όλων μας, ως φορέων τέτοιων δεδομένων, από το νόμο, τόσο σε αστικό όσο και σε ποινικό επίπεδο. Κατά κανόνα, δε, ως αξιόποινη κοινοποίηση δεδομένων προσωπικών χαρακτήρα (που συνιστά μία μόνον, αλλά και τη βαρύτερη ταυτόχρονα, μορφή παράνομης επεξεργασίας τους) μας έρχεται στο μυαλό prima facie η εν γένει, άνευ συγκατάθεσης του φορέα τους, διάδοση/ανακοίνωση τέτοιων δεδομένων ενώπιον τρίτων, δίχως ανάγκη διερεύνησης κάποιου περαιτέρω απαιτούμενου κριτηρίου.

Στη νομική πραγματικότητα, εντούτοις, η αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς (όσο και η οριοθέτησή της μεταξύ αστικής και ποινικής απαξίας) αποκτά συνήθως έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα. Έτσι, προκειμένου η «διαρροή» προσωπικών δεδομένων (ακόμη και ευαίσθητων) να αναχθεί σε ποινικό αδίκημα απαιτείται η συνδρομή και κάποιων επιπρόσθετων προϋποθέσεων.

Πράγματι, για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παράνομης ανακοίνωσης προσωπικών δεδομένων κατά το άλλοτε (και πλέον καταργηθέν) άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 2472/97, απαιτούταν ο υπαίτιος να προέβη, αρχικώς, σε αθέμιτη έρευνα κάποιου αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή τις επίμαχες πληροφορίες να του τις έχει μεταδώσει κάποιος που επενέβη κατά τον αυτό τρόπο (της αθέμιτης έρευνας και παρέμβασης) σε αντίστοιχο αρχείο. Άλλως, οι πληροφορίες αυτές τεκμαιρόταν ότι δεν συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 2 παρ. α΄ και β’ ως άνω νόμου, διότι ελλείπει η προϋπόθεση του αρχείου, ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος (πάγια νομολογία ποινικών δικαστηρίων, ενδεικτικά αναφέρονται οι ΑΠ 2000/2019, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1187/09 και ΑΠ 2079/07 ).

Έτσι, για την συγκρότηση του εν λόγω αδικήματος απαιτούταν υπό τον προηγούμενο νόμο η, εκ μέρους του δράστη, εισβολή σε αρχείο να είναι αυθαίρετη, καθώς μόνον δια της περαιτέρω χρησιμοποίησης μιας τέτοιας αυθαίρετης επεμβάσεως μπορούσε να τελεστεί η ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Συνεπώς, εάν δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση τούτη, αλλά αντιθέτως ο δράστης γνώριζε τα κοινοποιηθέντα αρχεία από μόνος με νόμιμο τρόπο (επειδή, λχ., αυτά του τα κοινοποίησε ο δικαιούχος τους με τη συναίνεσή του, ή επειδή τα κατέχει εκ της εργασίας του και ο φορέας τους το γνώριζε και το αποδεχόταν), τότε η πράξη κρινόταν ότι δεν στοιχειοθετείται ποινικώς (ΑΠ 2000/2019 ΑΠ 1370/2010 ΑΠ 1564/2010 ΑΠ 1381/09 , ΑΠ 1187/09 και ΑΠ 2079/07 ).

Χαρακτηριστική, επί του θέματος, είναι η ΑΠ 474/2016 όπου (ισχύοντος, ακόμα, του ν. 2472/97) έγιναν δεκτά όλα τα παραπάνω. Απλώς εκεί κρίθηκε πως πράγματι υπήρξε αυθαίρετη παρέμβαση (και, άρα, τελέστηκε το ανωτέρω έγκλημα) λόγω κοινοποίησης, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας, ενός βίντεο που εμφανίζει ερωτική συνεύρεση της με συμμαθητή της, το οποίο, ωστόσο, είχε προηγουμένως υποκλαπεί, ηλεκτρονικώς, από το κινητό της και, έπειτα, απεστάλη σε τρίτους (οπότε, σε εκείνη την περίπτωση, υπήρξε πράγματι παράνομη επέμβαση σε αρχείο).

