Είναι γεγονός ότι δεν υφίσταται διάταξη νόμου που να απαγορεύει την καταγγελία από τον εργοδότη της σύμβασης εργασίας του μισθωτού κατά τη διάρκεια της ασθένειας του. Εντούτοις, η ασθένεια του εργαζομένου, αυτή καθ’ εαυτή, δεν δικαιολογεί την καταγγελία, είναι όμως κρίσιμες οι δυσμενείς επιδράσεις στην εργασιακή σχέση και γενικότερα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης που προκαλούνται από την οφειλόμενη σε ασθένεια του εργαζομένου απουσία του ή τη μείωση της ικανότητας να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία. Έτσι, η ασθένεια του εργαζομένου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, η οποία δεν μπορεί να αποκρουστεί με τον ισχυρισμό ότι γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος του εργοδότη.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ασθενήσαντος μισθωτού δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κύρωση σε βάρος αυτού, για τις απουσίες που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Όσο σοβαρή και αν είναι η ασθένεια του εργαζομένου και όσο μακροχρόνια η απουσία του από την εργασία λόγω της ασθένειάς του, δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη λύση της σύμβασης εργασίας με καταγγελία του εργοδότη, αν κατά το χρόνο που αυτή γίνεται ο εργαζόμενος έχει θεραπευτεί ή αναμένεται σε σύντομο χρόνο θεραπεία του και η καταγγελία που γίνεται υπό τις περιστάσεις αυτές είναι άκυρη, ως αντικείμενη στο άρθρο 281 ΑΚ και ειδικότερα ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης.
Μόνον αν οι μακρές, λόγω της ασθένειάς του, απουσίες του εργαζομένου στο παρελθόν και η βαρύτητα της ασθένειάς του θεμελιώνουν, κατ` αντικειμενική κρίση, αρνητική πρόγνωση για την εξέλιξη της υγείας του και πιθανότητα, επομένως, να σημειώσει απουσίες από την επιχείρηση στο μέλλον και να διαταραχθεί η λειτουργία της, υφίσταται τότε δικαιολογημένο συμφέρον του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας (ΕφΠειρ 135/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 που συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 4558/1930, συνάγεται ότι επί αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθένειας του, καθ’ υπέρβαση του χρονικού ορίου που ορίζεται από την ίδια διάταξη, η λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή κατά τα άρθρα 200, 288 ΑΚ επί τη βάσει των αρχών της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας ή ανυπαιτιότητας του μισθωτού και των εν γένει περιστάσεων, αν η αποχή αυτή κατ’ αντικειμενική εκτίμηση και ανεξαρτήτως της προθέσεως ή μη του μισθωτού προς λύση της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής (Ολ. ΑΠ 32/1988, Δ/ΝΗ 1989/535).
Όμως μόνη η συνεπεία της ασθένειας του μισθωτού ανικανότητα αυτού να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένως και. η εντεύθεν πέραν των παραπάνω χρονικών ορίων αποχή αυτού από την εργασία δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή από αυτόν καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288, 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει (ΑΠ 876/1989, ΝοΒ 1990/1446). Η άρνηση του εργοδότη να προσδιορίσει κατά τον άνω τρόπο τα νέα καθήκοντα του ασθενούς εργαζομένου και η εμμονή του στην εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας που κατά τη σύμβαση παρείχε προ της ασθένειας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από μέρους του.
Κατ’ ακολουθίαν αυτών ως προσήκουσα προσφορά της εργασίας από πλευράς εργαζομένου, σε άρνηση αποδοχής της οποίας εκ μέρους του εργοδότη περιέρχεται ο τελευταίος σε υπερημερία κατά τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ, νοείται σε περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου, αυτή που ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288 και 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να προσδιορίσει και να του αναθέσει και την οποία είναι ικανός ο εργαζόμενος να παράσχει (, ΜονΠρΠατρ 758/2022, ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού με βάση τη σύμβαση εργασίας, κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 ΑΚ (ΑΠ 601/2013, ΝΟΜΟΣ).
* Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες.

