Η δυνατότητα συστηματικής συλλογής, αρχειοθέτησης, επεξεργασίας και μετάδοσης των προσωπικών πληροφοριών του ανθρώπου μέσω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας εμφανίζεται ως επακόλουθο των καθηκόντων του σύγχρονου παρεμβατικού κράτους, καθώς και των νόμιμων συμφερόντων των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Στην πράξη, όμως, η ικανότητα αυτή είναι δυνατόν να προσβάλει την προσωπικότητα, την ανεξαρτησία και γενικότερα την ελευθερία του ατόμου, ενώ εγκυμονεί τον κίνδυνο να μετατρέψει τον άνθρωπο σε «καθαρό πληροφοριακό αντικείμενο». Στην ελληνική κοινωνία γρήγορα έγινε αντιληπτή η απειλή χειραγώγησης του ατόμου, κατηγοριοποίησής του και υπονόμευσης της ελευθερίας επικοινωνίας του, εφόσον η πληροφορία απέκτησε μια άλλη διάσταση ως νέο ανεξάρτητο μέγεθος, που χρησιμοποιείται χωρίς την παρεμβολή του ανθρώπινου παράγοντα.
Η αξία του ανθρώπου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας προστατεύονται ρητά από το Σύνταγμα στα άρθρα 2 και 5 αντίστοιχα, ενώ ο Αστικός μας Κώδικας περιλαμβάνει τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 57 – 60 για την προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα σε περίπτωση προσβολής του. Οι κίνδυνοι, ωστόσο, που προέκυψαν για το άτομο από την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων και οι απειλές προσβολής της προσωπικότητάς του, οι οποίες αφορούν κυρίως την ελεύθερη ανάπτυξη της, την ιδιωτική του ζωή και τη σφαίρα του απορρήτου του, συνέβαλαν στην ανέλιξη ενός νέου δικαιώματος του προσώπου, ως εκδήλωση της προσωπικότητας του: του δικαιώματος της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης.
Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται μετά τη Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 ρητώς, ως δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων, με την ειδική διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος. Η αναγνώριση του συγκεκριμένου δικαιώματος εκπληρώθηκε ήδη πριν από τη ρητή του κατοχύρωση, με τη σημαντική επιρροή της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικές κάποιες διατάξεις του νόμου για την απογραφή του πληθυσμού μετά από προσφυγές πολιτών. Εξετάζοντας, μεταξύ άλλων ζητημάτων, τη συνταγματικότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων για στατιστικούς σκοπούς, το Δικαστήριο παραδέχτηκε την αναγκαιότητα της στατιστικής για τη σύγχρονη κοινωνία και αποσύνδεσε τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού. Καθιέρωσε το δικαίωμα του ατόμου να προσδιορίζει το ίδιο τις πληροφορίες που θεωρούνται ως προσωπικού χαρακτήρα και αποφάνθηκε ότι η απόφαση για το αν και σε ποια έκταση θα λάβει χώρα συλλογή, επεξεργασία και χρήση πληροφοριών που το αφορούν είναι αποκλειστικά δική του. Κατέληξε, μάλιστα στο συμπέρασμα πως η συστηματική καταγραφή όλων των πλευρών της προσωπικότητας του πολίτη είναι απολύτως ασύμβατη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ η πολιτεία έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει έναν απαραβίαστο χώρο ελευθερίας για τους πολίτες.
Το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης συνίσταται στην δυνατότητα του ατόμου να γνωρίζει, να αποφασίζει και να συμπροσδιορίζει πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η επεξεργασία των πληροφοριών που τον αφορούν. Βέβαια, η προστασία της προσωπικότητας δεν περιορίζεται στην ιδιωτικότητα με την έννοια της δυνατότητας του ατόμου να αποσύρεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι και να συγκεντρώνεται στον εαυτό του. Η προσωπικότητα αναπτύσσεται στο πλαίσιο στενότερων ή ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων, όπου το άτομο διαμορφώνει τις διάφορες επί μέρους πτυχές της ταυτότητάς του και παρουσιάζει την προσωπικότητά του. Η εξουσία του ατόμου, λοιπόν, να αποφασίζει για τη χρήση των προσωπικών του δεδομένων δεν έχει την έννοια ότι το άτομο μπορεί να καθορίσει το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά, αλλά το κατά ποιο τρόπο μπορεί να προστατευθεί εν όψει της χρήσης τους από τρίτα πρόσωπα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω συλλογισμών, η κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι απαγορεύεται γενικά η συλλογή, η επεξεργασία και η χρήση τους, ούτε παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η αρμοδιότητα να καθιερώσει τέτοιου είδους απόλυτη απαγόρευση. Το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να έχει ως περιεχόμενο την προστασία ενός κύκλου δραστηριοτήτων του υποκειμένου του, ή μιας διακεκριμένης σφαίρας εξουσίας του ατόμου, στην οποία δεν επιτρέπεται να επέμβει το κράτος ή τρίτοι, αλλά την επέμβαση, προς προστασία του υποκειμένου, σε ενέργειες του κράτους ή τρίτων. Συνεπώς, η πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου περιορίζεται σε μια γενική εξουσία του ατόμου να αποκλείει επεμβάσεις τρίτων επί των προσωπικών του δεδομένων και κατευθύνεται στη διασφάλιση των όρων ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας στο πλαίσιο της κοινωνικότητάς της.