Παρόλα αυτά, η ανωτέρω παραδοχή δεν υπήρξε πάγια και αταλάντευτη, αφού η Ποινική Δικαιοσύνη είχε επανειλημμένως αποστεί από την εν λόγω θέση, δεχόμενη (υπό τον προγενέστερο ως άνω νόμο) ότι η προϋπόθεση της προηγηθείσας αθέμιτης επέμβασης σε αρχείο δεν απαιτούταν υποχρεωτικώς για το αξιόποινο της εν συνεχεία μετάδοσης/κοινοποίησης κτλ. των επίμαχων προσωπικών δεδομένων (έτσι οι ΑΠ 1372/2015 και ΑΠ 612/2017 ), παρά μόνον για τη στοιχειοθέτηση της πρώτης παραλλαγής του συγκεκριμένου αδικήματος, ως τούτη τυποποιούταν στο άρθρο 22 παρ. 4 εδ. α΄ ν.2472/97 («όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα») .

[1] Όλες δημοσιευμένες στην ΤραπΝομΠληρ. ΔΣΑ
[2] ΤραπΝομΠληρ ΔΣΑ
[3] ΠοινΧρ 2011, σελ. 452
[4] ΠοινΧρ ΞΑ/591
[5] ΤραπΝομΠληρ Νόμος
[6] ΤραπΝομΠληρ ΔΣΑ,
[7] ΠΧρ ΝΗ, σελ. 312
[8] ΤραπΝομΠληρ ΔΣΑ
[9] ΠοινΧρ 2017, σελ. 341.
[10] ΠοινΔικ 2018, σελ. 692


Η ρευστότητα ως προς την ανάγκη (ή μη) ύπαρξης της ανωτέρω προϋπόθεσης, τελικώς, προκειμένου η αθέμιτη κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων να λογίζεται ως ποινικό αδίκημα, και η εξ αυτής ανασφάλεια δικαίου, αντιμετωπίστηκε με την εφαρμογή του νέου ν. 4624/2019 (που αντικατέστησε τον ως άνω ν. 2472/97). Στο άρθρο 38 παρ. 1 εδ. α’ αυτού, λοιπόν, ορίζεται ότι «όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών (…..) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη», ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 εδ. α΄ του ως άνω άρθρου «όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».

Έτσι, είναι σαφές ότι ως υποχρεωτική προϋπόθεση του αξιοποίνου της κοινοποίησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα τίθεται, ρητώς πλέον, υπό τον νέο ν. 4624/2019, η χωρίς δικαίωμα επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με κάθε άλλη μορφή επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων να τίθεται εκτός πεδίου ποινικής απαξίας, με βάση την συγκεκριμένη ως άνω διάταξη . Αυτό επικυρώνεται και από την νεότερη (υπό τον ν.4624/2019 πλέον) ποινική νομολογία, με την οποία γίνεται παγίως δεκτό:

Αφενός μεν, ότι οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου περιέχουν ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση, αφού το άρθρο 38 παρ. 2 αυτού, ως προς την αντικειμενική υπόσταση της μετάδοσης, ανακοίνωσης κλπ. δεδομένων, προσθέτει υποχρεωτικώς το επιπλέον στοιχείο της απόκτησης αυτών σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α! του αυτού άρθρου, δηλαδή την απόκτηση με την, χωρίς δικαίωμα, επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο (έτσι ΑΠ 505/2020 ),

[11] βλ. και Β.Τζαλαβρά, Μ.Δ.Ε. Ποινικών Επιστημών: Η μη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της χωρίς δικαίωμα διάδοσης μέσω του διαδικτύου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δίχως προηγούμενη επέμβαση σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, ΠοινΧρ 2021, σελ. 312 επ.
[12] έτσι Γ.Νούσκαλης: Τα όρια του αδίκου στις πράξεις της «χωρίς δικαίωμα επέμβασης/χρησιμοποίησης/διάθεσης» συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τον ν.4624/2019, ΠοινΔικ 2022, σελ. 354-355)

