Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας περιλαμβάνουν δύο διαφορετικής φύσεως ειδικότερα δικαιώματα, ήτοι το ηθικό δικαίωμα που έχει προσωπικό χαρακτήρα και προστατεύει τον προσωπικό δεσμό μεταξύ δημιουργού και έργου, και το περιουσιακό δικαίωμα που έχει οικονομική αξία και καθιστά κάθε έργο δεκτικό εμπορικής/οικονομικής εκμετάλλευσης. Ο Νόμος 2121/1993, όπως ισχύει σήμερα, είναι το θεμελιώδες νομοθέτημα που ρυθμίζει το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και την προστασία της παρεπόμενης κατηγορίας δικαιωμάτων, αυτών της συγγενικής ιδιοκτησίας. Λόγω της ευρείας ύπαρξης δικαιούχων πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, θα περιοριστεί η περιγραφή των συμβατικών αξιώσεων αμοιβής στους δικαιούχους της μουσικής βιομηχανίας.
Σε ένα πρώτο στάδιο, είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στις κατηγορίες των δικαιούχων της μουσικής βιομηχανίας. Από τη μία πλευρά, δικαιούχοι είναι οι δημιουργοί (συνθέτες και στιχουργοί) μουσικών έργων, δηλαδή μουσικών συνθέσεων (μελωδίας, αρμονίας) με στίχους ή χωρίς, οι οποίοι υπόκεινται στην προστασία των διατάξεων για την πνευματική ιδιοκτησία (άρθρα 3 και 4 Ν. 2121/1993 υπό την ισχύουσα μορφή), ενώ, από την άλλη πλευρά, κατ’ ακολουθίαν δικαιούχοι είναι οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ήτοι οι τραγουδιστές και οι μουσικοί, των οποίων η ερμηνεία/εκτέλεση των μουσικών έργων προστατεύεται από ειδικότερες διατάξεις για τα συγγενικά δικαιώματα (άρθρο 46 Ν. 2121/1993 υπό την ισχύουσα μορφή).
Οι αξιώσεις των ανωτέρω κατηγοριών δικαιούχων για αμοιβή είναι κατά κανόνα συμβατικές, πέρα από ορισμένες εκ του νόμου προβλέψεις υποχρεωτικής αμοιβής. Γίνεται λόγος εδώ για πράξεις εκμετάλλευσης που συνιστούν επέμβαση στα απόλυτα και αποκλειστικά δικαιώματα των δημιουργών και των ερμηνευτών καλλιτεχνών, οπότε η αμοιβή έρχεται ως αντιπαροχή για την παραχώρηση εξουσιών εκμετάλλευσης των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Εάν, επομένως, πραγματοποιείται εκμετάλλευση έργων χωρίς την ύπαρξη αμοιβής υπέρ των δημιουργών και των ερμηνευτών, τότε υπάρχει προσβολή του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η παραχώρηση της εκμετάλλευσης του περιουσιακού χαρακτήρα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί κατ’ αρχήν να λάβει τις ακόλουθες μορφές. Αρχικά, στο άρθρο 12 παρ.1 του Ν. 2121/1993 προβλέπεται η δυνατότητα μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος μεταξύ ζώντων ή αιτία θανάτου. Αντιθέτως, ο ηθικός χαρακτήρας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι αμεταβίβαστος μεταξύ ζώντων, και μόνο μετά το θάνατο του δημιουργού μπορεί να μεταβιβαστεί στους κληρονόμους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να το ασκούν σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού (άρθρο 12 παρ.2 Ν.2121/1993). Η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος διέπεται από τις διατάξεις του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Δεύτερη μορφή εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος είναι οι συμβάσεις εκμετάλλευσης (άρθρο 13 παρ.1 Ν.2121/1993), σύμφωνα με τις οποίες ο δημιουργός του έργου αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και ο δεύτερος αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει ορισμένες εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα. Οι άδειες εκμετάλλευσης είναι η τρίτη μορφή εκμετάλλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 13 παρ.2 του Ν.2121/1993, και έχουν ως αντικείμενο την παροχή στον αντισυμβαλλόμενο της δυνατότητας εκμετάλλευσης του έργου χωρίς την υποχρεωτικότητα των συμβάσεων εκμετάλλευσης και με μόνη συνέπεια, την καταβολή στο δημιουργό αντιπαροχής για τη σχετική εκμετάλλευση.
