Δικηγορικό Γραφείο
Η αγωγή καταδίκης σε δήλωση βούλησης και το προσύμφωνο πώλησης ακινήτου - Η δυνατότητα πλαγιαστικής άσκησης της σχετικής αξίωσης

Με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση νομικής πράξεως, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βουλήσεως. Η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στην αξιούμενη δικαιοπραξία, απορρέουσα είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 ΑΚ) είτε από σύμβαση την οποία ο νόμος (π.χ. τα άρθρα 166, 361 ΑΚ) εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Συνήθως έχει ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας, από ορισμένες οριστικές δικαιοπραξίες περιουσιακού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων και η εργολαβική σύμβαση, ενώ, αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 1396/2005). Με την τελεσιδικία δε της σχετικής αποφάσεως αναπληρώνεται μόνον η δήλωση βουλήσεως του εναγομένου και όχι η δικαιοπραξία στο σύνολό της.

Εξάλλου, την ιστορική βάση της αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως συνθέτουν τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου προς επιχείρηση της οφειλομένης δηλώσεως βουλήσεως. Η αξίωση αυτή μπορεί να είναι, όπως προεκτέθηκε, είτε δικαιοπρακτική είτε νόμιμη. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται να εκτίθενται τα γεγονότα που αφορούν στην έγκυρη σύναψη της δικαιοπραξίας, η οποία αποτελεί τον παραγωγικό λόγο της αξιώσεως. Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που πληρούν τη νομοτυπική μορφή της συγκεκριμένης διατάξεως από την οποία πηγάζει η επίδικη αξίωση. Αναγκαία είναι επίσης σε κάθε περίπτωση η επίκληση του ληξιπροθέσμου της αξιώσεως. Η έκθεση των παραπάνω κρισίμων στοιχείων επιβάλλεται να είναι σε κάθε περίπτωση σαφής, ακριβής και πλήρης για να είναι η αγωγή ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως (ΠΠρΘεσ 8215/199).
Η απόφαση αναπληρώνει μόνο τη δήλωση που είχε υποχρέωση να κάνει ο εναγόμενος. Εφόσον πρόκειται για δήλωση, η οποία πρέπει για το έγκυρο αυτής να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο ( π.χ. μεταβίβαση ακινήτου), τη δήλωση αυτή ο ενάγων πρέπει να την αποδεχτεί ομοίως με συμβολαιογρα¬φικό έγγραφο, το οποίο θα κοινοποιήσει στον εναγόμενο (ΑΚ 192). Για αυτό, θα μεταγραφούν τόσο η τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση (ΑΚ 1192 αρ. 4), όσο και η συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής του ενάγοντα (ΑΚ 1192 αρ. 1).

Όταν ο ενάγων ζητεί να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε δήλωση της βούλησης, το επίδικο δικαίωμα δεν είναι διαπλαστικό, αλλά έχει χαρακτήρα αξίωσης του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου να κάνει τη ζητούμενη δήλωση. Η απόφαση λοιπόν που εκδίδεται σχετικά είναι καταψηφιστική. Απλώς ο τρόπος της αναγκαστικής εκτέλεσής της, με το άρθρο 949, δεν απαιτεί τη σύμπραξη εκτελεστικών οργάνων.

Οι καταψηφιστικές αποφάσεις εκτελούνται εναντίον εκείνων των προσώπων, τα οποία δεσμεύονται από το δεδικασμένο (919 αρ. 1 ΚΠολΔ). Τέτοιο πρόσωπο είναι και ο ειδικός διάδοχος του εναγομένου (325 αρ. 2 ΚΠολΔ). Αλλά η δέσμευση αυτή του ειδικού διαδόχου δε δημιουργείται με οποιαδήποτε διαδοχή, παρά μόνο αν αφορά στο επί¬δικο δικαίωμα και μόνο ως προς την ισχύ του δικαιώματος αυτού.

Εξάλλου, η αγωγή εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βουλήσεως και σε καταψηφιστική όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βουλήσεως. Τέλος, σε περίπτωση που η εν λόγω αγωγή (εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ) έχει καταψηφιστικό αίτημα, αυτή υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (ΕφΠειρ 454/2019).

-Περαιτέρω, κατά το άρθρο 166 ΑΚ, καταρτισμένη σύμβαση αποτελεί και το προσύμφωνο, με το οποίο δημιουργείται τέλεια ενοχή, ήτοι γεννώνται υποχρεώσεις και από τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας συμβάσεως, οι υποχρεώσεις δε αυτές είναι αγώγιμες και καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούται να εγείρει αγωγή με αίτημα την, κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, η οποία θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Η τελευταία αυτή αγωγή μπορεί να εγερθεί και στην περίπτωση που είχε προσυμφωνηθεί να πωληθεί πράγμα το οποίο, κατά το χρόνο καταρτίσεως του προσυμφώνου, δεν ανήκει στην κυριότητα του προσυμφωνήσαντος-πωλητή, γιατί η συμφωνία πωλήσεως ακόμα και ξένου πράγματος, παρόλο που αποτελεί περίπτωση αρχικής υποκειμενικής αδυναμίας, είναι έγκυρη και ο πωλητής είναι υποχρεωμένος να αποκτήσει το πράγμα και να παραδώσει τη νομή τούτου στον αγοραστή. Ακόμη προκειμένου μία συμφωνία να χαρακτηρισθεί ως προσύμφωνο, δεν είναι ανάγκη να δηλώνεται πανηγυρικά η υποχρέωση που αναλαμβάνεται με αυτό για τη σύναψη της κυρίας σύμβασης, αλλά αρκεί αυτή να προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενό της. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 166 ΑΚ, το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για την κυρία σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, η σχετική σύμβαση είναι άκυρη κατ' άρθρο 159 ΑΚ και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Σύμφωνα με τα άρθρα 369 και 1033 ΑΚ για την πώληση και τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επομένως, στον τύπο αυτό υποβάλλεται και το προσύμφωνο, το οποίο αφορά τέτοια σύμβαση. Κατά συνέπεια, αφού η αγωγή από το άρθρο 949 ΚΠολΔ προϋποθέτει υποχρέωση του εναγόμενου από σύμβαση ή απευθείας από το νόμο, δεν επιτρέπεται καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως του εναγομένου που συμφώνησε άτυπα την πώληση ακινήτου, διότι η συμφωνία αυτή για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο λόγω της ακυρότητας της θεωρείται σαν να μην έγινε. Η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όταν τα περιστατικά υποβάλλονται σ'αυτό, διότι οι διατάξεις για τον τύπο των δικαιοπραξιών είναι δημοσίας τάξεως.

-Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ κατά την οποία "οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτου τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του", συνάγεται, ότι, προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέως (οφειλέτης) του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ' αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου δια της πλαγιαστικής αγωγής) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου. Από την ίδια παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι η αγωγή καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως μπορεί να ασκηθεί και πλαγιαστικά ( ΑΠ 499/2011).

* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News