Σκοπός του είναι η διασφάλιση, στο πεδίο της κυκλοφορίας των πληροφοριών, των προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου το άτομο να έχει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του. Το προστατευτικό του πεδίο δεν περιλαμβάνει μια γενική αξίωση παράλειψης της συλλογής ή επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, αλλά έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αφορά την προστασία του ατόμου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του να μην πραγματοποιείται χωρίς συγκεκριμένη δεσμευτική διαμόρφωσή της και περιορισμούς και αναλύεται σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της απαιτούμενης προστασίας. Δεδομένου μάλιστα ότι το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης αναφέρεται στη διακινδύνευση της δυνατότητας ελεύθερου αυτοκαθορισμού του ατόμου και όχι στην απόκρουση μιας παρούσας προσβολής, οι εγγυήσεις του έχουν προληπτικό χαρακτήρα.
Οι εκφάνσεις, στις οποίες αναλύεται το προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία αφορά την οριοθέτηση και διαμόρφωση της επεξεργασίας κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες του πεδίου που αφορά, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η διαφάνεια της επεξεργασίας. Στο πεδίο αυτό ανήκει η απαγόρευση συλλογής δεδομένων για μη καθορισμένους σκοπούς και χρήσεις, ο προσδιορισμός του συγκεκριμένου σκοπού της επεξεργασίας, η πρόβλεψη της δέσμευσης της επεξεργασίας από το σκοπό, η θέσπιση της αρχής της αναγκαιότητας της επεξεργασίας για την εκπλήρωση της συγκεκριμένης λειτουργίας, την οποία εξυπηρετεί, ο προσδιορισμός των καθ’ έκαστον ενεργειών επεξεργασίας και ο συντονισμός της προστασίας με τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία. Η δεύτερη κατηγορία παραπέμπει στη διασφάλιση της γνώσης του ατόμου σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, μέσω της θέσπισης δικαιωμάτων ενημέρωσης και πρόσβασης. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει την εξασφάλιση της δυνατότητας του ατόμου να επηρεάζει την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, μέσω της θέσπισης δικαιωμάτων συναίνεσης και αντίρρησης. Στην τέταρτη κατηγορία ανήκει η θεσμοθέτηση μηχανισμών και οργάνων ελέγχου τήρησης των υποχρεώσεων σχετικά με την επεξεργασία, που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος, ότι η επεξεργασία πραγματοποιείται εκτός του πεδίου δράσης του υποκειμένου των δεδομένων.
Το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης είναι δυνατό να περιοριστεί, μόνο όμως για λόγους υπέρτερου γενικού συμφέροντος ή προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων με βάση τυπικό νόμο, ο οποίος υπόκειται στις συνταγματικές διατάξεις για τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως στην αρχή της αναλογικότητας. Το προστατευτικό πεδίο του περιλαμβάνει τους γενικούς κανόνες προστασίας από τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς να απορροφά την πληροφοριακή διάσταση των λοιπών ατομικών δικαιωμάτων.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, εύκολα συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων εκ μέρους τρίτων εξαρτάται από την ύπαρξη επαρκών δικαιολογητικών λόγων που να αφορούν ειδικά την συγκεκριμένη επεξεργασία. Η αρμοδιότητα των κρατικών οργάνων να επεμβαίνουν σε δικαιώματα του ατόμου δεν επιτρέπει άνευ άλλου τινός και την επεξεργασία των στοιχείων των οποίων θα λάβουν γνώση, εφ’ όσον δεν υπάρχει γι’ αυτό ειδική διάταξη ή εξουσιοδότηση νόμου, η οποία θα βασίζεται σε ειδικούς λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η συναίνεση του ατόμου για επέμβαση τρίτων στα δικαιώματά του, λόγος που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της προσβολής, δεν περιλαμβάνει απαραίτητα και την συναίνεση του για την αρχειοθέτηση και χρήση των δεδομένων που το αφορούν. Κατά τον ίδιο τρόπο, η οικειοθελής παροχή προς το κράτος προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο μίας αίτησης π.χ. για τη χορήγηση μιας παροχής, δεν σημαίνει και την παροχή στο κράτος της εξουσίας διάθεσης των δεδομένων αυτών σε τρίτους.