Οι ανωτέρω μορφές παραχώρησης της εκμετάλλευσης των μουσικών έργων μπορεί να δώσουν στους αντισυμβαλλόμενους εξουσίες που μπορεί να υποβαθμίσουν τη θέση του πνευματικού δημιουργού ή του ερμηνευτή καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και ο νομοθέτης προέβλεψε ορισμένες διατάξεις με προστατευτική χροιά για τους δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών. Αρχικά, με ρητές διατάξεις, ακόμα και αν υπάρξει ολική μεταβίβαση της εξουσίας εκμετάλλευσης του έργου, ο δημιουργός διατηρεί πάντοτε το ηθικό δικαίωμα επί του έργου του, ενώ απαγορεύεται η κατάρτιση συμβάσεων που αφορούν το σύνολο των μελλοντικών έργων και παραμένουν στον ίδιο οι εξουσίες που ήταν άγνωστες κατά τον χρόνο μεταβίβασης (άρθρο 13 παρ.5 Ν.2121/1993). Επιπλέον, στο άρθρο 14 του Ν.2121/1993 καθιερώνεται ως γενικός κανόνας ο έγγραφος τύπος για κάθε δικαιοπραξία που αφορά το περιουσιακό δικαίωμα, την ανάθεση ή την άδεια εκμετάλλευσης και την άσκηση του ηθικού δικαιώματος. Ο έγγραφος τύπος έχει συστατικό χαρακτήρα αφού ρητά προβλέπεται ότι η μη τήρησή του επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας, την οποία μπορεί να επικαλεσθεί μόνο ο δημιουργός. Η διάταξή αυτή είναι μεν δεσμευτική για τη συμβατική ελευθερία του δημιουργού, τον προστατεύει δε ιδιαίτερα, διότι τον αποτρέπει από την επιπόλαιη και με δυσμενείς όρους απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων του. Περαιτέρω, η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος, οι συμβάσεις ή άδειες εκμετάλλευσης μπορούν να είναι περιορισμένες από την άποψη των εξουσιών, του σκοπού, της διάρκειας, της τοπικής ισχύος, της έκτασης ή των μέσων εκμετάλλευσης, γεγονός που συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν.2121/1993. Όσον αφορά δε τη μεταβίβαση της κυριότητας του υλικού φορέα, προβλέπεται στο άρθρο 17 του ιδίου ως άνω νόμου ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του υλικού φορέα δεν επιφέρει μεταβίβαση περιουσιακού δικαιώματος και δεν δίνει στο νέο κτήτορα καμία από τις εξουσίες εκμετάλλευσης του έργου, εκτός αν έχει συμφωνηθεί, πάντοτε εγγράφως, κάτι διαφορετικό.
Για τις ανωτέρω περιπτώσεις παραχώρησης του δικαιώματος εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος του δημιουργού, στο άρθρο 32 παρ.1 του Ν.2121/1993 ο νομοθέτης καθιέρωσε ως γενικό κανόνα την ποσοστιαία αμοιβή. Ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι: «Όταν ο δημιουργός συνάπτει σύμβαση εκμετάλλευσης ή παραχωρεί άδεια εκμετάλλευσης ή μεταβιβάζει τα περιουσιακά του δικαιώματα προς τον σκοπό της εκμετάλλευσης του έργου του λαμβάνει δέουσα και αναλογική αμοιβή, η οποία προσδιορίζεται σε ορισμένο ποσοστό». Εξαιρέσεις του ως άνω κανόνα προβλέπονται ρητά στην παρ.2 του ιδίου άρθρου, όπου και ορίζεται ότι: «Η υποχρεωτική συμφωνία της αμοιβής σε ποσοστό, που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη διάταξη στον παρόντα νόμο, και δεν αφορά τα έργα που δημιουργήθηκαν από μισθωτούς σε εκτέλεση σύμβασης εργασίας, τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και κάθε είδους διαφήμιση». Γίνεται αντιληπτό, συνεπώς, ότι η συμφωνία της αμοιβής σε ποσοστό είναι υποχρεωτική για τα μέρη. Μάλιστα, η διάταξη αυτή για την ποσοστιαία αμοιβή είναι αναγκαστικού δικαίου, αφού το άρθρο 39 Ν.2121/1993 κηρύσσει μερικά άκυρες τις αντίθετες συμφωνίες, εφόσον βέβαια δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στο νόμο.
Βάση για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοστού αμοιβής του δημιουργού είναι «όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή τα συνδυασμένα ακαθάριστα έσοδα και έξοδα, που πραγματοποιούνται από την δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου και προέρχονται από την εκμετάλλευση του έργου» (άρθρο 32 παρ.1 εδ.β Ν.2121/1993). Ο νομοθέτης λοιπόν, έδωσε την επιλογή μιας εκ των τριών βάσεων υπολογισμού του ποσοστού της αμοιβής του, ήτοι τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή το συνδυασμό ακαθάριστων εσόδων και εξόδων.
Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να συμφωνηθεί κατ’ αποκοπήν αμοιβή, δηλαδή να οριστεί σε ένα συγκεκριμένο ποσό, το ύψος του οποίου πρέπει να είναι δέον και αναλογικό, και το οποίο καταβάλλεται άπαξ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- αν η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής είναι πρακτικά αδύνατο να προσδιοριστεί ή λείπουν τα μέσα ελέγχου για την εφαρμογή του ποσοστού, ή
- αν τα έξοδα που απαιτούνται για τον υπολογισμό και τον έλεγχο είναι δυσανάλογα με την αμοιβή που πρόκειται να εισπραχθεί, ή
- αν η φύση ή οι συνθήκες της εκμετάλλευσης καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή του ποσοστού, ιδίως όταν η συμβολή του δημιουργού δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συνόλου του πνευματικού δημιουργήματος ή όταν η χρήση του έργου έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με το αντικείμενο της εκμετάλλευσης ή
- αν υπάρχει ειδικότερη διάταξη στο νόμο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί η αόριστη νομική έννοια της δέουσας και αναλογικής αμοιβής του δημιουργού που προβλέπεται στο άρθρο 32 του Ν.2121/1993. Αρχικά, στην Αιτιολογική Σκέψη 73 της Οδηγίας 2019/790 αναφέρεται ότι «Η αμοιβή των δημιουργών και των ερμηνευτών θα πρέπει να είναι κατάλληλη και αναλογική προς την πραγματική ή δυνητική οικονομική αξία των δικαιωμάτων για τα οποία χορηγείται άδεια χρήσης ή τα οποία μεταβιβάζονται, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή του δημιουργού ή του ερμηνευτή στο συνολικό έργο ή άλλο αντικείμενο προστασίας και όλες τις άλλες περιστάσεις της υπόθεσης, όπως οι πρακτικές της αγοράς ή η πραγματική εκμετάλλευση του έργου. [...] Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν την αρχή της κατάλληλης και αναλογικής αμοιβής μέσω διαφορετικών υφιστάμενων ή νέων μηχανισμών που εισάγονται, οι οποίοι μπορούν να περιλαμβάνουν συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλους μηχανισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης». Προϋπόθεση, συνεπώς, αποτελεί η ad hoc κρίση σχετικά με τον προσδιορισμό κάθε φορά της δέουσας και αναλογικής αμοιβής, την οποία, αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν τα συμβαλλόμενα μέρη, θα αναλάβει η αρμόδια δικαστική αρχή να κρίνει.
Αντίστοιχα, οι προαναφερθείσες διατάξεις περί συμβατικής αμοιβής των δημιουργών εφαρμόζονται αναλόγως και στις άδειες και συμβάσεις εκμετάλλευσης που συνάπτουν οι ερμηνευτές καλλιτέχνες (άρθρο 46 παρ.6 Ν.2121/1993, όπως ισχύει). Είναι αξιοσημείωτο στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η επέκταση των διατάξεων αυτών και στους ερμηνευτές καλλιτέχνες έγινε πολύ πρόσφατα με τον Ν.4996/2022, όπου σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 27 «Στο άρθρο 46 του ν. 2121/1993 μετά από την παρ. 5 προστίθεται παρ. 6 ως εξής: «6. Τα άρθρα 15Α, 15Β, 32, 32Α, 39 και 39Α εφαρμόζονται αναλόγως και στις άδειες και συμβάσεις εκμετάλλευσης που συνάπτουν οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες». Γίνεται κατανοητό ότι τα οφέλη για τους ερμηνευτές καλλιτέχνες είναι πολλαπλά και καθιερώνεται νόμιμος τρόπος είτε καταβολής υποχρεωτικής ποσοστιαίας αμοιβής -με τις αντίστοιχες εξαιρέσεις- είτε αξίωσης της δέουσας και αναλογικής αμοιβής που πρέπει να λάβουν.
Τέλος, πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι ο δημιουργός ή ο ερμηνευτής έχει αξίωση για καταβολή της (ποσοστιαίας) αμοιβής μόνο έναντι του αντισυμβαλλομένου του και όχι κατά του τρίτου ο οποίος τελικά εκμεταλλεύεται το έργο/φωνογράφημα (αρχή της σχετικότητας των συμβατικών ενοχών). Επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος καταβολής στον δικαιούχο ποσοστού επί ποσοστού κι επειδή είναι δύσκολο να ελέγχεται συστηματικά ο περαιτέρω τρόπος διάθεσης των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, συμφέρουσα λύση είναι η προσθήκη επί των συμβατικών σχέσεων του όρου για υπολογισμό της ποσοστιαίας αμοιβής ‘at source’, δηλαδή επί του αρχικού ποσού που καταβάλει ο χρήστης.

