Όπως αποτυπώνεται στα άρθρα 11 και 14 του Ελληνικού Συντάγματος αλλά και βάσει διεθνών κα ευρωπαϊκών κανόνων, η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου συγκαταλέγεται στις κορυφαίες ατομικές ελευθερίες, αποτελεί δε ακρογωνιαίο λίθο του υγιούς δημοκρατικού πολιτεύματος και θεμελιώδη αξία των σύγχρονων κοινωνιών. Ωστόσο, η διασφάλισή της συχνά διακυβεύεται και απειλείται από προσπάθειες φίμωσης της κοινωνικής κριτικής μεθοδευμένες δια της δικαστικής οδού. Πρόκειται για το φαινόμενο των SLAPP αγωγών, μία συνήθη τακτική με την οποία επιχειρείται η συγκάλυψη της κοινωνικής μομφής ή η αποθάρρυνση συμμετοχής του κοινού σε ζητήματα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Με τον όρο SLAPP ( Strategic Lawsuits Against Public Participation) προσδιορίζονται τα ένδικα μέσα τα οποία ασκούνται από ισχυρά πρόσωπα και εταιρίες και στρέφονται κατά του κοινού με σκοπό της αποτροπή άσκησης κριτικής ενάντια σε δραστηριότητες με εκτεταμένες συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο. Η ελληνική απόδοση του όρου ως «Προσχηματικές Αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού», αποτυπώνει εν ολίγοις τη φύση και τον στόχο άσκησης των συγκεκριμένων αγωγών.
Οι SLAPP ακολουθούν κατά βάση ένα μοτίβο ως προς τους λόγους άσκησης και το προφίλ των εναγόντων και των εναγομένων. Ασκούνται από οικονομικά και πολιτικά ισχυρά άτομα ή οργανισμούς και μεγάλες εταιρίες με ενεργό παρουσία σε σημαντικούς τομείς της καθημερινότητας, της διοίκησης, του εμπορίου, της βιομηχανίας. Έναυσμα για την έγερση των αγωγών αποτελεί κάποια δριμεία κοινωνική κριτική μεμονωμένων πολιτών, οργανώσεων, ακτιβιστών ή προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού εκ μέρους δημοσιογράφων μέσω δημοσιεύσεων και δημοσιογραφικών ερευνών, η οποία ρίχνει φως σε δραστηριότητες των παραπάνω προσώπων με σημαντικές επιπτώσεις για το σύνολο, συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά σχετικά με ζητήματα περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Ως νομική βάση άσκησης των αγωγών κατά κύριο λόγο προβάλλεται η συκοφαντική δυσφήμιση, ή και η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και η προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων με αίτημα την παράλειψη της προσβολής και την απόδοση υπέρογκων ποσών ως αποζημίωση τα οποία μπορεί ακόμη και να ξεπερνούν το 1.000.000 €.
Παρά την πρόφαση της προσβολής οι αγωγές αυτές είναι αβάσιμες και καταχρηστικές, ενώ η ισχύς τους πηγάζει από την δυσαναλογία δυνάμεων αφενός ανάμεσα στους ενάγοντες - τους θορυβημένους μεν από την κριτική που τους ασκείται, έχοντες δε την οικονομική δυνατότητα και την πολιτική ισχύ να ισοπεδώσουν τη κοινωνική αντίδραση-και αφετέρου στους εναγομένους- πολίτες ή οργανώσεις που αντιτίθεται σε ενέργειες με δυσχερές αντίκτυπο στο δημόσιο συμφέρον. Ουσιώδες δε χαρακτηριστικό των SLAPP είναι το ότι οι εκκινούντες την δικαιοδοτική διαδικασία δεν έχουν ως απώτερο σκοπό την ικανοποίηση του αιτήματός τους αλλά, αντίθετα, στοχεύουν στην αποτροπή δημοσιοποίησης του θέματος ή στην παύση των επικριτικών σχολίων και δημοσιευμάτων. Έτσι, η επικείμενη δικαστική αναμέτρηση και η απειλή της επιδίκασης μιας υπέρογκης αποζημίωσης λειτουργεί ως μέσο εκφοβισμού των ασκούντων την κριτική.
Δημιουργώντας το βάρος ενός σκληρού δικαστικού αγώνα οι SLAPP μόνο φαινομενικά στρέφονται κατά των εναγομένων τους. Ουσιαστικός αντίπαλος αποτελεί η ελευθερία του λόγου και το έμπρακτο ενδιαφέρον πολιτών, οργανώσεων και δημοσιογράφων για τα τεκταινόμενα και τα κακώς κείμενα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αποτελώντας ένα υπαρκτό και δυστυχώς καθόλου σπάνιο φαινόμενο οι εν λόγω αγωγές υποβαθμίζουν την ποιότητα του δικαστικού συστήματος, του κράτους δικαίου και της σύγχρονης δημοκρατίας που οφείλει να θεμελιώνεται στην άσκηση γόνιμης κριτικής, τη συμμετοχή των πολιτών, τον πλουραλισμό και την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης.

