Καταρχήν, μία σύμβαση εργασίας πάσχει από ακυρότητα είτε στις γενικές περιπτώσεις όπου π.χ. δεν έχει τηρηθεί ο επιβαλλόμενος τύπος της σύμβασης ( ΑΚ 158) ή δεν υφίσταται η δικαιοπρακτική ικανότητα ( ΑΚ 130)ή όταν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου ( ΑΚ 174) είτε όταν συντρέχουν ειδικότεροι όροι, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της έλλειψης άδειας εργασίας για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους ή βιβλιαρίου υγείας προκειμένου για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Κατά πάγια νομολογία, αν ο εργοδότης απασχολήσει μισθωτό μετά την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης εργασίας, δημιουργείται έννομη σχέση που λέγεται απλή σχέση εργασίας, η οποία παρά την ακυρότητα, διέπεται από όλους σχεδόν τους κανόνες από τους οποίους διέπεται και η έγκυρη σύμβαση εργασίας (Έγγρ.1325/97 Υπ. Εργασίας ΕΕΔ 1998 σελ.239. Για την απόλυση βλ.σελ.84). Στην περίπτωση αυτή η αξίωση αμοιβής του μισθωτού για την ακύρως παρασχεθείσα εργασία του δεν στηρίζεται στις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έτσι ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στο μισθωτό την αμοιβή που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενό του με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και με τις ίδιες συνθήκες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, παιδιών και προϋπηρεσίας. Νοείται βέβαια ότι η αμοιβή οφείλεται, έστω και αν ο μισθωτός γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι με άκυρη σύμβαση εργασίας δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, τα δώρα εορτών, την προσαύξηση για τυχόν απασχόληση τις Κυριακές και την νύκτα, καθώς επίσης την προσαύξηση για παράνομη υπερωριακή εργασία.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9.παρ. 1 του Ν. 3198/1955, σαφώς συνάγεται ότι σε απλή σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και δεν καθίσταται υπερήμερος και υπόχρεος για την καταβολή μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, αν δε αποφασίσει να παύσει να δέχεται την εργασία, που προσφέρεται σ` αυτόν από τον εργαζόμενο, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου αυτού, δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία θα υπολογισθεί ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης. Η μη τήρηση όμως των διατυπώσεων αυτών δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό.