Αφετέρου, δε, ότι η, κατά τα άνω, επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, τέτοια, δε, ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4624/2019, η χωρίς δικαίωμα «εισβολή-εισχώρηση απ' έξω» σε συστήματα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος μιας τέτοιας εισβολής-επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της. Οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια "εισβολή" ή "είσοδος" και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση (δική του ή τρίτου από τον οποίο τα έλαβε), τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α΄ ν.4624/2019 (έτσι ΑΠ 426/2022, ΑΠ 686/2021 και ΑΠ 96/2020 ).

Ομολογουμένως, οι ανωτέρω διατάξεις, τόσο του προϊσχύσαντος όσο και του παρόντος νόμου, προκαλούν εύλογο (νομικό και μη) προβληματισμό ως προς το επίπεδο προστασίας του εκάστοτε πληττόμενου από τέτοιες συμπεριφορές, ιδίως στην σημερινή εποχή του διαδικτύου. Αφού, εάν κάποιος κατέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύννομα (δηλαδή εν γνώσει και με τη συγκατάθεση της/του φορέα τους ή έχοντας έννομο συμφέρον για την συλλογή τους), δίχως να επέμβει αυθαίρετα σε κάποιο αρχείο τήρησής τους για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά, και εν συνεχεία τα προωθήσει εν αγνοία και χωρίς τη θέληση του φορέα τους σε τρίτους, τότε με βάση τις ανωτέρω διαχρονικές ποινικές διατάξεις των ειδικών νόμων περί προσωπικών δεδομένων δεν διαπράττει ποινικό αδίκημα. Παρέχει, όμως, η εν λόγω νομοθετική αντιμετώπιση επαρκή προστασία στον εκάστοτε παθόντα/παθούσα (ιδίως στις γυναίκες που αποτελούν συνηθέστερα και πιο ευάλωτα θύματα τέτοιων πράξεων);

Ας σκεφτούμε, λ.χ. κάποιον που διατηρεί στην συσκευή του κινητού του τηλεφώνου ένα βίντεο όπου έχει καταγραφεί ερωτική συνεύρεσή του με την σύντροφό του, γεγονός που η ίδια γνωρίζει και αποδέχεται, με την προϋπόθεση να μην κοινοποιηθεί σε κανέναν (παρά να το κατέχει ο ίδιος στη συσκευή του τηλεφώνου του μόνον για ιδιωτική τους χρήση). Εν συνεχεία, ωστόσο, εκείνος το αποστέλλει, εν αγνοία της, ηλεκτρονικά σε τρίτους (λ.χ. σε κάποια ομαδική συνομιλία με φίλους του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ή σε κάποια πορνογραφική ιστοσελίδα). Με τα ανωτέρω νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα, ο συγκεκριμένος δράστης δεν ευθύνεται ποινικώς (τουλάχιστον σύμφωνα με τους ανωτέρω ειδικούς νόμους περί προσωπικών δεδομένων). Και τούτο διότι η, μετά από κοινή συμφωνία, καταγραφή που οδηγεί σε άμεση αποθήκευση των δεδομένων από τον δράστη δεν προϋποθέτει την γνώση αυτών δυνάμει έξωθεν επέμβασης σε αρχείο, γεγονός που αυτομάτως θέτει την επεξεργασία αυτή εκτός εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR) . Ο δράστης δεν χρειάζεται να «υπερπηδήσει εμπόδια» για να έχει πρόσβαση στα δεδομένα, αντιθέτως διαμορφώνει ο ίδιος το σύστημα αρχειοθέτησης .

