Δικηγορικό Γραφείο
Τα δικαστικά τεκμήρια και η σημασία τους στην πολιτική δίκη

Σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, η παροχή δικαστικής προστασίας γίνεται στο πλαίσιο της δίκης, μια διαδικασίας που διέπεται από κανόνες δικαίου. Στις πολιτικές δίκες δημιουργούνται δύο καίρια ζητήματα για τον δικαστή. Το πρώτο αφορά την ανεύρεση του κανόνα δικαίου που εφαρμόζεται στην συγκεκριμένη υπόθεση, τον οποίο ο δικαστής είναι αναγκαίο να γνωρίζει, να ερμηνεύει, καθώς και να εφαρμόζει. Το δεύτερο σχετίζεται με την γνώση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων της ατομικής υπόθεσης, η οποία καθίσταται απαραίτητη για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, αλλά και για την επέλευση των εννόμων συνεπειών του. Η απόκτηση της γνώσης αυτής και η διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης του δικαστή εξαρτώνται από τις αποδείξεις που θα εισφέρουν οι διάδικοι στο δικαστήριο, καθώς τα γεγονότα που τίθενται υπό την κρίση του δικαστή έχουν ανάγκη αποδείξεως.

Τα μέσα που οι διάδικοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν στην πολιτική δίκη προκειμένου να αποδείξουν τα πραγματικά γεγονότα χαρακτηρίζονται σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας ως «αποδεικτικά μέσα». Τα αποδεικτικά μέσα απαριθμούνται περιοριστικά στον νόμο και αποτυπώνονται ειδικότερα στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ. Αυτά είναι: 1) η ομολογία, 2) η αυτοψία, 3) η πραγματογνωμοσύνη, 4) τα έγγραφα, 5) η εξέταση των διαδίκων, 6) οι μάρτυρες και 7) τα δικαστικά τεκμήρια. Όλα τα αποδεικτικά μέσα είναι επώνυμα και τυπικά με εξαίρεση τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία είναι ανώνυμα και άτυπα.

Ο κατάλογος των αποδεικτικών μέσων διευρύνθηκε καθώς σε αυτόν προστέθηκαν με τον ν.3994/2011 και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου. Με τον ν.1478/1984 έγιναν δεκτά στο Μονομελές Πρωτοδικείο και στο Ειρηνοδικείο αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, δεν διαθέτουν δηλαδή τις νόμιμες προϋποθέσεις παραγωγής τους, ενώ σήμερα λαμβάνονται υπόψη σε όλα τα πολιτικά δικαστήρια. Παράλληλα και με τα ανώνυμα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή τα μέσα που δεν προβλέπονται στον ΚΠολΔ, τα παραπάνω αποτέλεσαν πηγές γνώσης για την αποκάλυψη της αλήθειας, δεν μπορούν ωστόσο να υπαχθούν στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα. Ο συνδυασμός αυτών των δυο κατηγοριών οδήγησε στη δημιουργία μίας ιδιαίτερης κατηγορίας αποδεικτικών μέσων: των δικαστικών τεκμηρίων. Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα αποτέλεσαν μια αυτοτελή κατηγορία αποδεικτικών μέσων και δεν υπάγονται πλέον στα δικαστικά τεκμήρια όπως συνέβαινε υπό το καθεστώς της αυστηρής απόδειξης. Στην έννοια, επομένως, των δικαστικών τεκμηρίων ανήκουν έκτοτε μόνο τα ανώνυμα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία ο δικαστής διαμορφώνει την δικανική του πεποίθηση.

Τα δικαστικά τεκμήρια στον ΚπολΔ εμφανίζονται με δύο διαφορετικές σημασίες. Η πρώτη εντοπίζεται στο άρθρο 336 §3 του ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία τα δικαστικά τεκμήρια αποτελούν αποδεικτικό λόγο, δηλαδή τρόπο συλλογισμού του δικαστή. Είναι συμπεράσματα που συνάγονται από τον δικαστή με βάση τους κανόνες της λογικής και της εμπειρίας για γεγονότα που αποτελούν αντικείμενο αποδείξεως από άλλα γεγονότα, ξένα προς το αποδεικτέο αντικείμενο και τα οποία έχουν ήδη αποδειχθεί. Η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια υπό την έννοια αυτή ονομάζεται έμμεση ή δια τεκμηρίων απόδειξη. Για την δεύτερη έννοια γίνεται λόγος στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ στο οποίο τα δικαστικά τεκμήρια εμφανίζονται ως ανώνυμα αποδεικτικά μέσα. Είναι, δηλαδή, τα μέσα που δεν μπορούν να υπαχθούν σε καμία από τις τυπικές κατηγορίες των αποδεικτικών μέσων, είτε γιατί δεν έχουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είτε γιατί λείπουν οι αναγκαίες για το κύρος τους προϋποθέσεις.