[13] ΤραπΝομΠληρ ΔΣΑ
[14] ΤραπΝομΠληρ ΔΣΑ

Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι η ειδική νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της ποινικής προέκτασης τέτοιων έκνομων συμπεριφορών. Ειδικώς, δε, όταν τα δημοσιοποιούμενα δεδομένα αφορούν στην γενετήσια ελευθερία και σεξουαλική αυτοδιάθεση και, ως εκ τούτου, καθίστανται ιδιαίτερα ευαίσθητα και αυστηρώς προστατευτέα. Επ’ αυτού, άλλωστε, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι οι εν λόγω πράξεις δεν υπάγονται ούτε στην εφαρμογή του άρθρου 370Α παρ. 2 και 3 του Ποινικού Κώδικα (περί αθέμιτης αποτύπωσης σε υλικό φορέα μη δημόσιας πράξης άλλου και εν συνεχεία αθέμιτης χρήσης της εν λόγω πληροφορίας ενώπιον τρίτων), αφού και αυτή η διάταξη απαιτεί η εξαρχής αποτύπωση (καταγραφή) να λαμβάνει χώρα άνευ δικαιώματος (εν αγνοία και χωρίς συναίνεση του προσώπου στο οποίο αφορά η ιδιωτική πράξη) .

Η ανάγκη επίλυσης των ζητημάτων αυτών αποτυπώθηκε στη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 346 ΠΚ περί εκδικητικής πορνογραφίας (revenge porn), στην οποία τυποποιείται ως (ποινικώς) αξιόποινη πράξη η μη συναινετική κοινολόγηση ή ανάρτηση σε κοινή θέα (και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος εφόσον η εν λόγω δημοσιοποίηση συντελείται με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης) προσωπικών εικόνων ή οπτικοακουστικού υλικού (βίντεο, ηχογράφηση κτλ.) που ανάγονται στη γενετήσια ζωή και αυτοδιάθεση της παθούσας/παθόντος, ακόμη και αν αυτές δημιουργήθηκαν με τη συναίνεσή της . Με λίγα λόγια ο δράστης τιμωρείται ακόμη και αν αρχικά κατέχει νομίμως τέτοιου είδους ευαίσθητα δεδομένα τα οποία, εν συνεχεία, δημοσιοποιεί αθέμιτα. Η εν λόγω διάταξη, λοιπόν, έρχεται προκειμένου να καταστήσει τιμωρητές, και ορθώς, τις περιπτώσεις πορνογραφίας που δεν δύνανται, κατά τα όσα αναλύθηκαν, να υπαχθούν στις ανωτέρω ειδικές ποινικές διατάξεις περί παράνομης κοινοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα . Αναβαθμίζοντας, μάλιστα, την απαξία τέτοιων συμπεριφορών σε μορφή έμφυλης βίας .

[15] Γ. Τσόλιας, Δικηγόρος ΜΔΕ, Τακτικό Μέλος ΑΠΔΠΧ, Ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων, αποκλειστικά προσωπική δραστηριότητα και revenge porn - με αφορμή την ΑΠ 686/2021, ΠοινΔικ 2022, σελ. 358-369
[16] Έτσι Β.Τζαλαβρά, Μ.Δ.Ε. Ποινικών Επιστημών: Η μη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της χωρίς δικαίωμα διάδοσης μέσω του διαδικτύου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δίχως προηγούμενη επέμβαση σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, ΠοινΧρ 2021, σελ. 312 επ. χαρακτήρα δίχως προηγούμενη επέμβαση
[17] Β.Τζαλαβρά, ως ανωτ.

Κατά τα λοιπά, κάθε τυχόν κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων που δεν αφορούν σε περιεχόμενο γενετήσιου χαρακτήρα εξακολουθεί να αξιολογείται υπό την ανωτέρω αυστηρή προϋπόθεση της εξαρχής αυθαίρετης απόκτησής τους από τον δράστη ή της λήψης τους από άλλον, τρίτο, που τα απέκτησε αυθαίρετα.

[18] Τ.Καζής, Δικηγόρος, Revenge Porn, νέα διάταξη για την εκδικητική πορνογραφία (άρθρο 346 ΠΚ), syntagmawatch.gr
[19] Έτσι και Τ.Καζής, ως ανωτ.
[20] Γ.Τσόλιας, ως ανωτ.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News