Τα ανώνυμα αποδεικτικά μέσα δεν έχουν σχηματοποιημένη τυπολογική μορφή για αυτό δεν είναι εφικτό να προσδιοριστούν τα εννοιολογικά τους στοιχεία από το νομοθέτη. Σε αντίθεση προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, η μορφή τους δεν διαμορφώνεται από κάποια νομική ρύθμιση αλλά καθορίζεται από τη νομολογιακή πρακτική. Ο αριθμός των δικαστικών τεκμηρίων είναι απροσδιόριστος. Έτσι, στην ποικιλόμορφη έννοια τους υπάγονται ενδεικτικά: 1) καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη ή κατά την ποινική προδικασία ή σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, 2) γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, 3) ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν πριν από τη δίκη ή στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, 4) δικαστικές αποφάσεις πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων, 5) έγγραφα, 6)έγγραφες αποτυπώσεις αποδεικτικού περιεχομένου που προέρχονται από τρίτα πρόσωπα σε ανύποπτο χρόνο, δηλαδή όχι με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, 7) υπεύθυνες δηλώσεις του ν.1599/1986 εφόσον συντάχθηκαν πριν από τη δίκη, 8) αυτοψίες και 9) αποδεικτικά μέσα που δεν ολοκληρώθηκαν.

Η μοναδική διάταξη που αναφέρεται στις προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους είναι το άρθρο 395 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτό, σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, η χρήση των δικαστικών τεκμηρίων επιτρέπεται μόνο όταν είναι επιτρεπτή και η απόδειξη με μάρτυρες. Ο λόγος για τον οποίο η χρήση τους περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που επιτρέπεται και η εμμάρτυρη απόδειξη είναι η ανάλογη προς τους μάρτυρες αντιμετώπιση τους από το νομοθέτη, ως επισφαλών αποδεικτικών μέσων. Βέβαια, οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους δεν ρυθμίστηκαν μόνο στο άρθρο 395 αλλά διαμορφώθηκαν παράλληλα και από τη νομολογία. Κατά τη νομολογία, η χρήση τους επιτρέπεται όταν δεν παραβιάζονται οι δικονομικές διατάξεις που αφορούν τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα καθώς και οι βασικές αρχές που διέπουν το δίκαιο της αποδείξεως. Ανάλογη είναι η θέση της νομολογίας και ως προς τις ιδιωτικές γνώσεις του δικαστή, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ουσιώδης υπήρξε και η συμβολή της θεωρίας στη θέσπιση αυτών των προϋποθέσεων, σύμφωνα με την οποία ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως ανώνυμα αποδεικτικά μέσα.

Ο κανόνας της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων του άρθρου 340 του ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση των δικαστικών τεκμηρίων με συνέπεια να εκτιμώνται ελεύθερα. Η δικανική πεποίθηση που διαμορφώνεται με βάση τα τεκμήρια απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολόγηση λόγω της ανάγκης για αιτιολογημένο αποδεικτικό συλλογισμό του δικαστή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η δικαστική απόφαση που εκδίδεται χωρίς να γίνει εκτίμηση των δικαστικών τεκμηρίων που παρατίθενται καθίσταται αναιρετέα κατά το άρθρο 559 §1 του ΚΠολΔ. Τα τεκμήρια είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και να προσάγονται και στο Εφετείο. Ως αποδεικτικά μέσα, μπορούν να αποτελέσουν τόσο άμεση όσο και έμμεση απόδειξη, μπορούν δηλαδή να αποδεικνύουν είτε το αποδεικτέο γεγονός είτε το γεγονός που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου.

Η σημασία τους καταδεικνύεται από τη χρησιμότητά τους στην αποδεικτική διαδικασία, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και στην ανάδειξη του εκάστοτε βάρους απόδειξης, ενώ παράλληλα εξυπηρετούν τους διάδικους στην προσπάθειά τους προς απόδειξη των κρίσιμων ουσιαστικών ισχυρισμών τους. Παράλληλα δε, διευκολύνουν και τον ίδιο το δικαστή κατά το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης εξαιτίας της νοηματικής διεύρυνσης που παρέχει το εύρος των μέσων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως δικαστικά τεκμήρια.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, εύκολα συνάγει κανείς το συμπέρασμα, ότι τα δικαστικά τεκμήρια αποτελούν ένα ιδιαίτερο και συγχρόνως «επικίνδυνο» αποδεικτικό μέσο που είναι υπό προϋποθέσεις αποδεκτό από τα εκάστοτε επιλαμβανόμενα πολιτικά δικαστήρια για την απόδειξη της ορθότητας των ισχυρισμών των διαδίκων. Η διατήρησή τους δε, στο δίκαιο της αποδείξεως καθίσταται αν μη τι άλλο αναγκαία, πόσο μάλλον αφ’ ής στιγμής περιλαμβάνουν τα μορφώματα που δεν έχουν καθορισμένη τυπολογική μορφή και επομένως δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των επώνυμων αποδεικτικών μέσων.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News